Ένα πρόσθετο μεταπολιτευτικό ανοσιούργημα προστέθηκε εις τις μελανές σελίδες της σύγχρονης Ελλαδικής ιστορίας, ίσως την κρισιμότερη περίοδο μεταπολιτευτικά, όπου η κυβέρνηση, δια ορισμένων μεθοδεύσεων της (πράξεων και παραλείψεων) επέφερε το μεγαλύτερο πλήγμα προς την περιουσία του Ελληνικού λαού, προλειαίνοντας ανενδοιάστως το έδαφος και χορηγώντας ανεκκλήτως κατ’ ουσίαν άδεια, προς αγνώστων λοιπών στοιχείων, προχείρως εγκατεστημένες εν τη Πατρίδι μας, εταιρίες, όπως προβαίνουν αμελλητί και νομιμοφανώς προς την εν τη κυριολεξία αρπαγή της πρώτης κατοικίας του καθημαγμένου και καθειργούμενου Ελληνικού Λαού.
Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς
[Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω]
Αντί, ως έδει, η κυβέρνησις να αναστείλει άνευ χρονοτριβής δια νόμου, ως επιτάσσει το Κράτος Δικαίου να αναχαιτίσει την ανθρωποβόρα διάθεση της αρπαγής εισέτι της πρώτης κατοικίας των πτωχοποιημένων Ελλήνων, την οποία ειρήσθω εν παρόδω, κατήργησε η πολύφερνη κυβέρνηση της πρώτης φορά Αριστερά του Τσίπρα, έπεμψε δήθεν την απόφαση, προς την ολομέλεια, ούτως ώστε να αποσείσει τυχόν ευθύνες εκ του αποτελέσματος, όπερ και εγένετο.
Η απόφαση της Ολομέλειας παντελώς ανάλγητα και δήθεν με μία αντικειμενική ορθή νομική ερμηνεία συνετάγη αναφανδόν υπέρ του δεσπόζοντος ισχυρού (γιατί άραγε;), ο νοών νοείτω περί των σταθμίσεων εις τις οποίες προέβησαν, προδήλως ουχί προς το δημόσιο και συλλογικό συμφέρον κατά αντικειμενικώς αντιβαίνοντα τρόπο προς το νομικά και ηθικά ορθό.
Εις επίρρωσιν των ως άνω καθίσταται το εσπευσμένο και η εν γένει ταχύτης περί της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, ότε, δια έτερα ζητήματα, το πλέον απομεμακρυσμένο περιφερειακό ειρηνοδικείο, χρειάζεται κατά το μάλλον ή ήττον περίπου 3 με 6 μήνες προς έκδοση μίας αποφάσεως και δικαίως, διότι επιβάλλεται να μελετήσει ορθά και εμπεριστατωμένα.
Απορίας άξιον καθίσταται, πώς η ολομέλεια αποτελούμενη από 64 δικαστές να εκδώσει απόφαση εντός 8 ημερών, προφανώς η λογική εάλω και η δημοκρατία έχει εκ των ενόντων καταλυθεί, λόγω ότι η Δικαιοσύνη κηδεμονεύεται ευθέως, από αλλότριους παράγοντες ή όχι, τούτο απλώς, το θέτω ως αναφυόμενη εκ των περιστάσεων κρίσιμη προβληματική, διότι επιδεικνύει μία μεροληπτική συμπεριφορά, εφαρμόζοντας δύο μέτρα και δύο σταθμά ως προς τις Τράπεζες, πέραν από την καθόλα καταφατική απάντηση να εκδίδει δια υπερεκχειλίζοντος ζήλου, εσπευσμένα αποφάσεις εις βάρος της κοινωνίας.
Κατά συνέπεια λοιπόν, όταν η Δικαιοσύνη μετατρέπεται εις εν μηχανισμό και εργαλείο των ισχυρών, δίχως να σταθμίζει ορθώς τα γεγονότα και αδιαφορώντας παντελώς για το δημόσιο συμφέρον, ούτως λοιπόν εχόντων των πραγμάτων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ουδεμία προοπτική υφίσταται εις τον τόπο τούτο, καθότι ο όρος Δικαιοσύνη υφίσταται κατ’ ευφημισμόν και ουχί εν της πράγμασι, διότι προκρίνονται αμιγώς ατομικά και ουχί συλλογικά συμφέροντα.
Το ιστορικό της θεσμικής αυτής επονείδιστης αποφάσεως είχε ως εξής:
Είναι πρόδηλο ότι την 26-1-2023 ενώπιον της πλήρους Ολομελείας του Αρείου Πάγου, η Πρόσθετη Παρέμβαση που άσκησε κατ´ άρθρο 90 παρ. ζ / Κωδ.Δικ., ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ), υπέρ των δανειοληπτών και κατά των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων (funds), προς υποστήριξη της 822/2022 απόφασης του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου για το ζήτημα που έχει ανακύψει αναφορικά με τη νομιμοποίηση των συγκεκριμένων εταιρειών για τη διενέργεια δικονομικών πράξεων σε βάρος των δανειοληπτών.
Συγκεκριμένα, όπως τεκμηριωμένα αναπτύχθηκε από το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, αντίθετα από τη μέχρι τώρα πρακτική των Εταιριών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.), οι τελευταίες δε διαθέτουν κατά νόμο, κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση για την άσκηση διαδικαστικών εν γένει πράξεων (έκδοση διαταγής πληρωμής, επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κ.λπ.), στις περιπτώσεις που η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης προς αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, όπως ανέφερε ο ΔΣΑ σε ανακοίνωσή του.
Ο καταιγισμός των πλειστηριασμών, ιδίως εις μία κρίσιμη χρονική συγκυρία προς τον Ελληνικό λαό, ιδίως, μετά την Πανδημία, εισέτι και κατά της πρώτης κατοικίας, άνευ ουδεμίας κρατικής προστασίας και παρέμβασης, αποδεικνύει, ως διάδοχος κατάσταση των μνημονίων, ότι η Ελλάδα πνέει τα λοίσθια και κυβερνάται από πρόσωπα τα οποία εν τη κυριολεξία και ουχί κατ’ εφημισμόν, υποστηρίζουν εν προκειμένω τα θεμελιώδη συμφέροντα των Τραπεζών.
Ασφαλώς τούτο κατέστη απόλυτα σαφές, εκ της περιόδου των αλλεπάλληλων μνημονίων, όπου υποθηκεύθηκε ανέκκλητα το μέλλον της Ελλάδας, αφότου ένα μεγάλο μέρος της Κρατικής Περιουσίας κατέστη υπέγγυο δια λόγους εμπράγματης ασφάλειας ως προς τους δανειστές μας, προκειμένου να ρυθμιστεί το «δημόσιο χρέος» παρά τα όσα κατά την περίοδο εκείνη είχαν αποκαλυφθεί δια τη μετακύλιση του ιδιωτικού εις το δημόσιο χρέος.
Εκ κατακλείδι, υπομημνίσκω ότι η ζοφερά εκείνη ιδιαίτερα δυσχερής περίοδος δια την Ελλάδα, επί κυβερνήσεως του κ. Τσίπρα, ότι κατά το διαβόητο δημοψήφισμα, όπου το ηχηρό «όχι» του Ελληνικού λαού, μετετράπη εν μία νυκτί εις «Ναι».