Ο Αλέν Λεφέβρ έχει τοποθετήσει έτσι το πιάνο στο σαλόνι του, ώστε καθώς παίζει να μπορεί να κοιτάζει τη θάλασσα. Το σπίτι του, ψηλά στην Άνω Βούλα, έχει πανοραμική θέα στο Σαρωνικό, και το μεσημέρι του Σαββάτου 13 Φεβρουαρίου που πήγα να τον δω, το φως ήταν εκτυφλωτικό και η ζέστη ασυνήθιστη.
Ηλίας Μαγκλίνης
Καθόμασταν στην ωραία βεράντα του, κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις, αλλά με είδε που ζοριζόμουν. «Θα σε πειράξει ο ήλιος», μου είπε στα αγγλικά κάποια στιγμή με την ωραία γαλλική προφορά του (ο σπουδαίος πιανίστας είναι θερμόαιμος, ζεστός και φιλόξενος Γαλλοκαναδός), «ας καθίσουμε λίγο στη σκιά, παρότι εγώ δεν καταλαβαίνω από ήλιο». Έχει δίκιο: οι Έλληνες φίλοι του τα καλοκαίρια, στη θάλασσα, δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι αντέχει να παίζει τάβλι κάτω απ’ τον ήλιο με τις ώρες, να πίνει τη μπίρα του άνετος και να χαμογελάει σε όλο τον κόσμο.
Η κίνησή του αυτή πάντως με έσωσε μάλλον από τη σίγουρη ηλίαση. Καθώς μιλούσαμε, στα χέρια μου είχα ήδη το νέο του άλμπουμ, το έβδομο ως συνθέτη, με τον τίτλο «Opus 7 Preludes», που κυκλοφορεί από τη Warner Classics. Ο Λεφέβρ είναι διάσημος ως κλασικός σολίστ του πιάνου, ο ίδιος όμως, και προς μεγάλη δυσφορία της δισκογραφικής του εταιρείας, διατείνεται πως είναι «συνθέτης με σίγμα πεζό. Είμαι πάνω απ’ όλα πιανίστας που κάθε τόσο γράφει μουσική», τονίζει με μια ταπεινοφροσύνη που μοιάζει ειλικρινής, αλλά που την ίδια στιγμή δεν ταιριάζει με τον πληθωρικό του χαρακτήρα: ένα μείγμα χαράς της ζωής αλλά και μιας αδιόρατης φυσικής λύπης.
Αυτός ο ιδιότυπος συνδυασμός, αυτή η φαινομενική αντίφαση, είναι έκδηλη στο τελευταίο του άλμπουμ: σύντομες, υποβλητικές συνθέσεις για πιάνο, πρελούδια που ρέουν όπως η θάλασσα που τόσο αγαπάει, έχουν κάτι κελαρυστό, γλυκό αλλά όχι γλυκερό, μελαγχολικό και σκοτεινό μα και ανάλαφρο.
Αυτός ο «συνθέτης με σίγμα πεζό» κατέχει το θείο δώρο της μελωδίας, αν και δε φαίνεται αυτό να τον απασχολεί ιδιαίτερα στις συνθέσεις του αυτές, οι οποίες έχουν κάτι στοχαστικό. Είναι τραγούδια χωρίς λόγια, θα μπορούσε να πει κανείς, και ένα πρελούδιο είναι αφιερωμένο σε έναν αγαπημένο φίλο του που επιβίωσε από πολλαπλούς καρκίνους.
Όμως ο δίσκος έχει και κάτι ακόμα, αναπάντεχο. Αυτός ο λάτρης της Ελλάδας κλείνει το άλμπουμ με ένα πρελούδιο σε δύο μέρη αφιερωμένο στο Μάτι και στην πολύνεκρη εθνική τραγωδία του 2018. Αυτή η σύνθεση είναι και η μόνη όπου το πιάνο δεν είναι μοναχό του: τον συνοδεύει στο μπουζούκι ο Θανάσης Πολυκανδριώτης. Κάπως έτσι, στον ελεγειακό τόνο που χαρακτηρίζει το γλυκόπικρο αυτό κομμάτι, ο σημαντικός Έλληνας τραγουδοποιός και ερμηνευτής προσδίδει το δικό του χρώμα, τη δική του ατμόσφαιρα. Πώς έγινε όμως και ήλθαν έτσι τα πράγματα; Το λόγο τον έχει ο Αλέν Λεφέβρ.
«Ξέρετε, τη δεύτερη φορά που ήρθα στην Ελλάδα, στη Σάμο, την οποία λατρεύω, έβαλα τα κλάματα, έτσι, χωρίς λόγο. Υπάρχει κάτι στην Ελλάδα που με επηρεάζει. Ίσως να είναι μια υπερευαισθησία εκ μέρους μου. Δεν ξέρω. Δε φοβάμαι να πω το εξής: η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα που δεν έχασε τον ανθρωπισμό της. Αυτόν τον ανθρωπισμό που πασχίζω να βρω στον κόσμο. Δε μιλάω ελληνικά αλλά είμαι ευτυχισμένος εδώ, αγαπώ τους ανθρώπους της.
»Σχετικά με το Μάτι τώρα… το 2018 κολυμπάω στη Βουλιαγμένη και αρχίζω να παρατηρώ κάτι περίεργο στον αέρα. Ρωτάω τον αγαπημένο φίλο, τον Γιάννη, τι είναι αυτό. Μου λέει, στάχτη. Κάπου κοντά πρέπει να έχει πιάσει φωτιά. Αυτό συνεχίστηκε για κάνα δυο ώρες ακόμα. Γυρνάω στο σπίτι και προσπαθώ να δω τι συμβαίνει. Και βλέπω τι γίνεται στο Μάτι. Βλέπω μια εικόνα: τα απανθρακωμένα πτώματα μιας οικογένειας, αγκαλιασμένοι όλοι μαζί, πέθαναν έτσι.
»Τότε, στη Σάμο, ήμουν σε ένα μικρό μαγαζί που έπαιζαν ρεμπέτικα, τα οποία αγαπώ. Και είναι μια οικογένεια, πατέρας, μητέρα, παιδιά και η γιαγιά και ο παππούς. Ξαφνικά σηκώνεται η ηλικιωμένη γιαγιά και χορεύει. Και ο εγγονός πέφτει στα γόνατα και την αποθεώνει, λες και είχε μπροστά του την πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο. Ξέρετε, προέρχομαι από μια χώρα όπου τους ηλικιωμένους τους πετάμε στα σκουπίδια. Τους ταΐζουμε στις πέντε το απόγευμα, τους δίνουμε το χάπι τους στις πέντε και τριάντα και μετά δε θέλουμε να τους ξαναδούμε. Έτσι έβαλα τα κλάματα στη Σάμο. Ξέρω, ξέρω, δεν είναι η πλειοψηφία, αλλά συμβαίνει αυτό στην Ελλάδα.
»Όταν είδα αυτή την τρομακτική σκηνή στο Μάτι, κάθισα στο πιάνο. Και άρχισα να γράφω κάτι. Και τότε είπα στη σύντροφό μου, έχουμε ένα φίλο που δούλευε τότε στο Μέγαρο, τον Νίκο Τσούχλο, και του ζήτησα να μας προτείνει έναν καλό Έλληνα στο μπουζούκι. Και μας βρήκε τον καλύτερο: τον Θανάση Πολυκανδριώτη. Και δέχθηκε να συνεργαστεί μαζί μου αυτός ο άνθρωπος. Τον συναντώ και, ξέρετε, αυτός δε μιλάει αγγλικά, εγώ δε μιλώ ελληνικά, αλλά τι έγινε: άρχισα να παίζω στο πιάνο τη σύνθεσή μου για το Μάτι και αυτός βάζει τα κλάματα. Και πιάνει το μπουζούκι και αρχίζει να αυτοσχεδιάζει παράλληλα με εμένα. Και βάζω κι εγώ τα κλάματα. Ναι, ξέρω τι θα πείτε, βάζεις συνέχεια τα κλάματα εσύ. Αλήθεια είναι, συγκινούμαι εύκολα, τι να πω; Υπάρχει πολύ κλάμα στη ζωή μου. Λέω λοιπόν στον Θανάση, θες να είσαι στο CD που θα κάνω για τη Warner; Και λέει, ναι, ναι. Τα υπόλοιπα τα κανόνισε η κόρη του, η ηχογράφηση έγινε στην Ελλάδα. Μου έλεγαν, να, ξέρετε όμως, δεν έχουμε διαθέσιμο το καλύτερο πιάνο κ.λπ., τους λέω, δε δίνω δεκάρα για το πιάνο, αν δεν είναι Στάινγουεϊ κ.λπ. Μια χαρά πιάνο ήταν αυτό που μας έδωσαν και το αποτέλεσμα βγήκε εξαιρετικό. Πάντως δεν έγραψα το κομμάτι για το Μάτι από πολιτική σκοπιά. Και ο Θανάσης (Πολυκανδριώτης) είναι σπουδαίος μουσικός. Η ζωή είναι τρελή, απρόβλεπτη. Τρελή με έναν υπέροχο αλλά και με έναν τρομακτικό βέβαια τρόπο».
ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πώς όμως προέκυψε αυτό το πάθος με την Ελλάδα σε αυτόν το χαρισματικό πιανίστα από το Μόντρεαλ; «Η αγάπη μου για την Ελλάδα δε σχετίζεται μονάχα με την ομορφιά του τόπου και τις χαρές του», λέει με έμφαση, προσθέτοντας: «Έχει να κάνει και με μια κατάσταση του νου που βρήκα εδώ στην Ελλάδα. Και με ένα δικό μου, διαρκή προβληματισμό πάνω στην έννοια της δημοκρατίας. Αυτό που βλέπω εδώ και περίπου είκοσι χρόνια τουλάχιστον, είναι μια υποχώρηση του δημοκρατικού ιδεώδους. Αυτό που ανακάλυψα στην Ελλάδα το 1998, όταν ήλθα προσκεκλημένος στη Θεσσαλονίκη ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, ήταν κάτι στον ελληνικό τρόπο που σχετίζεται με όλα τα παραπάνω. Πολλοί μου λένε, αγαπάς την Ελλάδα διότι δεν ξέρεις στ’ αλήθεια πώς είναι οι Έλληνες. Τους λέω να πάψουν, διότι με πληγώνουν αυτά τα λόγια. Υπάρχει κάτι πολύ διαφορετικό στον ελληνικό τρόπο σκέψης απ’ όλες τις άλλες χώρες που έχω επισκεφθεί. Και έχω επισκεφθεί πάνω από πενήντα χώρες λόγω της δουλειάς μου. Οπότε, μια μέρα ξύπνησα στο Μόντρεαλ ένα πρωί, και λέω στη σύντροφό μου, αυτό ήταν, τελείωσα. Εκείνη λέει, τι εννοείς; Της λέω, τελείωσα με όλα αυτά εδώ πέρα. Θέλω να πάω να ζήσω στην Ελλάδα. Έτσι, με τη μία. Το είχα στο μυαλό μου φυσικά πολύ καιρό, αλλά τότε το αποφάσισα. Και εκείνη μου είπε, εντάξει, πάμε. Μέσα σε έξι μήνες πουλήσαμε το διαμέρισμά μας στο Μόντρεαλ και φύγαμε. Η καλύτερη απόφαση της ζωής μου όλης».
ΑΛΛΟ Η ΛΕΙΝΤΙ ΓΚΑΓΚΑ, ΑΛΛΟ ΤΟ ΡΕΚΒΙΕΜ ΤΟΥ ΜΟΤΣΑΡΤ, ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ
Ο Λεφέβρ είναι χειμερινός κολυμβητής. Κολυμπάει κάθε μέρα. Τον τελευταίο χρόνο δεν έχει δουλέψει καθόλου εξαιτίας της πανδημίας. «Ξέρετε πόσα έβγαλα πέρυσι; Μηδέν (σχηματίζει τον αριθμό με το δείκτη και τον αντίχειρά του). Τίποτα, μηδέν. Αν είμαι ακόμα καλά, είναι επειδή στην εποχή όλων εκείνων των συναυλιών και των περιοδειών, υπήρξα πολύ προσεκτικός με τα οικονομικά μου. Είχα υπογράψει συμβόλαια για 2-3 χρόνια, ακυρώθηκαν όλα. Δεν έβγαλα ούτε ένα ευρώ ένα χρόνο τώρα. Αλλά ξέρετε, κάθε μέρα ευχαριστώ το Θεό. Κάθε φορά που πηγαίνω στη θάλασσα».
Αν έχει πάθος με τη θάλασσα, με την κλασική μουσική έχει λατρεία. Και μοιάζει να παίρνει φωτιά όταν μιλάμε για την κατάσταση της βιομηχανίας της κλασικής μουσικής σήμερα. «Το Χόλυγουντ έχει κάνει ζημιά», λέει σχεδόν θυμωμένος. «Πέρυσι τέτοιο καιρό έδινα την τελευταία μου συναυλία στο Λος Άντζελες πριν από την πανδημία. Ήμουν στην πρωτεύουσα του Χόλυγουντ και τους έλεγα το εξής: σε όποια ταινία πρωταγωνιστεί κάποιος φρικτός άνθρωπος, ένα τέρας, σχεδόν πάντα τον βάζετε να ακούει κλασική μουσική: ο κανίβαλος Χάνιμπαλ Λέκτερ ακούει τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Μπαχ, ο Λόρενς Ολίβιε ως σαδιστής ναζί εγκληματίας ακούει Σούμπερτ, στο “Αποκάλυψη, τώρα” καίνε χωριά ακούγοντας Βάγκνερ. Στο “Κουρδιστό πορτοκάλι” η αποθέωση της βίας σχεδόν ταυτίζεται με τη μουσική του Μπετόβεν. Θέλω να πω, τα τελευταία 50 χρόνια το Χόλυγουντ έχει ταυτίσει τους πιο άρρωστους χαρακτήρες με την κλασική μουσική, ενώ όταν κάποιος πλασάρεται ως κουλ και ωραίος, ακούει Μπιτλς και Ρόλινγκ Στόουνς. Αυτό το λες και προπαγάνδα!», λέει φωνάζοντας σχεδόν.
Τον ρωτάω κάποια στιγμή αν θεωρεί τον εαυτό του μουσικό cross-over: αν αναμειγνύει την κλασική μουσική με άλλα είδη. Εκεί είναι σα να τον χτυπάει ηλεκτρισμός. «Λοιπόν, αυτή είναι μεγάλη κουβέντα. Ο χώρος της κλασικής μουσικής περνάει τεράστια κρίση. Για να ανταπεξέλθουν, σκέφτηκαν διάφορα πράγματα: συμφωνικές ορχήστρες να παίζουν Μπιτλς ή παραδοσιακή μουσική κάποιας χώρας, η Ορχήστρα Φιλαδέλφεια να παίζει “Πόλεμο των άστρων”. Διαχωρίζω τη θέση μου ως προς αυτό. Εγώ παίζω Μπραμς, Σοπέν, Ραχμάνινοφ και όταν δεν παίζω τέτοιους συνθέτες, παίζω δικές μου συνθέσεις. Δε λέω ότι είναι καλές, δε λέω καν ότι είμαι συνθέτης, αλλά κάποιος που βρίσκεται σε βαθιά αγωνία. Υποφέρω από αϋπνίες και η σύνθεση είναι για μένα ένας τρόπος να ασκούμαι πάνω στους φόβους μου. Δουλεύω σκληρά σε ό,τι κάνω, προσπαθώ να βάλω τα δυνατά μου κάθε φορά. Αρκεί η μουσική να είναι όμορφη. Αυτό μετράει. Και είναι ένα είδος ευθύνης απέναντι στον κόσμο αυτό που κάνουμε. Δίνω μεγάλη σημασία σε αυτό, διότι όταν ήμουν μικρός στο σχολείο, με χτυπούσαν συνέχεια. Συνέχεια όμως. Καταλάβαιναν ότι είμαι ευαίσθητος και γινόμουν εύκολος στόχος. Και έκτοτε δεν αφήνω να πέσει κάτω το παραμικρό. Με τη μουσική που παίζω ή και με αυτήν που γράφω, δίνω απαντήσεις σε έναν κόσμο που γυρεύει στηρίγματα».
Άρα είναι μάλλον αρνητικός με το cross-over. «Ναι. Γιατί, ας πούμε, να υπάρχει η αξίωση ο κλασικός μουσικός να παίζει ποπ και ροκ και ο ροκ σταρ να μην απαιτείται ποτέ να παίξει Μπαχ; Επίσης, δεν είναι όλα ίσια και όμοια. Η μουσική είναι όπως και η λογοτεχνία. Όταν διαβάζεις “Χάρι Πότερ”, πρέπει να ξέρεις ότι δεν είναι Σαίξπηρ και δεν είναι Φλομπέρ. Μπορείς να τον απολαύσεις μια χαρά τον “Χάρι Πότερ”, όταν όμως σε μια κοινωνία μπερδεύονται αυτές οι διαβαθμίσεις, κάτι είναι σοβαρά λάθος. Πώς να το πω: υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη Λέιντι Γκάγκα και στο Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, τι να κάνουμε. Αν δε μας αφήνουν να το δούμε αυτό, τότε δε ζούμε σε δημοκρατία, λυπάμαι. Δε λέω να μην έχει εκπομπές με ποπ θεματολογία η τηλεόραση, αλλά να μην έχει ούτε μία εκπομπή για το βιβλίο ή για την κλασική μουσική; Ούτε μία;
»Ταξιδεύω σε διάφορες χώρες και παίζω σε παιδιά, π.χ., στην Κίνα, και ακούν Σούμπερτ για πρώτη φορά και μου λένε: ω, μεσιέ Λεφέβρ, πώς είναι δυνατόν να μην το έχουμε ακούσει ποτέ αυτό ξανά; Υπάρχει μια τρομερή αληθινή ιστορία με μουσικούς στο Άουσβιτς. Ήταν ένα αγόρι στο οποίο έκαναν πειράματα ή βασανιστήρια, πάντως πέθαινε σιγά-σιγά. Και ένας ναζί που του είχε αδυναμία, του είπε, τι θέλεις να σου κάνω δώρο; Σοκολάτα μήπως; Ο μικρός ζήτησε να ακούσει μουσική. Υπήρχε ένα κουαρτέτο εγχόρδων από κρατούμενους και του έπαιξαν ένα σύντομο κομμάτι του Σούμαν. Και το αγόρι έκλαψε, ένα Εβραιόπουλο από τη Γαλλία ήταν. Και λέει, γιατί δεν είχα ακούσει ποτέ προηγουμένως κάτι τέτοιο; Ίσως αυτές να ήταν οι τελευταίες του λέξεις».