Ένα μήνυμα ακόμη και στο κόμμα του απέστειλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το London School of Economics τη Δευτέρα 28/11. Ο πρωθυπουργός όταν ρωτήθηκε για το ποιο κόμμα σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας είναι πιο κοντά στο να βρουν κοινή κυβερνητική συνισταμένη, απέφυγε να απαντήσει ευθέως. Τουναντίον, ξεδίπλωσε τη στρατηγική της χαμένης ψήφου, θέτοντας το δίλλημα «ή κυβέρνηση με Μητσοτάκη ή κυβέρνηση με Τσίπρα».
Ρεπορτάζ: Μιχάλης Κωτσάκος
© iapopsi.gr
Επίσης, απέφυγε ακόμη και να αναφέρει τη λέξη ΠΑΣΟΚ, αλλά επί της ουσίας έδειξε πως μόνο με το κόμμα του κ. Ανδρουλάκη μπορεί να υπάρξει βιώσιμη συγκυβέρνηση, αλλά σε θεωρητικό επίπεδο. Όμως απέκλεισε κατηγορηματικά τη συνεργασία με την άκρα δεξιά. Και σε αυτή εντάσσει όχι μόνο την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, αλλά και τα άλλα σχήματα που θα κατέλθουν στις εκλογές, δηλαδή τα κόμματα Μπογδάνου και Κρανιδιώτη – Τζήμερου. Απλά, όπως λένε και οι συνεργάτες του πρωθυπουργού, «μας ενδιαφέρουν οι ψηφοφόροι τους, αλλά όχι τα συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα».
Είναι χαρακτηριστικό το πόσο θα πιέσει τα δεξιότερα από τη Ν.Δ. κόμματα η ρήση του πρωθυπουργού στο Λονδίνο: «Οι ψηφοφόροι να γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να υπάρξει καμία συνεργασία, άρα να ξέρουν πως ψηφίζοντας αυτά τα κόμματα προσφέρουν τη διακυβέρνηση στον κ. Τσίπρα». Η στρατηγική του δεν αφορά μόνο το δεύτερο γύρο αλλά και τον πρώτο γύρο των εκλογών, όπου ο κ. Μητσοτάκης επιδιώκει καθαρή πρωτιά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ταυτόχρονα, απέφυγε να αναφερθεί στο ΠΑΣΟΚ. Απλά απάντησε πως «οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι σύνθετο σενάριο είπε και είναι καλύτερο για τη χώρα και τους καιρούς των μόνιμων κρίσεων μια σταθερή μονοκομματική κυβέρνηση που θα παίρνει γρήγορες αποφάσεις». Ο στόχος του πρωθυπουργού είναι προφανής. Στέλνει ένα μήνυμα στους κεντρώους ψηφοφόρους ότι εάν επιλέξουν το ΠΑΣΟΚ δεν ωφελεί τη χώρα, καθώς θα υπάρξει ακυβερνησία και κατ’ επέκταση θα δυσκολέψει τη ζωή τους.
«Η μονοκομματική κυβέρνηση» έσπευσε να διευκρινίσει «δε σημαίνει ότι αποκλείει συνεργασία με ικανά στελέχη από άλλους πολιτικούς χώρους», χωρίς όμως να επεκταθεί περισσότερο.
Κάποιοι διακινούν ως σενάριο ότι μετά τις εκλογές θα υπάρξει προσπάθεια να προσεγγιστούν βουλευτές άλλων κομμάτων που συμφωνούν με την κεντρική κυβερνητική γραμμή. Όμως για να μην πάει το μυαλό σε εξαγορές και αποστασίες, οι συνεργάτες του πρωθυπουργού έσπευσαν να παραπέμψουν σε συνεργασίες με καταξιωμένα πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ο Άκης Σκέρτσος, η Λίνα Μενδώνη, ο Σταύρος Μπένος, που ανέλαβε το δύσκολο έργο της αποκατάστασης της Βόρειας Εύβοιας, και πολλά άλλα που βρίσκονται σε θέσεις κλειδιά της κυβερνητικής μηχανής. Ήδη στο Μαξίμου ελπίζουν να είναι ελεύθερος ο Γιάννης Μανιάτης, δηλαδή να μην είναι υποψήφιος με το ΠΑΣΟΚ, ώστε να αποδεχθεί την πρόσκληση για αξιοποίηση για τα ενεργειακά μετά τις εκλογές.
Η ΠΟΛΩΣΗ
Κυρίαρχη επιλογή του κ. Μητσοτάκη είναι ωστόσο να απευθύνεται σε κεντρώο κοινό (στο Κέντρο κερδίζονται οι εκλογές, σύμφωνα με το σκεπτικό του) καθώς και στους μετριοπαθείς ψηφοφόρους της Ν.Δ. – ακροατήρια, κοινώς, τα οποία δε θα άκουγαν με μεγάλη ευχαρίστηση περί πιθανών προσεγγίσεων του Μητσοτάκη με τη δεξιά της Ν.Δ., ή με την άκρα δεξιά.
Με δεδομένο άλλωστε ότι επιδιώκεται πόλωση με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα, στόχος της κυβέρνησης είναι στην πραγματικότητα να συμπιεστεί εκτός της Ελληνικής Λύσης και το ΠΑΣΟΚ, προβάλλοντας τον κίνδυνο επιστροφής του Τσίπρα, του Πολάκη, του Κατρούγκαλου και των υπολοίπων «αστεριών» της Κουμουνδούρου.
Εξάλλου, η σημασία των μικρότερων κομμάτων (δεξιά και αριστερά) είναι καθοριστική για τον πήχη της αυτοδυναμίας. Συγκεκριμένα, όσο αυξάνονται τα κόμματα που μένουν εκτός Βουλής, τόσο χαμηλώνει το μίνιμουμ εκλογικό ποσοστό για την επίτευξη αυτοδυναμίας. Εξ ου και όσο πιο μακριά από το όριο του 3% για την είσοδο στη Βουλή θα καταγράφονται οι μικρότεροι σχηματισμοί δεξιά της Ν.Δ., τόσο θα αυξάνεται η αισιοδοξία στην Ηρώδου Αττικού.
Ακόμα και οι πρόσφατες έρευνες, που περιλαμβάνουν τις σκληρές συγκρούσεις των πολιτικών κομμάτων για τις παρακολουθήσεις και την ακρίβεια, δείχνουν πως η σειρά των κομμάτων έχει με κάποιον τρόπο παγιωθεί. Παρά την αυξημένη συσπείρωση που παρατηρείται, ωστόσο, ο αριθμός των αναποφάσιστων δεν πέφτει – πράγμα που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των κομματικών επιτελείων, δείχνει πως υπάρχει ένα ακροατήριο που θα μπορούσε να διαμορφώσει το τελικό αποτέλεσμα.
Αυτή είναι η πρώτη δεξαμενή στην οποία στοχεύουν τόσο η Ν.Δ. και ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το ΠΑΣΟΚ. Ενδεικτικά, στην τελευταία δημοσκόπηση της Metron Analysis, από το 12,4% των αναποφάσιστων, το 5% είχε ψηφίσει Ν.Δ. το 2019, το 2,2% ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ και το 6,9% ψήφισε ΠΑΣΟΚ. Οι περισσότερες έρευνες, μάλιστα, δείχνουν πως οι εκροές της Ν.Δ. δεν πάνε σε κανέναν αντίπαλό της, αλλά στη γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων – από αυτό το δεδομένο φαίνεται ότι ναι μεν η Ν.Δ. έχει υποστεί φθορά, όμως η επαναπροσέγγιση με τους ψηφοφόρους της είναι πιο εύκολη απ’ όσο θα ήταν αν οι εκροές αυτές είχαν συγκεκριμένο πολιτικό αποδέκτη.
Η διεκδίκηση των αναποφάσιστων είναι, σε κάθε περίπτωση, επιτακτική για τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, που ψάχνουν τρόπο να διευρύνουν την εκλογική τους επιρροή.
Σε παρόμοιο πλαίσιο, ως δεξαμενή για τρεις διεκδικητές, προσεγγίζεται και η νεολαία. Στην ίδια δημοσκόπηση, στο ποσοστό των αναποφάσιστων, το 19,9% ανήκει στις ηλικίες 17-25 ετών, το 13% στους 26-41 και το 16,3% στους 42-55. Οι γενιές των κρίσεων θεωρούνται από τους αναλυτές πανευρωπαϊκά γενικά πιο προοδευτικές από τους γονείς τους, χωρίς ωστόσο ιδεολογικά στεγανά. Και αυτή ακριβώς η εκτίμηση επιβεβαιώνεται και στην Ελλάδα, όπου η νεολαία θεωρείται προνομιακό πεδίο του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από τα μνημονιακά χρόνια, όμως το τελευταίο διάστημα «κοιτά» τόσο προς την πλευρά της Ν.Δ. όσο και προς την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, που χάρη στην ποπ διάσταση του κόμματος έχει καταφέρει να προσελκύσει ακροατήρια που δεν έχουν προλάβει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.