Πρόσφατα ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη δήλωσε ότι «επέκταση των ελληνικών χωρικών στα 12 μίλια επιστρατεύει εθνικισμό».
Αλκιβιάδης Κ. Κεφαλάς*
Η δήλωση αυτή δεν αποτελεί έκπληξη, επειδή και αυτός αλλά και τόσοι άλλοι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη προέρχονται από το σημιτικό ΠΑΣΟΚ που αναγνώρισε στην Τουρκία ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο. Η δήλωση επίσης μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια της προηγούμενης δήλωσης Τσίπρα «οι θάλασσες δεν έχουν σύνορα». Το σημαντικότερο, όμως, σημείο της υπουργικής δήλωσης είναι, ότι αυτή αποτελεί μια σαφή έκφραση της στρατηγικής άποψης και θέσης του συνόλου του πολιτικού φάσματος και των ελίτ, που δεν είναι άλλη από την καθολική αποδοχή τής μετατροπής τής χώρας σε γερμανικό και κατ’ επέκταση σε οθωμανικό προτεκτοράτο.
Η θέση αυτή ουσιαστικά άρχισε να διαμορφώνεται τη δεκαετία του 1950 και εκφράστηκε τη δεκαετία του 1970 μέσω των δογμάτων «η Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν» και «η Κύπρος κείται μακράν». Η καθολική υιοθέτηση και των δύο δογμάτων από την πολιτική ηγεσία της χώρας και τις ελίτ, είχε ως συνέπεια συνεχείς εθνικές υποχωρήσεις με ταυτόχρονες παραχωρήσεις ζωτικών και ιστορικών ελληνικών συμφερόντων στις γειτονικές χώρες άνευ ουσιαστικών ανταλλαγμάτων.
Είναι, λοιπόν, δεδομένο, ότι η χώρα μας εξαναγκάζεται από τη «συμμαχία» να διεξαγάγει συνομιλίες με εχθρικές χώρες, όχι για να διαπραγματευτεί με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας, αλλά για να υποχωρήσει σε όλα τα εθνικά θέματα. Η εθνική αναδίπλωση άρχισε αφενός μέσω της μηδενικής ελληνικής αντίδρασης στην τουρκική «νύχτα των κρυστάλλων» το Σεπτέμβριο του 1955 στην Κωνσταντινούπολη και αφετέρου διά της υπογραφής των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου για το Κυπριακό τη δεκαετία του 1960.
Οι θέσεις αυτές έφεραν την Τουρκία στην Κύπρο το 1974 και μετά υλοποιήθηκαν με τα Ίμια, τις γκρίζες ζώνες και την αναγνώριση τουρκικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο από την κυβέρνηση Σημίτη, για να κορυφωθούν σήμερα με τις συνεχείς υποχωρήσεις στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο.
Η αποδοχή της θέσης των εθνικών παραχωρήσεων από το σύνολο του πολιτικού φάσματος είχε εκφραστεί από την πρόεδρο της Βουλής Άννα Ψαρούδα – Μπενάκη το 2005 όταν προσφώνησε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια ως εξής: «Αναλαμβάνετε, κ. Πρόεδρε, την Προεδρία της Δημοκρατίας για μία πενταετία, όπου θα σημειωθούν σημαντικά γεγονότα και εξελίξεις: H ευρωπαϊκή ενοποίηση θα προωθηθεί με την ψήφιση ενδεχομένως και της συνταγματικής συνθήκης, τα εθνικά σύνορα και ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας θα περιοριστούν χάριν της ειρήνης, της ευημερίας και της ασφάλειας στη διευρυμένη Ευρώπη, τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη θα υποστούν μεταβολές, καθώς θα μπορούν να προστατεύονται αλλά και να παραβιάζονται από αρχές και εξουσίες πέραν των γνωστών και καθιερωμένων και πάντως η δημοκρατία θα συναντήσει προκλήσεις και θα δοκιμαστεί, ενδεχομένως, από νέες μορφές διακυβέρνησης».
Προφανώς, η κυρία Μπενάκη εξέφρασε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι μόνο τα σύνορα της Ελλάδας θα περιοριστούν επειδή μέχρι σήμερα καμία άλλη χώρα της Ευρώπης, πλην Ελλάδος, δεν έχει δεχτεί τον περιορισμό των συνόρων της.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα ήδη από την εποχή της δεκαετίας του 1950 αγνόησε συστηματικά το στρατηγικό δόγμα του Κλαούσεβιτς «περί ανάγκης δημιουργίας ισχύος ως αναγκαίας και ικανής συνθήκης εθνικής επιβίωσης», αναθέτοντας την άμυνα και την τύχη του Ελληνισμού σε πολυεθνικούς σχηματισμούς (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ένωση). Το αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών σήμερα είναι η οικονομική καταστροφή και η κατάρρευση της άμυνας της χώρας, λόγω του μονομερούς αφοπλισμού. Παρότι η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας έχει εκφραστεί από το 2000, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάστηκε ως πολλαπλασιαστής ισχύος μέσω της καλλιέργειας της ψευδαίσθησης, ότι σε περίπτωση εισβολής της Τουρκίας σε ελληνικό χώρο «οι Γερμανοί στρατιώτες θα υπερασπιστούν με το αίμα τους τα ελληνικά σύνορα».
Δοθέντος ότι εκ πρώτης όψεως η «παραχώρηση ισχύος» σε τρίτους μπορεί να θεωρηθεί αφελής, στην πραγματικότητα αποτελεί σύνθετο προϊόν ενός ωφελιμιστικού τρόπου σκέψης και αντίληψης, που εμφανίστηκε στην Ελλάδα μεταπολεμικά και που θεωρεί ότι «οι άλλοι θα πρέπει να καούν για να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά».
Αντιθέτως, η Τουρκία δεν υιοθέτησε το παιδαριώδες δόγμα των ελληνικών ελίτ. Ο στόχος των πολιτικών και των ελίτ της γειτονικής χώρας είναι ο πολλαπλασιασμός της εθνικής ισχύος μέσω της ιδεολογικής αρχής του παντουρανισμού/παντουρκισμού.
Με κυβερνήσεις στην Ελλάδα των οποίων τα μέλη έχουν αποποιηθεί κάθε εθνικής στρατηγικής και ιδεολογίας ή δε διστάζουν να υπηρετούν πολιτικά τις ΜΚΟ που μισθοδοτούνται από τη Γερμανία και την Τουρκία, η επιβίωση του Ελληνισμού είναι μάλλον ένα χαμένο στοίχημα.
*Διδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών