Η ψευδαίσθηση του εμβολίου

Δύο μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες, η Pfizer και η Moderna, μας διαβεβαιώνουν πως τα εμβόλια κατά της Covid-19 είναι κατά 95% αποτελεσματικά – επίσης αρκετά ασφαλή, για να παρέχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.

Δύο μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες, η Pfizer και η Moderna, μας διαβεβαιώνουν πως τα εμβόλια κατά της Covid-19 είναι κατά 95% αποτελεσματικά – επίσης αρκετά ασφαλή, για να παρέχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.

Βασίλης Βιλιάρδος*

Για να εκτιμήσουμε τώρα τις υποσχέσεις τους, γνωρίζοντας πως ως επιχειρήσεις, η πρώτη προτεραιότητα τους είναι το κέρδος και όχι η υγεία μας, θα πρέπει να ενημερωθούμε για την πραγματική διαδικασία και για τα ακριβή αποτελέσματα των δοκιμών – τα οποία ήταν τα εξής: Στη δοκιμή, στο τεστ δηλαδή της Pfizer, συμμετείχαν 44.000 εθελοντές – από τους οποίους οι μισοί έλαβαν το εμβόλιο, ενώ οι άλλοι μισοί ένα εικονικό φάρμακο, χωρίς να γνωρίζει ο καθένας τι ακριβώς πήρε. Στη συνέχεια, οι ερευνητές περίμεναν να δουν πόσοι από τους εθελοντές της μίας και της άλλης ομάδας προσβλήθηκαν με Covid.
Τελικά, η εταιρία ανέφερε πως από τις 170 περιπτώσεις Covid που παρουσιάσθηκαν, οι 162 προήλθαν από την ομάδα του εικονικού φαρμάκου και οι 8 από την ομάδα των εμβολίων. Με βάση τώρα τα συγκεκριμένα νούμερα, δηλαδή με το ότι από τις 170 περιπτώσεις, μόνο οι 8 ήταν από την ομάδα του εμβολίου, συμπέρανε, ισχυρίσθηκε καλύτερα, πως έχει 95% αποτελεσματικότητα (100×162/170).
Συνολικά λοιπόν, το 0,368% των 44.000 εθελοντών προσβλήθηκαν από Covid χωρίς να γνωρίζει κανείς την αιτία – ενώ αυτό το μικροσκοπικό δείγμα αποτελεί το θεμέλιο της αποτελεσματικότητας του εμβολίου κατά 95%! Ακόμη δε και αν το 3% της εθελοντικής ομάδας δοκιμών είχε προσβληθεί από τον ιό, θα επρόκειτο για 1.320 άτομα – τα οποία συνεχίζουν μεν να αποτελούν ένα πολύ μικρό δείγμα, αλλά θα ήταν τουλάχιστον πιο πειστικό συγκριτικά με τα μόλις 162 (0,386%).
Πολύ πιο πειστικό όμως θα ήταν, εάν το τεστ διενεργούταν σε 100 στελέχη της εταιρίας – ή σε 100 πολιτικούς που το υποστηρίζουν. Σε μία τέτοια περίπτωση, αφού εμβολιαζόταν, θα έπρεπε να εκτεθούν για παράδειγμα σε ένα θάλαμο γεμάτο με ασθενείς Covid, χωρίς μάσκες ή προστατευτικά εργαλεία – έτσι ώστε να έρχονται σε επαφή με τον ιό. Εάν παρέμεναν υγιείς οι 95, τότε θα έπειθαν πως πράγματι το εμβόλιο είναι ασφαλές κατά 95%.
Προφανώς, κανένας δε θα αρνούνταν να πάρει το εμβόλιο κατά της ιλαράς και να εκτεθεί σε ένα περιβάλλον με ασθενείς που έχουν ιλαρά – αφού είναι 100% ασφαλές. Εάν λοιπόν το δεχόντουσαν τα στελέχη των φαρμακευτικών ή οι πολιτικοί, τότε θα είμαστε σίγουροι – ενώ εάν όχι, θα είχαμε εύλογα μεγάλες αμφιβολίες.
Δε θα έφτανε όμως μόνο αυτό, αφού το επόμενο που θα έπρεπε να γνωρίζουμε είναι εάν τα εμβολιασμένα άτομα μπορούν να μεταδώσουν τον ιό σε άτομα που δεν έχουν εμβολιασθεί – κάτι για το οποίο δε μας έχουν πει τίποτα ακόμη οι παραπάνω φαρμακευτικές. Για να δοκιμασθεί, θα έπρεπε τα 100 στελέχη ή οι 100 πολιτικοί που μας διαβεβαιώνουν πως είναι ασφαλές, αφού εμβολιασθούν, να συγκεντρωθούν σε ένα χώρο με ελλιπή εξαερισμό, με άλλα 100 μη εμβολιασμένα άτομα για κάποιο χρονικό διάστημα – έστω δύο ώρες καθημερινά για δύο εβδομάδες και μετά να ερευνηθούν τα αποτελέσματα.
Το ίδιο «δοκιμαστικό πρωτόκολλο» θα έπρεπε να επαναληφθεί με άλλα 100 άτομα – από τα οποία τα 50 με χρόνιες παθήσεις και τα υπόλοιπα ηλικίας 65 ετών και άνω. Επίσης κάτι ανάλογο, με 100 άτομα που έχουν αυτοάνοσες διαταραχές (autoimmune disorders, διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος) ή/και οικογενειακό ιστορικό με τέτοιες διαταραχές – σημειώνοντας πως δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος για να ανακαλύψει κανείς τις δυνητικά επιβλαβείς συνέπειες του εμβολίου σε εκείνους με τάση για αυτοάνοσες διαταραχές, εκτός από τη συνεχή έκθεση τους στον ιό για παρατεταμένες χρονικές περιόδους.
Τέλος, θα έπρεπε να παρακολουθούνται όλοι οι εθελοντές καθημερινά για έξι μήνες, έτσι ώστε να ερευνηθούν τυχόν παρενέργειες του εμβολίου – αν και πρόκειται για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αφού στην ουσία χρειάζονται χρόνια, αλλά τουλάχιστον αρκετό για να υπάρξει μία βάση ασφαλείας. Σε κάθε περίπτωση, μόνο τα αποτελέσματα αυτών των δοκιμών θα οδηγούσαν στα εξής απολύτως απαραίτητα συμπεράσματα – προτού εμβολιασθούν «τυφλά» εκατομμύρια άνθρωποι με ανυπολόγιστες συνέπειες:

(α) Θα προσφέρει προστασία το εμβόλιο, έναντι της παρατεταμένης έκθεσης στον Covid;
(β) Μπορούν τα εμβολιασμένα άτομα να μεταδώσουν τον ιό, σε άτομα που δεν έχουν εμβολιασθεί;
(γ) Θα προστατεύσει το εμβόλιο άτομα που κινδυνεύουν, χωρίς να προκαλέσουν δυσμενείς επιπτώσεις στις πιο ευάλωτες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με αυτοάνοσες διαταραχές;

Από την άλλη πλευρά, ακόμη και αν υποθέσουμε πως το εμβόλιο πράγματι είναι κατά 95% αποτελεσματικό, το 5% στα 11.000.000 πληθυσμό της Ελλάδας είναι 550.000 άτομα – καθόλου μικρός αριθμός, ειδικά εάν ο ιός μεταφέρεται από αυτούς που θα έχουν εμβολιασθεί σε όλους.
Εάν τώρα δεν είναι κατά 95% αποτελεσματικό ή έχει σοβαρές παρενέργειες, ποιες θα είναι οι επιπτώσεις του στην εμπιστοσύνη των ανθρώπων; Δε θα αρνηθούν αρκετοί να εμβολιασθούν, έως ότου διαπιστώσουν τα αποτελέσματα στους άλλους, περιμένοντας ίσως ένα νέο καλύτερο ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο; Πόσοι από αυτούς θα προσβληθούν από τους ήδη εμβολιασμένους;
Όλα αυτά οδηγούν σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα: στο ότι απαιτείται η άμεση βελτίωση του συστήματος υγείας για να μπορέσει να ανταπεξέλθει, με κάθε κόστος, όπως στην περίπτωση ενός επικείμενου πολέμου που προηγείται ο στρατιωτικός εξοπλισμός από κάθε τι άλλο – είτε προληπτικά, είτε κατασταλτικά. Επίσης, στο ότι δεν πρέπει να υπάρξει κανένας απολύτως εφησυχασμός με την προοπτική ενός εμβολίου, που ασφαλώς δεν έχει δοκιμασθεί επαρκώς – ενώ αυτά που συμβαίνουν απαιτούν ιατρική φροντίδα σε πρωτοφανή κλίμακα.
Σε μία χώρα δε όπως η Ελλάδα, με κατεστραμμένο το σύστημα υγείας της από τα μνημόνια (θυμίζουμε εδώ το κείμενο του υπευθύνου του ΔΝΤ, του κ. Thomsen από το 2016, σύμφωνα με το οποίο τα εξής: «η αποσύνθεση των υποδομών εμποδίζει την ανάπτυξη, διακυβεύοντας την παροχή βασικών δημόσιων υπηρεσιών, όπως είναι οι μεταφορές και η υγειονομική περίθαλψη»), το πρόβλημα θα είναι πολύ μεγάλο – ενώ η απόφαση του ανεξέλεγκτου ανοίγματος των συνόρων μας στον τουρισμό το καλοκαίρι ήταν εγκληματική.
Ο πρωθυπουργός δεν έπρεπε να υποκύψει στις πιέσεις της γερμανικής TUI μέσω της καγκελαρίου, ανοίγοντας τα σύνορα στον τουρισμό χωρίς τα ανάλογα τεστ και με λανθασμένο λογισμικό – κάτι που θα επιβαρύνει σε μεγάλο βαθμό την οικονομία μας (αφού ο κάθε μήνας κλειδώματος κοστίζει περί τα 5 δις€ σύμφωνα με τον υπουργό οικονομικών, ενώ οι
επιχειρήσεις μας θα χάσουν 50 δις€ τζίρο το 2020), καθώς επίσης το υγειονομικό μας σύστημα, αλλά και την υγεία μας. Ελπίζουμε δε να μη ληφθούν λανθασμένες αποφάσεις στο θέμα των εμβολίων προτού αναλυθούν όλα τα δεδομένα που αναφέραμε – ενώ φυσικά υπάρχουν πολύ περισσότερα που γνωρίζουν οι ειδικοί επιστήμονες.
Όσον αφορά το lockdown, το πρώτο ήταν εντελώς αχρείαστο στη χώρα μας λόγω των κλιματικών συνθηκών, οπότε άδικα το πληρώσαμε πανάκριβα – ενώ το σημερινό απλά θα καθυστερήσει τις εξελίξεις με τεράστιο κόστος, χωρίς να τις εμποδίσει τελικά. Είναι δυστυχώς θλιβερή η κακοδιαχείριση στην Ελλάδα εκ μέρους των κυβερνήσεων της – ενώ είναι η αιτία του σημερινού μας καταντήματος, παρά το ότι η χώρα μας είναι πάμπλουτη, με πάρα πολλές δυνατότητες.
*Ο Βασίλης Βιλιάρδος (Ζάκυνθος, 1955) είναι Έλληνας οικονομολόγος, επιχειρηματίας και πολιτικός. Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, εξελέγη βουλευτής επικρατείας με την Ελληνική Λύση. Σπούδασε στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ). Ακολούθως, συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, εκπονώντας τη διπλωματική εργασία του με στόχο τη διδακτορική διατριβή.

Exit mobile version