Εν τω πλαισίω μίας δημοκρατικής κοινωνίας, ο καθείς δύναται να ασκεί απροσκόπτως το δικαίωμα εις την ελευθερία έκφρασης της γνώμης, αρκεί να μην υπερβαίνει το αναγκαίο όριο και μέτρο το οποίο ελέγχεται δικαστικά δυνάμει της εφαρμογής ορισμένων θεμελιωδών αρχών, όπως αυτές απορρέουν εκ του Συντάγματος αλλά και από έτερες ισόκυρες Διεθνείς ή Ευρωπαϊκές Συμβάσεις, καίτοι τούτο ουδόλως εφαρμόζεται εκ της κυβερνήσεως, έχοντας θεσπίσει μία ιδιότυπη μορφή δικτατορίας δια της ασκήσεως ωμής και ιταμής λογοκρισίας, όπως τοιαύτη αναδύεται από τη σύγχρονη Ιερά εξέταση της πολιτικής ορθότητας, όπως ελεύθερες απόψεις κατακρίνονται και εξοστρακίζονται ως ψευδείς ή ακραίες.
Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς*
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
ΕΛΛΗΝΟΚΑΝΑΔΙΚΑ ΝΕΑ
Το μείζον εν τοιαύτη περιπτώσει, ερώτημα, έγκειται, ότι οι μηχανισμοί του συστήματος μετέρχονται δύο θεμελιώδη εργαλεία καθυποταγής της κοινής γνώμης, τα οποία ενισχύουν ήδη την υφιστάμενη νομική φαρέτρα τους, αυτά ταύτα καθίστανται τα εξής :
Αφενός μεν ο νόμος περί ρατσισμού, το οποίο συνιστά έναν εύσχημο τρόπο εξουδετέρωσης των αντιφρονούντων, και επιβολής πιστοποίησης φρονημάτων, υπό την έννοια ότι υπάγεις συλλήβδην όποιον δεν υπακούει προς τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας ότι είναι επικίνδυνος δια την δημόσια τάξη και δια τα καθεστωτικά ειωθότα προκειμένου, να το εξουδετερώσεις και να απαλλαγείς, διότι με την υποβολή μίας μηνυτήριας αναφοράς, ανεξαρτήτως εάν θα ευδοκιμήσει ή όχι ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου μία τέτοια υπόθεση, εκ παραλλήλου του προσάπτεται τεχνηέντως και το στίγμα, του οιονεί αντιρρησία ή άλλως αντιστασιακού.
Εξ ετέρου, οι διάφοροι εγκατεσπαρμένοι μηχανισμοί οι οποίοι έχουν θεσμοθετηθεί και να αστυνομεύουν ουσιαστικά την ιδιωτική σκέψη λογοκρίνοντας αισχρά και χυδαία οιαδήποτε άποψη.
Ασφαλώς βεβαίως, επιβάλλεται να τηρούνται εκατέρωθεν και ισορροπίες και να είμεθα εις το μέτρο του δυνατού ακριβοδίκαιοι και αμερόληπτοι, διότι υπάρχει και μία μερίδα πολιτών οι οποίοι δεν τηρούν συνειδητά την νομιμότητα και η δόλια προαίρεσή τους ουδόλως καθίσταται αγαθή, εννοώ ότι επιθυμούν κατά το μάλλον ή ήττον να προβοκάρουν παρά να πληροφορήσουν ή άλλως να εκθέσουν αναιτιολόγητα ή να επιβάλλουν την άποψή τους.
Η ειδοποιός διαφορά περί αυτού, προς αποκατάσταση της αλήθειας είναι ότι ήδη η υφιστάμενη αστική, ποινική και διοικητική νομοθεσία καθίσταται υπερεπαρκής προκειμένου να παταχθεί δεόντως και προσηκόντως τέτοιου είδους φαινόμενα διασποράς ψευδών ειδήσεως.
Τα λοιπά προαναφερθέντα εργαλεία καθίστανται εκ του περισσού και συνιστούν πρόσθετα μέσα του συστήματος δια την ύπαρξη των οποίων κατασκεύασαν το αφήγημα, ήτοι της προπαγάνδα προκειμένου να δημιουργήσουν το άλλοθι δια την αδήριτη αναγκαιότητα ύπαρξης τους, ίνα επιβληθεί και να ελέγχεται εκ της καθεστωτικής νοοτροπίας του δόγματος της πολιτικής ορθότητας οιαδήποτε άποψη αντίκειται προδήλως προς στέρεους και σιδηρούς μηχανισμούς του συστήματος πάση θυσία και πάση δυνάμει.
Ως εκ τούτου λοιπόν, το διακύβευμα σήμερα είναι η ελευθερία και δη η δημόσια ελευθερία έκφρασης και διατύπωσης λόγου, διότι τον κυρίαρχο ρόλο διαμόρφωσης μίας ορισμένης σκέψεως έχουν ανυπερθέτως τα μέσα μαζικής ενημερώσεως τα οποία κατ’ εντολήν της εκάστοτε κυβερνήσεως έχουν αναγορευθεί αυτοκλήτως εις 3η εξουσία, προξενώντας αλλεπάλληλα θεσμικά πραξικοπήματα εις τη νομιμότητα καταλύοντας πάσα δικλείδα ασφαλείας του Συντάγματος, παντί τρόπω.
Τρανή απόδειξη της παντοδυναμίας των εξωνημένων μέσων μαζικής ενημερώσεως συλλήβδην τόσον του έντυπου όσο και του ηλεκτρονικού εν γένει Τύπου, είναι η διαπλαστική και η παραμορφωτική ικανότητα, την οποία έχουν προκειμένου να παραχαράσσουν την αλήθεια και να διακινούν υποβολιμιαία μηνύματα εις το συλλογικό υποσυνείδητο, ούτως ώστε, τοιουτοτρόπως να εγκαθιδρύουν μία καινοφανή κίβδηλη πραγματικότητα εκ της υπάρχουσας.
Λίαν προσφάτως, βιώσαμε, την, υπό άλλες συνθήκες, κατάρρευση της κυβερνήσεως και την σύλληψη των κυβερνώντων, διότι μεσούσης της πανδημίας και ενώ άπαντες οι Έλληνες συμμορφώνονταν προς τα δρακόντεια μέτρα υπό την απειλή επαχθών διοικητικών προστίμων και ασκήσεως ποινικών διώξεων, ούχ ήττον, περί των 5.000 Πακιστανών είχαν συγκεντρωθεί εις το κέντρο του Συντάγματος ανενόχλητοι, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με σκοπό να υποδεχθούν το έτος 2022, δίχως την λήψη ουδενός προστατευτικού μέτρου προς αποσόβηση περιστολής του ιού, και όλα ταύτα, κατά την έκρηξη της πανδημίας και ενώ οι συμπολίτες μας δοκιμάζοντο εις τις Μ.Ε.Θ και εις τα θεραπευτήρια.
Την πρωτοφανή αυτή εγκληματική αμέλεια της κυβερνήσεως, ήτοι να καταστεί ή ίδια πρόξενος διάδοσης του ιού, ένεκεν του συνωστισμού καθότι παρέλειψε καίτοι όφειλε, να επέμβει δια της Ε.Λ.Α.Σ, να διαλύσει το πλήθος, το οποίο ευρίσκετο εις το Σύνταγμα απρόσκοπτα επί 5 συναπτές ώρες, την παρασιώπησαν τα μέσα μαζικής ενημερώσεως όπου ουδέποτε το ανέδειξαν.
Η κατάληψη του Συντάγματος έγινε γνωστή μέσω των Πακιστανικών μέσων μαζικής ενημερώσεως, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να απογυμνωθεί και να κλυδωνιστεί εκ των ενόντων, περί του κίβδηλου ενδιαφέροντος δια την δημόσια υγεία, αποδεικνύοντας το πραγματικό απάνθρωπο πρόσωπο δια τους νοσούντες εις τα νοσοκομεία.
Εν κατακλείδι, η Πόλις Εάλω και η Κυβέρνηση ως άλλος έμπορος των «ψυχών» ενδιαφέρεται αμιγώς δια την εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων, υπό το εύσχημο πρόσχημα της δημόσιας υγείας, προκειμένου να εκπληρώσει την Σταυροφορία των εμβολίων.
*Ο Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς είναι δικηγόρος Παρ΄Αρείω Πάγω. Σπούδασε Νομικά στη Νομική Αθηνών Ε.Κ.Π.Α και Δημοσιογραφία στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και έκανε το πρώτο μεταπτυχιακό του στην Πάντειο Σχολή, στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα με τίτλο «Νομικός Πολιτισμός» (Αστικό, Διοικητικό, Ποινικό Δίκαιο και η Ε.Σ.Δ.Α) και το δεύτερο μεταπτυχιακό του, στη Νομική Σχολή Αθηνών στο Δίκαιο της Πληροφορικής, Κοινωνιολογία του Δικαίου και Εκκλησιαστικό Δίκαιο (Ε.Κ.Π.Α). Εκπαιδευθείς ως διαμεσολαβητής στην επίλυση ιδιωτικής φύσεως διαφορών, αστικού και εμπορικού δικαίου, κατά το Ν.3898/2010 κατ’ εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας 2008/52/ΕΚ, Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 1 του Ν.3898/2010 (Α’211).