Παρά τις πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές, τις επικρίσεις πολλών και διαφορετικών φορέων αλλά και τη νομολογία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα συνεχίζει να καθυστερεί έντονα στην εξέταση αιτήσεων ασύλου. Γιατί; Γιατί στην Ελλάδα, η υποβολή και επεξεργασία αιτήσεων ασύλου είναι χρονοβόρα και σε ποια στάδια παρατηρούνται οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις;
Γράφει η Δήμητρα Κυρανούδη
Για να δοθούν κάποιες απαντήσεις, έχει ενδιαφέρον να δει κανείς πώς λειτουργεί σχηματικά η διαδικασία ασύλου στην Ελλάδα, από τη στιγμή που οι νέο-αφιχθέντες φτάνουν (κυρίως) στα νησιά. Εκεί γίνεται αρχικά καταγραφή και ταυτοποίηση, ιατρικός έλεγχος καθώς και «έλεγχος ευαλωτότητας». Στη συνέχεια καταγράφεται το εκάστοτε αίτημα ασύλου και ο αιτών περιμένει ημερομηνία για να κληθεί σε συνέντευξη. Έπειτα ξεκινά η κυρίως διαδικασία σε δύο βαθμούς: Στον α’ βαθμό η Υπηρεσία Ασύλου, ενδεχομένως με τη συνδρομή της ΕΑSO (Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου) διεξάγει συνέντευξη, έπειτα γίνεται η επεξεργασία της αίτησης και εκδίδεται απόφαση. Αν η απόφαση απορρίπτει το αίτημα ασύλου, ασκείται προσφυγή σε β’ βαθμό στην Αρχή Προσφυγών. Εάν και εκεί η απόφαση είναι αρνητική, υπάρχει η δυνατότητα δικαστικής πλέον προσφυγής στην ελληνική δικαιοσύνη.
ΥΠΕΡΜΕΤΡΕΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙΣ
«Δυσανάλογες καθυστερήσεις παρατηρούνται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας» διαπιστώνει ο Συνήγορος του Πολίτη, Ανδρέας Ποττάκης, σε συνέντευξή του προς την DW και παρατηρεί: «Ήδη από την είσοδο στη χώρα παρατηρούνται υπέρμετρες καθυστερήσεις. Το ραντεβού για την πρώτη συνέντευξη μπορεί να γίνει μετά από μήνες. Ένα επόμενο στάδιο καθυστερήσεων προκύπτει από την αναμονή στις Αρχές Προσφυγών, παρά το γεγονός ότι προσφάτως έχει αυξηθεί ο αριθμός τους. Στο δε τελευταίο στάδιο, το οποίο είναι η καταφυγή στα κατά τόπους διοικητικά δικαστήρια, οι καθυστερήσεις είναι συγκλονιστικές. Αυτό είναι δυστυχώς ένα από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής απονομής δικαιοσύνης. Οι καθυστερήσεις μπορεί να είναι ετών».
Η Κάθριν Γούλαρντ, διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες και τους Εξόριστους (ECRE) με έδρα τις Βρυξέλλες, παρατηρεί ότι το 2019 καταγράφηκαν περιπτώσεις Αφγανών ή Ιρακινών που θα είχαν την πρώτη συνέντευξη στο τέλος του 2023. Τούρκοι και Ιρανοί το 2024. Ακόμη και για τους αιτούντες άσυλο από τη Συρία, που περνούν από διαδικασία «fast track», οι συνεντεύξεις είναι προγραμματισμένες κυρίως για το 2021. Επίσης, αναφέρει ότι «το 2019 ο μέσος όρος για την έκδοση της πρώτης απόφασης ήταν 10,3 μήνες».
Από την πλευρά του, ο Αλέξανδρος Κωνσταντίνου, δικηγόρος στη Νομική Υπηρεσία του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, που παρέχει νομική συνδρομή σε αιτούντες άσυλο, ενώπιον των αρμόδιων ελληνικών αρχών, σημειώνει: «Για να περιοριστούν οι καθυστερήσεις είναι σαφές ότι χρειάζεται να ενισχυθούν οι αρμόδιες υπηρεσίες εξέτασης. Ταυτόχρονα είναι αναγκαίος και ένας μόνιμος μηχανισμός αλληλεγγύης και μετεγκατάστασης μεταξύ των κρατών-μελών». Ο ίδιος εκτιμά επίσης, ότι «η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει ότι αποκλειστικά η παροχή υλικοτεχνικής υποδομής και προσωπικού π.χ. με τη διάθεση προσωπικού του EASO στην Υπηρεσία Ασύλου, δεν είναι από μόνη της ικανή να επιταχύνει και να βελτιώσει τη διαδικασία και κυρίως να αποτρέψει μια ανθρωπιστική κρίση στα σύνορα της Ευρώπης».
ΟΙ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙΣ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΣΕ
ΕΝΑ ΣΥΝΘΕΤΟ ΠΛΕΓΜΑ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ
Σύμφωνα με τον Ανδρέα Ποττάκη ένας από τους πρακτικούς λόγους που οδηγούν σήμερα σε καθυστερήσεις είναι «ότι μέχρι το τέλος του καλοκαιριού ο αριθμός αφίξεων ήταν πολλαπλάσιος του αριθμού καταγραφής ανά ημέρα. Βάσει των επίσημων στοιχείων, ο αριθμός εισόδων ήταν πολλαπλάσιος της μάξιμουμ δυνατότητας του ελληνικού μηχανισμού ασύλου να εξετάζει αιτήματα». Κι αυτό μολονότι, βάσει στοιχείων της Eλληνικής Υπηρεσίας Ασύλου και της Eurostat, μέχρι τώρα έχουν μειωθεί οι ροές προσφύγων και μεταναστών στα νησιά κατά 50% σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2019.
Για την Κάθριν Γούλαρντ οι καθυστερήσεις οφείλονται επίσης σε δομικές δυσλειτουργίες και έλλειψη πόρων στο ελληνικό σύστημα ασύλου. «Άλλοι λόγοι», συμπληρώνει η ίδια, «είναι η ελλιπής συμμόρφωση προς το ευρωπαϊκό δίκαιο και όλα όσα προβλέπει για τη διαδικασία και τις συνθήκες υποδοχής. Επιπλέον, στην Ελλάδα ισχύουν πολύπλοκες, ειδικές διαδικασίες για διαφορετικές κατηγορίες αιτούντων π.χ. στα νησιά. Σε αυτά προστίθεται η δυσκολία των δύο τελευταίων ελληνικών κυβερνήσεων να απορροφήσουν και να διαθέσουν ευρωπαϊκά χρήματα αλλά και οι οικονομικές δυσκολίες που είναι απότοκο ευρωκρίσης. Η ευθύνη διαχέεται σε πολλές κατευθύνσεις. Και βέβαια στην ΕΕ».
ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η ελληνική κυβέρνηση έχει στο μεταξύ μεταρρυθμίσει το νομοθετικό πλαίσιο για το άσυλο δύο φορές, το 2019 και το 2020. Στόχος ήταν η επιτάχυνση της διαδικασίας.
«Η επιτάχυνση των διαδικασιών είναι πρόσχημα» εκτιμά ο δικηγόρος Αλέξανδρος Κωνσταντίνου. «Στην πραγματικότητα διαφαίνεται ότι σκοπός είναι να καθίσταται τόσο περίπλοκη η διαδικασία, ώστε ο αιτών άσυλο να μη μπορεί να συνεχίσει καν τη διαδικασία. Πρόκειται για δραστικές αλλαγές που περιορίζουν ουσιαστικά την πρόσβασή τους σε μια δίκαιη διαδικασία. Τίθενται εμπόδια π.χ. για την άσκηση προσφυγής στο β’ βαθμό, η οποία δε μπορεί να ασκηθεί χωρίς δικηγόρο. Επιπλέον, στην Ελλάδα έχουμε ένα πολύ περιορισμένο σύστημα δωρεάν νομικής συνδρομής σε αιτούντες άσυλο» αναφέρει ο ίδιος.
Για την Κάθριν Γούλαρντ, οι συχνές και γρήγορες νομοθετικές αλλαγές, που παρατηρούνται στην Ελλάδα, δεν προσθέτουν τίποτα άλλο παρά «αναποτελεσματικότητα» στη διαχείριση των υποθέσεων ασύλου. «Αλλάζουν διαρκώς οι νόμοι, οι διαδικασίες και οι άνθρωποι που πρέπει να τις εφαρμόσουν, άρα το σύστημα γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκο», παρατηρεί.
Και ο Συνήγορος του Πολίτη έχει ήδη εκφράσει δημόσια σειρά επιφυλάξεων «ως προς τη συμφωνία των νέων νομοθετικών αλλαγών για το άσυλο με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, το συνταγματικό δίκαιο και τη νομολογία», αναφέρει ο Ανδρέας Ποττάκης.
ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΝΗΓΟΡΟ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Ένα άλλο θέμα, στο οποίο εφιστά την προσοχή ο Ανδρέας Ποττάκης, είναι η κράτηση αλλοδαπών και μάλιστα υπό άθλιες συνθήκες, οι οποίες, όπως λέει, δεν ανταποκρίνονται καν στο minimum που προβλέπει και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. «Η κράτηση έχει γίνει από εξαίρεση ο κανόνας», παρατηρεί, υπενθυμίζοντας ότι το ανώτατο όριο κράτησης στην Ελλάδα είναι 18 μήνες. Mετά τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις της ελληνικής κυβέρνησης, μπορεί πλέον να φτάσει τους 36 μήνες για αλλοδαπούς, κάτι που είναι «ανεπίτρεπτο» σύμφωνα με το Συνήγορο του Πολίτη. «Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί πολλές φορές για το θέμα αυτό από το ΕΔΔΑ και δε συμμορφώνεται» υπογραμμίζει ο Συνήγορος του Πολίτη.
Επίσης, στο ευρύτερο πλαίσιο της διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης, ο Ανδρέας Ποττάκης εκφράζει επίσης τον προβληματισμό του και για τις φερόμενες παράνομες επαναπροωθήσεις (pushback). Όπως ανέφερε στην DW, από το καλοκαίρι του 2017 έχει ξεκινήσει αυτεπάγγελτη έρευνα μετά από σχετική καταγγελία. «Τρία χρόνια μετά η έρευνα για φερόμενα pushback παραμένει ανοιχτή, έχοντας εντάξει σε αυτήν σειρά άλλων καταγγελιών και υποθέσεων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Ωστόσο, η πάγια και διαχρονική θέση των ελληνικών κυβερνήσεων είναι ότι δε γίνονται pushbacks», σημειώνει ο ίδιος.
Τέλος, ο Έλληνας Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί ότι η διαχείριση του προσφυγικού «δεν είναι ζήτημα πρωτίστως νομικό αλλά πολιτικό. Και θα επιλυθεί μόνο πολιτικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο».