Στην πρόσφατη επιστολή της προς τον ΟΗΕ (17 Σεπτεμβρίου 2022) η Τουρκία αμφισβήτησε το εδαφικό καθεστώς των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Θεώρησε ότι είναι απολύτως συνδεδεμένο με τους περιορισμούς ως προς τη στρατιωτικοποίηση που ετέθησαν από τις Συνθήκες της Λοζάνης και των Παρισίων. Οι απόψεις αυτές δεν έχουν καμία σχέση με τη νομική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής που συντάχτηκαν οι Συνθήκες.
Του Άγγελου Μ. Συρίγου*
Όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου απελευθερώθηκαν από τον Ελληνικό Στόλο το 1912-13, με την εξαίρεση των Δωδεκανήσων που είχαν καταληφθεί το 1911-12 από την Ιταλία. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης του Λονδίνου το Μάιο του 1913, η τύχη «πασών των οθωμανικών νήσων του Αιγαίου πελάγους, εκτός της Κρήτης» είχε αφεθεί στην κρίση των Μεγάλων Δυνάμεων. Με διπλωματική διακοίνωση στις 1/13 Φεβρουαρίου 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν από την Ελλάδα να επιστρέψει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την Ίμβρο και την Τένεδο και να διατηρήσει υπό την κυριαρχία της όλα τα άλλα νησιά του Αιγαίου που κατείχε. Η Τουρκία αρνήθηκε να αποδεχθεί τη διακοίνωση και το θέμα έμεινε εκεί λόγω του επακολουθήσαντος Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά τη διάρκεια της Συνδιασκέψεως στη Λοζάνη το 1922-23 η Τουρκία έθεσε θέμα κυριαρχίας επί των νησιών, λέγοντας ότι ήταν ζωτικής σημασίας για την ειρήνη και την ασφάλειά της. Επίσης ήταν γεωγραφικά εξαρτημένα από τη Μικρά Ασία. Ακολούθως ζήτησε την αναγνώριση της τουρκικής κυριαρχίας σε Ίμβρο, Τένεδο και Σαμοθράκη. Απαίτησε ειδικό καθεστώς αυτονομίας για Λήμνο, Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία και διεκδίκησε την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση των συγκεκριμένων νησιών.
Αντιθέτως, η ελληνική πλευρά χρησιμοποίησε επιχειρήματα που συνδέονταν με την πληθυσμιακή σύσταση και την ιστορία των νησιών. Αποδέχθηκε να συζητήσει την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, αλλά τόνισε ότι όλα τα νησιά έπρεπε να παραμείνουν ελληνικά.
Τελικώς, η Συνθήκη της Λοζάνης στα άρθρα 1 έως 26 περιέλαβε, μεταξύ άλλων, διατάξεις για τον καθορισμό των συνόρων της Τουρκίας με τους γείτονές της. Στην Τουρκία δόθηκαν όλα τα νησιά που βρίσκονταν εντός τριών μιλίων από τις τουρκικές ακτές και δεν είχαν εκχωρηθεί ρητώς στην Ελλάδα (π.χ. Σάμος). Επομένως, ό,τι βρίσκεται πέραν των τριών μιλίων από τις τουρκικές ακτές (4.827 μέτρα) δεν ανήκει στην Τουρκία. Παράλληλα, δόθηκαν στην Τουρκία η Ίμβρος και η Τένεδος, υπό τον όρο δημιουργίας ειδικού καθεστώτος αυτονομίας, λόγω του ελληνικού πληθυσμού που κατοικούσε στα δύο νησιά (άρθρα 12 και 14).
Για τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου και κυρίως τα νησιά Λήμνο, Σαμοθράκη, Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία, απλώς επιβεβαιώθηκε η διπλωματική διακοίνωση της 1/13 Φεβρουαρίου 1914 των Μεγάλων Δυνάμεων (άρθρο 12), με την οποία είχαν ήδη δοθεί στην Ελλάδα. Δεν υπήρξε καμία άλλη αναφορά, πλην της συγκεκριμένης διακοινώσεως, ούτε υπήρξε αναφορά σε προηγούμενη τουρκική κυριαρχία. Στο αμέσως επόμενο άρθρο (άρθρο 13) αναφέρθηκε ότι «προς εξασφάλισιν της ειρήνης» θα ετίθεντο περιορισμοί στην αμυντική ικανότητα των Λέσβου, Χίου, Σάμου και Ικαρίας. Η ελληνική κυριότητα δε διασυνδέθηκε με τους περιορισμούς.
Η διατύπωση ως προς το εδαφικό καθεστώς των Δωδεκανήσων ήταν διαφορετική. Στην περίπτωση αυτή, η Τουρκία ρητώς παραιτήθηκε υπέρ της Ιταλίας από τα δικαιώματά της επί των Δωδεκανήσων (άρθρο 15). Πρόκειται για σημαντική διαφορά. Στα Δωδεκάνησα η Τουρκία παραιτείται των δικαιωμάτων της, ενώ στα υπόλοιπα νησιά επιβεβαιώνεται η ελληνική κυριαρχία.
Επίσης, η Τουρκία δείχνει να ξεχνά ότι με τη Συνθήκη αναγνώρισε ρητώς και αποδέχθηκε χωρίς καμία επιφύλαξη ή όρο τα σύνορα της Ελλάδας (άρθρο 26). Επίσης, παραιτήθηκε από κάθε τίτλο και δικαίωμα στα εδάφη και στα νησιά που βρίσκονταν εκτός τουρκικής κυριαρχίας (άρθρο 16). Με δεδομένο ότι η τουρκική κυριαρχία επεκτεινόταν ρητώς μόνο στα νησιά και στις νησίδες που βρίσκονταν μέχρι τρία μίλια από τις ακτές της (άρθρο 6), η Τουρκία έχασε κάθε δικαίωμα πέραν αυτής της ζώνης.
Το 1932 υπεγράφη συνθήκη και ακολούθως συμπληρωματική συμφωνία/πρακτικό (procès-verbal) μεταξύ Τουρκίας και Ιταλίας, η οποία τότε κατείχε τα Δωδεκάνησα. Με αυτές θεσπίστηκε οριοθετική γραμμή που διαχώριζε με σαφήνεια τα νησιά κάθε χώρας. Η οριοθετική γραμμή ακολούθησε την πρόβλεψη της Συνθήκης της Λοζάνης περί παραιτήσεως της Τουρκίας από νησιά που βρίσκονταν πέραν των τριών μιλίων από τις ακτές της. Φυσικά, δεν υπήρχε τότε καθεστώς αποστρατιωτικοποιήσεως για τα Δωδεκάνησα.
Με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947, η Ελλάδα υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα και συνεπώς ανέλαβε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Ιταλίας. Ούτε κι εκεί υπήρξε κάποια επιφύλαξη για την ελληνική κυριαρχία. / © tanea.gr
*Ο Άγγελος Συρίγος είναι αν. καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Βουλευτής ΝΔ στην Α΄ Αθηνών, υφυπουργός Παιδείας