Ακριβότερα ακίνητα αναζητούν οι ξένοι αγοραστές ή ενοικιαστές κατοικίας στην Αττική, συγκριτικά με τους Έλληνες. Μάλιστα, η απόσταση αυτή είναι μεγαλύτερη, όταν πρόκειται για ακριβότερες περιοχές, ειδικά στα βόρεια και τα νότια προάστια.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του Spitogatos.gr, που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της πρόσφατης εκδήλωσης για την αγορά ακινήτων του κ. Ηλία Παπαγεωργιάδη, οι Έλληνες αναζητούν για αγορά κατοικίες μέσης αξίας 216.688 ευρώ, ενώ οι ξένοι αντίστοιχα 231.625 ευρώ, δηλαδή 7% ακριβότερα. Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά την ενοικίαση, οι ξένοι διαθέτουν 787 ευρώ/μήνα, έναντι 668 ευρώ/μήνα.
Τα στοιχεία αυτά παρουσιάστηκαν από το διευθύνοντα σύμβουλο του Spitogatos.gr, κ. Δημήτρη Μελαχροινό, και αφορούν στα κριτήρια αναζήτησης, με βάση την προέλευση των χρηστών. Όπως προκύπτει, οι Έλληνες υπερτερούν μόνο στην περίπτωση του κέντρου της Αθήνας, όπου είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο από τους ξένους σε ποσοστό 10%. Όσον αφορά τα νότια προάστια, οι Έλληνες κινούνται για την απόκτηση (κατά μέσο όρο) κατοικιών αξίας 280.000 ευρώ, επιφάνειας 92 τ.μ., ενώ οι ξένοι προτιμούν μεγαλύτερη ακίνητα 110 τ.μ. και μέσης αξίας 380.000 ευρώ, ενώ έχουν κυρίως επενδυτικό προσανατολισμό.
Όσον αφορά τις περιοχές υψηλής ζήτησης για αγορά κατοικίας, παρατηρείται μια αναμενόμενη αναρρίχηση του Πειραιά από την 7η θέση το 2023, στην 5η θέση το 2024, ως αποτέλεσμα της μεγάλης αύξησης της ζήτησης για επενδύσεις μέσω του προγράμματος «Χρυσή Βίζα», κάτι άλλωστε που αντανακλάται και στις τιμές πώλησης το ίδιο διάστημα. Αντίστοιχα, το κέντρο της Αθήνας και η Γλυφάδα, παραμένουν σταθερά οι δύο περιοχές με την υψηλότερη ζήτηση διαχρονικά, ενώ συνολικά οι περιοχές του κέντρου, των νοτίων και των βορείων προαστίων απαρτίζουν την πρώτη δεκάδα.
Σημαντικό όμως είναι και το ενδιαφέρον για αγορά γης, όπου και πάλι το κέντρο της Αθήνας αποτελεί πρώτη επιλογή, παρά τη δεδομένη έλλειψη κενών οικοπέδων. Σημαντικό είναι το εύρημα της αναρρίχησης της Κηφισιάς, από την 6η θέση το 2023, στη 2η θέση φέτος, ενώ πολύ μεγάλη είναι και η άνοδος του Χαλανδρίου, από την 9η θέση το 2022 (κι εκτός της πρώτης δεκάδας πέρσι), στην τρίτη υψηλότερη θέση φέτος. Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, αυτό οφείλεται στο ότι είναι μια περιοχή με καλές προσβάσεις (π.χ. σταθμοί ΜΕΤΡΟ), είναι κοντά στο κέντρο της Αθήνας, αλλά θεωρείται και μέρος των βορείων προαστίων και ταυτόχρονα έχει ακόμα διαθέσιμα οικόπεδα.
Μεγάλο παραμένει το ενδιαφέρον για οικόπεδα και σε άλλες περιοχές των βορείων και νοτίων προαστίων, με τη Γλυφάδα να βρίσκεται στην τέταρτη θέση, το Μαρούσι στην 6η και τη Βούλα στην 8η θέση. Ωστόσο, μεγάλη ζήτηση παρατηρείται για πρώτη φορά και σε περιοχές πιο απομακρυσμένες, όπως η Αρτέμιδα (Λούτσα), που κατατάσσεται στην 5η θέση, τη Βάρη-Βάρκιζα που βρίσκεται στην 7η θέση και το Μαρκόπουλο που τοποθετείται στη 10η θέση.
Σύμφωνα με την ανάλυση της αγοράς ακινήτων για το 2025 από τον κ. Παπαγεωργιάδη, υψηλές προοπτικές εμφανίζουν τα παλιά εμπορικά καταστήματα και οι αποθήκες, που μπορούν, εφόσον μετατραπούν σε κατοικίες, να πουληθούν σε ξένους επενδυτές μέσω του προγράμματος «Χρυσή Βίζα», αντί 250.000 ευρώ και όχι 800.000 ευρώ, όπως ισχύει σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Παράλληλα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατηγορία των κατοικιών που ζητούνται έναντι 250.000 – 300.000 ευρώ.
«Πρόκειται για μια κατηγορία που έχει μικρό αριθμό ενδιαφερόμενων αγοραστών, σε σχέση με τις πιο φθηνές επιλογές, κι αν κάποιος πωλητής έχει ανάγκη τα χρήματα, είναι πιθανό να μειώσει τις απαιτήσεις του, προκειμένου να μπορέσει να απευθυνθεί και στους αγοραστές, μέσω του προγράμματος Σπίτι Μου».
Ειδικά ως προς το τελευταίο, ο κ. Παπαγεωργιάδης το αξιολογεί ως έναν παράγοντα ακραίας στρέβλωσης της αγοράς, καθώς «πάμε να σβήσουμε τη φωτιά με πετρέλαιο», όπως τόνισε χαρακτηριστικά. Κατά τον ίδιο, ουσιαστικά θα προστεθεί ζήτηση σε μια αγορά που ήδη διαθέτει υψηλό αγοραστικό ενδιαφέρον, χωρίς να αυξηθεί η προσφορά, κάτι που θα προκαλέσει νέα άνοδο των τιμών πώλησης και μάλιστα σε μια περίοδο, που αν δεν υπήρχε το πρόγραμμα, η αγορά θα όδευε προς σταδιακή αποκλιμάκωση και σταθεροποίηση.
Νίκος Ρουσάνογλου