Το εμπόριο μεταξύ Κίνας και Καναδά έφτασε σε υψηλά ρεκόρ το 2022, με τις εισαγωγές από την Κίνα να ξεπερνούν το όριο των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων για πρώτη φορά, σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας του Καναδά. Οικονομολόγοι και άλλοι παρατηρητές λένε, ότι οι εταιρείες δεν εξετάζουν το παρελθόν και τις πολιτικές εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών, καθώς η ζήτηση αυξάνεται και οι αλυσίδες εφοδιασμού επιστρέφουν στην κανονική λειτουργία σε έναν κόσμο μετά την πανδημία.
Ο Τζέιμς Μπράντερ, καθηγητής οικονομικών στο Sauder School of Business στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας, επεσήμανε ότι ελλείψει κυβερνητικών πολιτικών για το αντίθετο – όπως αυτές που περιορίζουν επί του παρόντος το εμπόριο με τη Ρωσία – οι επιχειρήσεις δε θα δώσουν προτεραιότητα στην πολιτική. «Φυσικά, ναι, υπάρχουν εντάσεις. Αλλά οι οικονομικές ή εμπορικές ροές και η οικονομική δραστηριότητα γενικά, δεν επηρεάζονται πολύ από τις πολιτικές εντάσεις, εκτός εάν υπάρχει μια ρητή πολιτική», εξήγησε ο Brander.
Τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας του Καναδά δείχνουν, ότι ο Καναδάς εισήγαγε αγαθά αξίας ρεκόρ 100.027.968.000 δολαρίων από την Κίνα πέρυσι, τα οποία αυξήθηκαν κατά 16%, από 86 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021. Η μεγαλύτερη κατηγορία εισαγωγών το 2022 ήταν τα καταναλωτικά αγαθά, με 31 δις, ακολουθούμενη από ηλεκτρονικό και ηλεκτρικό εξοπλισμό, αξίας 28 δις.
Τα στοιχεία δείχνουν, ότι οι καναδικές εξαγωγές στην Κίνα έφτασαν επίσης στο ιστορικό υψηλό των 27,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ανακάμπτοντας από την ύφεση που ακολούθησε τη σύλληψη του Κινέζου στελέχους της Huawei, Μενγκ Γουάντζου, το 2018 και την κράτηση των Καναδών Michael Spavor και Michael Kovrig από την Κίνα. Πέρυσι, η Κίνα ήρε την τριετή απαγόρευση της καναδικής canola που επιβλήθηκε μετά τη σύλληψη της Meng, η οποία έκτοτε επέστρεψε στην Κίνα. Ωστόσο, οι εντάσεις μεταξύ της Οτάβας και του Πεκίνου παραμένουν υψηλές, εν μέσω ισχυρισμών για κινεζική παρέμβαση στις καναδικές εκλογές και την επιβεβαίωση της κυβέρνησης για κινεζικές επιχειρήσεις επιτήρησης.
Η Αναστασία Ουφίμτσεβα, διευθύντρια προγράμματος στο Ίδρυμα Ασίας – Ειρηνικού του Καναδά, σημείωσε ότι παρόλο που η οικονομία και η πολιτική είναι «πολύ αλληλένδετες», θα μπορούσε να χρειαστεί πολύς χρόνος για να ευθυγραμμιστούν. Εν τω μεταξύ, οι επιχειρήσεις θα σεβαστούν τη δυναμική του παγκόσμιου εμπορίου και θα αναζητήσουν οικονομικά αποδοτικές λύσεις, εξήγησε. «Δυνητικά στο μέλλον θα μπορούσαμε να δούμε τις αλλαγές στο εμπόριο, θα μπορούσαν να υπάρχουν διακυμάνσεις, αλλά πρέπει ακόμα να είμαστε προσεκτικοί με όλους τους παράγοντες που λαμβάνουν υπόψη οι εταιρείες όταν λαμβάνουν την απόφασή τους».
Η κ. Ufimtseva πρόσθεσε, ότι δεν ήταν εύκολο για τις εταιρείες να βρουν εναλλακτικές λύσεις από την Κίνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. «Αν και πολλές χώρες λένε ότι μετά την πανδημία θέλουν να δημιουργήσουν μια εναλλακτική δομή αλυσίδας εφοδιασμού, είναι ακριβό και δύσκολο να αλλάξει κάτι, όταν μια εταιρεία έχει ιδρυθεί και έχει τους προμηθευτές της. Θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να βρεθούν εναλλακτικές λύσεις για την κατασκευή αυτής της υποδομής», είπε η κ. Ufimtseva.
Πρόσθεσε ότι οι υπάρχουσες αλυσίδες εφοδιασμού είχαν σταθεροποιηθεί μετά τις διακοπές της πανδημίας. Ο οικονομολόγος Daniel Trefler του Πανεπιστημίου του Τορόντο, είπε ότι οι αλυσίδες εφοδιασμού παραγωγής δεν μπορούν να τροποποιηθούν εύκολα. «Φυσικά, αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει», είπε ο Trefler. Είναι αδύνατο να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα δύο, τριών, τεσσάρων ετών».
Το κινεζικό προξενείο στο Βανκούβερ την περασμένη εβδομάδα απέρριψε ένα άρθρο της εφημερίδας Globe and Mail που περιγράφει υποτιθέμενες προσπάθειες εκδίωξης υποψηφίων που θεωρούνται εχθρικοί προς το Πεκίνο. Το προξενείο είπε ότι η έκθεση «δυσφήμησε» την Κίνα.
Το Υπουργείο Άμυνας και οι Καναδικές Ένοπλες Δυνάμεις, από την πλευρά τους, επιβεβαίωσαν την περασμένη εβδομάδα ότι γνωρίζουν τις πρόσφατες προσπάθειες της Κίνας να διεξάγει επιχειρήσεις επιτήρησης στον καναδικό εναέριο χώρο και στα ύδατα. \ © Meta Exchanges, La Presse