Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την παρακαταθήκη των προγόνων του. Ο κ. Δένδιας αποκάλυψε ότι ο πατέρας του έλεγε ότι κατάγονται από την ένδοξη οικογένεια Σπηρομήλιου, από την ηρωική Χειμάρρα, που πρωτοστάτησε στους εθνικούς αγώνες.
Σάββας Καλεντερίδης*
Την Πέμπτη 15 Απριλίου 2021, είδαμε τον κύριο Νίκο Δένδια στην Άγκυρα να απαντά στις προκλήσεις του Τούρκου ομολόγου του Μεβλούτ Τσαβούσογλου με τρόπο που όχι μόνο ικανοποίησε αλλά έκανε και υπερήφανους τους περισσότερους Έλληνες, ή καλύτερα τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, όπως προκύπτει από τα σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το μόνο θέμα που δεν έθεσε ο κ. Δένδιας, ήταν αυτό της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο, ενώ θα ήταν μάλλον καλύτερα να μην αναφερθεί στη «λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας», γιατί αυτό θα οδηγήσει στην καταστροφή την Κύπρο.
Δόγμα της Ελλάδας και της Κύπρου πρέπει να είναι η απελευθέρωση των κατοίκων του νησιού, Ελλήνων και Τούρκων, από την τουρκική κατοχή, για να μπορέσουν να ζήσουν ελεύθερα και σε καθεστώς ασφάλειας που το εγγυώνται το ευρωπαϊκό κεκτημένο και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Πάμε τώρα πίσω στα της Άγκυρας…
Η συνάντηση αυτή ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Και τη χαρακτηρίζω αποτυχημένη, γιατί οι υπουργοί Εξωτερικών συναντώνται για να λύσουν προβλήματα και όχι για να προσθέσουν νέα στα υφιστάμενα. Και η συνάντηση της Άγκυρας μάλλον πρόσθεσε, ή για την ακρίβεια περιέπλεξε τα προβλήματα.
Όσο για τη συνέντευξη Τύπου, από τεχνοκρατικής άποψης αυτή κι αν ήταν μεγάλη αποτυχία, ασχέτως αν έδωσε την ευκαιρία στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών να θέσει δημοσίως και με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις ελληνικές θέσεις, κάτι που εξ αντικειμένου μάλλον απέφευγαν να πράξουν επί σειρά ετών οι προκάτοχοί του.
Η παράθεση επιχειρημάτων από πλευράς του εκ Χειμάρρας Νίκου Δένδια έμοιαζε με ηχηρές… σφαλιάρες, που έπεφταν η μία μετά την άλλη στις παρίες του Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι οι «σφαλιάρες» αυτές ακούστηκαν μέχρι τις Βρυξέλλες, οι οποίες ευθύνονται για την αποτυχία της συνάντησης. Οι Βρυξέλλες – και στο βάθος Βερολίνο – επέβαλαν αυτή τη συνάντηση αλλά και τη μελλοντική Μητσοτάκη – Ερντογάν, αφού πρώτα άνοιξαν το δρόμο με τις διερευνητικές.
Ο λόγος για τον οποίο Βρυξέλλες – Βερολίνο επεδίωξαν τον ελληνοτουρκικό διάλογο, ήταν ο εξής: Η Κύπρος και η Ελλάδα δράττοντας την ευκαιρία που τους πρόσφερε η Τουρκία με τις πειρατικές της ενέργειες στην οριοθετημένη ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα της Κύπρου και στη μη οριοθετημένη αλλά ελληνική με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, μετέφεραν το θέμα στα όργανα της ΕΕ μετατρέποντας έτσι το πρόβλημα σε ευρωτουρκικό κατά ένα μεγάλο βαθμό.
Αυτό δεν άρεσε στην Άγκυρα, όπως δεν άρεσε και σε Βρυξέλλες – Βερολίνο. Ήταν βαρύ φορτίο για την κ. Μέρκελ και τον κ. Μπορέλ. Αυτός ήταν και ο λόγος που ήθελαν να το αποτινάξουν από τις πλάτες τους και να το ξαναφορτώσουν στις πλάτες της Ελλάδας μέσω των διερευνητικών και των συναντήσεων των ΥΠΕΞ και των Μητσοτάκη – Ερντογάν.
Η Τουρκία είχε έναν επιπλέον λόγο να επιδιώκει το «διάλογο» με την Ελλάδα, καθώς ήταν προϋπόθεση να ανοίξει ξανά ο δρόμος για την Ευρώπη. Και η Τουρκία θέλει επειγόντως να τα «βρει» με την Ευρώπη, αφενός για να έχει ερείσματα στην «πολυμερή διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο» και αφετέρου για να αντισταθμίσει το κενό που έχει δημιουργηθεί με την αποχώρηση Τραμπ και την ανάληψη της εξουσίας από τον Μπάιντεν. Όμως, για να αρχίσει ο διάλογος, έπρεπε να πέσουν οι τόνοι και να δοθεί τέλος στην κρίση διαρκείας που προκάλεσε η Τουρκία με τις πειρατικές της ενέργειες.
Μέχρι εδώ θα μπορούσε να πει κανείς όλα καλά, ή σχεδόν καλά. Άλλωστε, ποιος δ θέλει το διάλογο, ή μάλλον ποιος μπορεί να αρνηθεί το διάλογο; Όμως εδώ έγινε ένα λάθος και από τις Βρυξέλλες και από την Αθήνα (κυρίως από την Αθήνα).
Ενώ η επισπεύδουσα πλευρά ήταν η Τουρκία, δεν τέθηκαν οι κατάλληλοι όροι και προϋποθέσεις που θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά σε σκηνές όπως αυτές που βίωσαν οι διαπραγματευτές στα κλειστά δωμάτια, αλλά και ο… Τσαβούσογλου στη συνέντευξη Τύπου. Ο μοναδικός όρος που τέθηκε ήταν η απόσυρση του Ορούτς Ρέιτς, του Μπαρμπαρός και του Γιαβούζ από τις ελληνικές θάλασσες. Όμως αυτό έδωσε στην Τουρκία την εντύπωση ότι η ΕΕ δεν ενοχλείται από τις άλλες διεκδικήσεις της και αυτό θεωρήθηκε ως «πράσινο φως» των Βρυξελλών να συνεχιστούν όλες οι άλλες προκλήσεις εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου, ακόμα και μετά την έναρξη των διερευνητικών επαφών.
Πάνω σ’ αυτό το υπόβαθρο οι Τούρκοι διαπραγματευτές, αλλά και ο κ. Τσαβούσογλου, ξεδίπλωσαν το σύνολο των απαράδεκτων και εξωφρενικών διεκδικήσεών τους έναντι της Ελλάδος στις συναντήσεις της Άγκυρας, γεγονός που έβγαλε από τα ρούχα του τον κ. Δένδια, για να απαντήσει κι αυτός με τη σειρά του με τον τρόπο που το έπραξε, κάνοντας υπερήφανους όλους τους Έλληνες.
Η στάση Δένδια επαναλαμβάνουμε ήταν σωστή και καταγράφεται στις θετικότερες εμφανίσεις Έλληνα υπουργού Εξωτερικών τις τελευταίες δεκαετίες.
Όμως δεν είναι αρκετή για να αντιμετωπιστεί η τουρκική επιθετικότητα. Μάλιστα, θα έχει ενδιαφέρον να ζητήσει από το ΕΛΙΑΜΕΠ μια έκθεση (που ελπίζουμε να μην τη… διαρρεύσει από τον προσωπικό του λογαριασμό ο κ. Ντόκος στην τουρκική πρεσβεία στις Βρυξέλλες, προτού τη διαβάσει ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών), για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί ριζικά η τουρκική επιθετικότητα.
Να δούμε τι θα του πουν τα ξεφτέρια του ΕΛΙΑΜΕΠ του κ. Δένδια και για τη στάση του στην Άγκυρα. Ειδικά αυτό το κομμάτι της έκθεσης θα έχει ενδιαφέρον.
Τιμή και δόξα στους ξεχασμένους ήρωες της Χειμάρρας που μας τους ξαναθύμισε ο κ. Δένδιας με τη στάση του.
*Ο Σάββας Καλεντερίδης (Βέργη Σερρών, 1960) είναι Έλληνας αξιωματικός εν αποστρατεία, πρώην πράκτορας της ΕΥΠ και μετέπειτα συγγραφέας και γεωστρατηγικός αναλυτής.