Παναγιώτης Σωτήρης
© in.gr
Σύμφωνα με ένα αφήγημα που αναπαράγεται σε μεγάλο μέρος των δυτικών ΜΜΕ, η τρέχουσα κρίση γύρω από την Ουκρανία είναι αποτέλεσμα μιας σχεδόν εγγενούς ρωσικής επιθετικότητας, που απειλεί την ακεραιότητα της Ουκρανίας και η οποία καθιστά αναγκαία τη δυτική υποστήριξη, ακόμη και ένοπλα, στη χώρα που βρίσκεται υπό την απειλή αμφισβήτησης της ακεραιότητας. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά θα διαπιστώσει, ότι αυτό που τίθεται είναι πολύ περισσότερο μια σύγκρουση, γύρω από το πώς θα δομηθεί η συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη, σύγκρουση με αρκετό ιστορικό βάθος.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΕΛΣΙΝΚΙ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Μία κρίσιμη πλευρά του προηγούμενου Ψυχρού Πολέμου ήταν ο τρόπος που η Ευρώπη κινδύνευε να είναι το θέατρο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, αφού ήταν ακριβώς το πεδίο όπου βρίσκονταν σε αντιπαράθεση οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Η πραγματικότητα αυτή οδήγησε, ήδη από τη δεκαετία του 1970, στην αναζήτηση άλλων δομών συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη και δη με όρους που να υπερβαίνουν τη διαίρεσή τους. Η Τελική Πράξη του Ελσίνκι το 1975 ήταν μια τέτοια στιγμή, έστω και εάν αφορούσε περισσότερο το συμβολικό επίπεδο, αφού η διαίρεση παρέμενε ενεργή. Τότε ήταν που συμπεριλήφθηκε και η αρχή του αδιαίρετου χαρακτήρα της ασφάλειας στην Ευρώπη, θέση που θα επαναληφθεί και αργότερα.
Η «Πτώση του Τείχους» και η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας θεωρήθηκε ότι άνοιγε το δρόμο ακριβώς για μια τέτοια αντίληψη της συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη, κυρίως μέσα από φορείς όπως ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη.
Ωστόσο, αυτό δεν προχώρησε πολύ, κυρίως γιατί οι ΗΠΑ επέμειναν εμπράκτως στη διατήρηση του ΝΑΤΟ ως βασικού μηχανισμού ασφαλείας που θα εγγυάτο ταυτόχρονα και την ηγεμονία τους. Βέβαια έχει ενδιαφέρον, ότι εκείνη την περίοδο (και πριν τη διάλυση της ΕΣΣΔ) διατυπώθηκε η θέση, ότι θα έπρεπε να υπάρχουν όρια στην επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, εάν και αυτή η θέση ήταν ποτέ δεσμευτική. Πάντως για τη ρωσική πλευρά, οι αρχικές δεσμεύεις θεωρήθηκε ότι συνέχισαν να έχουν ισχύ και αυτό αποτυπώθηκε και στην αρνητική τοποθέτηση στη συνέχεια ενάντια στις διαδοχικές διευρύνσεις του ΝΑΤΟ.
Η ρωσική θέση ήταν, ότι δεν έπρεπε να διαμορφωθεί μια πλήρης «υγειονομική ζώνη» κρατών – μελών του ΝΑΤΟ στα σύνορά της, μια που αυτό θα διαμόρφωνε όρους απειλής για τη δική της ασφάλεια. Αυτό εντάθηκε όταν ως ένα βαθμό κάτι διαμορφώθηκε με τη δυνατότητα π.χ. του ΝΑΤΟ να έχει παρουσία στις βαλτικές δημοκρατίες, στην Πολωνία, αλλά και στη Ρουμανία.
Αυτό αποτυπώθηκε στη στρατιωτική παρέμβαση στη Γεωργία το 2008 και λίγα χρόνια μετά σε σχέση με την ουκρανική κρίση του 2014, ιδίως όταν έγινε σαφές ότι οι ΗΠΑ είχαν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διαμόρφωση μιας ουκρανικής κυβέρνησης, με σαφή φιλοδυτικό προσανατολισμό.
ΟΙ ΔΥΟ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ
ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Οι ΗΠΑ επισήμως υποστηρίζουν την επέκταση του ΝΑΤΟ, ανεξάρτητα εάν για τακτικούς λόγους επιλέγουν να μην επιταχύνουν διαδικασίες. Η ρητή θέση είναι, ότι όποια χώρα επιθυμεί να ενταχθεί σε ένα συλλογικό φορέα που αντιπροσωπεύει την «ατλαντική» ή «δυτική» οπτική, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να το κάνει.
Αυτό, άλλωστε, αποτυπώνεται και στον τρόπο που το ΝΑΤΟ μετατοπίζει και την ίδια τη ρητορική του προς τη λογική του οργανισμού συλλογικής ασφαλείας, που εκπροσωπεί το σύνολο των χωρών που αυτοπροσδιορίζονται ως «Δύση», απέναντι όχι μόνο απέναντι στην τρομοκρατία αλλά και τη Ρωσία ή την Κίνα, έστω και εάν σε αντίθεση με τον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο δεν έχουμε να κάνουμε με μια αντιπαράθεση οικονομικών και κοινωνικών συστημάτων, εφόσον και η Κίνα και η Ρωσία είναι ενταγμένες στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς.
Το ενδιαφέρον είναι ότι σε σχέση με την έννοια της συλλογικής ασφάλειας, αυτή δεν ορίζεται τόσο με όρους «γεωπολιτικού ρεαλισμού» και ισορροπίας δυνάμεων, όπως αυτό συνέβαινε στον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο, αλλά πολύ περισσότερο ως κλιμακούμενη σύγκρουση, που δεν αφορά μόνο τις αμφισβητήσεις της εδαφικής ακεραιότητας ή της κυριαρχίας, αλλά επεκτείνεται και σε θέματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και η συμμόρφωση με ένα δυτικό ιδεότυπο «δημοκρατίας».
Με αυτή την έννοια πλέον, το ζήτημα δεν αφορά τη διεθνή συμπεριφορά των κρατών αλλά και την εσωτερική τους πολιτική συγκρότηση. Και βέβαια, σε αυτό το πλαίσιο, η αντιπαράθεση δε διεξάγεται μόνο με όρους πολιτικο-στρατιωτικής σύγκρουσης, αλλά και μέσα όπως οι κυρώσεις, οριακά με την προσπάθεια αποκλεισμού από το σύνολο των «δυτικών» οικονομικών δικτύων και πρακτικών.
Από την άλλη μεριά, η ρωσική πλευρά δείχνει να επιμένει σε μια προηγούμενη εκδοχή συλλογικής ασφάλειας, που ιστορικά εκπροσωπήθηκε από ένα φάσμα θεσμών από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μέχρι τον ΟΑΣΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συλλογική ασφάλεια εξασφαλίζεται με μηχανισμούς παροχής αμοιβαίων εγγυήσεων ασφάλειας, σεβασμού των εκατέρωθεν αμφιβολιών, αποφυγής επιθετικών ενεργειών ως προς τη διάταξη των οπλικών συστημάτων (π.χ. ως προς την τοποθέτηση αντιβαλλιστικών συστοιχιών, που όταν μιλάμε για πυρηνικές δυνάμεις είναι και επιθετικά όπλα) και βέβαια με μια λογική που θεωρεί ότι τα εσωτερικά ζητήματα των χωρών αποτελούν παράγοντα διεθνούς παρέμβασης μόνο στη βάση μιας ευρύτερης συναίνεσης και σε οριακές περιπτώσεις και άρα δεν τίθεται θέμα π.χ. ένοπλης εξαγωγής δημοκρατικών θεσμών.
Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΣΤΑΣΗΚΑΙ ΟΙ ΡΩΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν ενδιαφέρον οι διαφορετικές τοποθετήσεις που έχουν καταγραφεί μέσα στη συγκυρία της τρέχουσας κλιμάκωσης της έντασης.
Οι ΗΠΑ, που έχουν σταδιακά μετατοπίσει το δόγμα ασφάλειάς τους με τρόπο, που σαφώς να θεωρεί τη Ρωσία αντίπαλο (αλλά και την Κίνα ως «ανταγωνιστή»), την ώρα που ανάλογες μετατοπίσεις αποτυπώνονται και στο δόγμα του ΝΑΤΟ, δείχνουν να επιμένουν σε μια αντίληψη, ότι αυτή τη στιγμή αυτό που διακυβεύεται είναι η στάση που θα κρατήσουν οι δημοκρατίες απέναντι στα αυταρχικά καθεστώτα και θεωρούν ότι σε αυτό το πλαίσιο, δεν τίθενται ζητήματα αρχής ως προς το μέχρι που θα φτάσουν οι δομές του ΝΑΤΟ, ή για το εάν θα προσφερθεί πολεμικός εξοπλισμός, σε χώρες που το επιθυμούν και τον χρειάζονται. Σε αυτό το πλαίσιο, οι όποιες επιλογές αποφυγής κλιμάκωσης αποτελούν απλώς τακτικές επιλογές για την αποφυγή εντάσεων και δεν αναιρούν το γενικότερο προσανατολισμό.
Η Ρωσία από την άλλη, με ανακοίνωση του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών στις 11 Δεκεμβρίου, διατυπώνει την ανάγκη να επιστρέψει η αρχή τη αδιαίρετης ασφάλειας και να υπάρξουν δεσμευτικές συμφωνίες, που να περιλαμβάνουν την ανάκληση της υπόσχεσης του ΝΑΤΟ για ένταξη Ουκρανίας και Γεωργίας, για την εγκατάσταση επιθετικών οπλικών συστημάτων κοντά στα ρωσικά σύνορα, για τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ, για συμφωνημένη απόσταση ανάμεσα στα πεδία στρατιωτικών ασκήσεων και τη «γραμμή επαφής» Ρωσίας και ΝΑΤΟ, για επανεκκίνηση διαδικασιών διαλόγου ανάμεσα στα υπουργεία Άμυνας τόσο σε επίπεδο Ρωσίας – ΗΠΑ όσο και Ρωσίας – ΝΑΤΟ και για εκ νέου αξιοποίηση του ΟΑΣΕ ως μηχανισμού για τη συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη.
Σε αυτό το φόντο, έχει επίσης ενδιαφέρον να δούμε, πώς διαμορφώνονται και οι εκατέρωθεν απειλές για απάντηση σε περίπτωση κλιμάκωσης. Η Ρωσία έχει κάνει σαφές, ότι θα απαντήσει σε οτιδήποτε παραβιάζει τις «κόκκινες γραμμές» που έχει θέση σε σχέση με την Ουκρανία, δηλαδή είτε σε περίπτωση που το Κίεβο δοκιμάσει επιθετικές ενέργειες, σε σχέση με τις ανατολικές επαρχίες, είτε σε περίπτωση που δρομολογηθεί η ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ έχουν δηλώσει ότι θα απαντήσουν με μεγάλης κλίμακας και κόστους οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, αποφεύγοντας να μιλήσουν για στρατιωτική δράση, αν και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ εμμέσως έχουν κάνει σαφές, ότι θα συνδράμουν τουλάχιστον σε εξοπλισμό.