Οι ακατανόητα βεβιασμένες κινήσεις του Μαξίμου για παροπλισμό των μονάδων άφησαν τη χώρα γυμνή στο τσουνάμι ακρίβειας
Βασίλης Γαλούπης
© dimokratia.gr
Ο διάλογος είναι αυθεντικός, δημοσιεύεται επί λέξει και έγινε την περασμένη εβδομάδα. Στην εκπομπή «Ενώπιος Ενωπίω», στις 11 Μαρτίου, ο Νίκος Χατζηνικολάου φιλοξένησε μεταξύ άλλων και τον υπουργό Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα, με θέμα, τι άλλο; Τον ενεργειακό Αρμαγεδδών, με την άνευ προηγουμένου ακρίβεια σε ρεύμα και καύσιμα.
Χατζηνικολάου: «Κύριε υπουργέ, θέλουμε να έχουμε μια απάντηση για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που δε μειώνετε και για τον ΦΠΑ επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης».
Σκρέκας: «Το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί μειώνοντας τον ειδικό φόρο κατανάλωσης».
Χατζηνικολάου: «Όμως, κύριε υπουργέ, η Κύπρος γιατί καταφέρνει να έχει χαμηλότερες τιμές από εμάς, ενώ εισάγει από τα ελληνικά διυλιστήρια κατά βάση;»
Σκρέκας: «Επειδή η Κύπρος έχει χαμηλότερους φόρους. Έχει χαμηλότερο ειδικό φόρο κατανάλωσης και χαμηλότερο ΦΠΑ».
Οι περισσότεροι στο πάνελ, ή κοίταζαν απορημένοι αν άκουσαν σωστά, ή έσκασαν στα γέλια. Ο κ. Σκρέκας, όμως, συνέχισε απτόητος, μετά το πολιτικό του ξεγύμνωμα, να μιλά… σοβαρά. Όσο… σοβαρή είναι και η αντιμετώπιση της κυβέρνησης, απέναντι σε μια πράγματι πρωτοφανή και με παγκόσμιες διαστάσεις ενεργειακή λαίλαπα, που απομυζάει κάθε μέρα ολοένα και περισσότερο τα οικογενειακά εισοδήματα, με τους πολίτες να μην ξέρουν πια τι θα τους ξημερώσει.
Στις εντάσεις του δημόσιου διαλόγου εντάχθηκε τις τελευταίες ημέρες και το θέμα του λιγνίτη και το αν θα μπορούσε να δώσει μια πρόσκαιρη ανακούφιση στον κόσμο, αφού η χώρα μας έχει τεράστια αναξιοποίητα αποθέματα στο υπέδαφός της. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ εξαπολύουν βέλη κατά της Ν.Δ., κατηγορώντας την για την αδρανοποίηση των εργοστασίων λιγνίτη, με την κυβέρνηση να κάνει λόγο για fake news.
Κάθε πλευρά έχει τους λόγους της για να λέει όσα λέει. Το χρέος και η ευθύνη μιας εφημερίδας είναι να βρει τι πραγματικά συμβαίνει. Και η «δημοκρατία» έψαξε για να εντοπίσει που κρύβονται η αλήθεια και που το ψέμα. Διότι, πέρα από όποια συνήθη παιχνίδια εντυπώσεων, αυτός που πληρώνει τελικά το λογαριασμό είναι ο φορολογούμενος πολίτης.
Ο οικογενειάρχης, που τρέμει να ανοίξει το φάκελο της ΔΕΗ ή να κοιτάξει πόσο έγραψαν το κοντέρ του βενζινάδικου και η ταμειακή του σούπερ μάρκετ.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, πραγματικά με το λιγνίτη; Είναι ασύμφορος, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση; Έχουν κλείσει εργοστάσια επί Ν.Δ., όπως φωνάζει η αντιπολίτευση; Έχει γίνει στροφή από την κυβέρνηση μετά την έκρηξη αυξήσεων στο φυσικό αέριο; Η Ευρώπη αλλάζει στάση απέναντι στο λιγνίτη μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία; Τι κάνουν οι άλλες χώρες και τι δεν κάνει η Ελλάδα;
Αν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είναι άμοιρες ευθυνών, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν αυτή που έβαλε την ταφόπλακα στο λιγνίτη. Υποχρέωσε τη χώρα να τρέξει, ειδικά σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία, εν μέσω πανδημίας, σε μια βεβιασμένη ενεργειακή μετάβαση, προτού μπορέσει καν να περπατήσει. Ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε, δίχως να δέχεται κάποια πίεση, να αλλάξει εσπευσμένα το ενεργειακό μοντέλο της Ελλάδας νωρίτερα από κάθε άλλο ευρωπαϊκό κράτος και επέσπευσε την αδρανοποίηση στο μεγαλύτερο αριθμό λιγνιτοπαραγωγικών μονάδων. Έτσι, τώρα, με το τσουνάμι ακρίβειας λόγω του φυσικού αερίου και του πολέμου, υποχρεώθηκε σε στροφή 180 μοιρών, προσφεύγοντας όπως – όπως στο λιγνίτη.
Ο ενεργειακός σχεδιασμός κάθε χώρας, όμως, είναι βασικό στοιχείο εθνικής ασφάλειας και κοινωνικής λειτουργίας, όχι μόνο πεδίο για «πράσινες» μπίζνες. Η «πράσινη» ευαισθησία, εξάλλου, του πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του έχει κριθεί από τη μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή στην Ιστορία της Ελλάδας, το περασμένο καλοκαίρι, στην παντελώς αβοήθητη Εύβοια.
Πριν προχωρήσουμε στις απαντήσεις, χρειάζεται μια μικρή επισήμανση: Η ενέργεια που φτάνει στο σπίτι και το αυτοκίνητο κάθε Έλληνα δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως κοινωνικό αγαθό, όπως ίσχυε κάποτε. Αποτελεί το πιο «σκληρό» χρηματιστηριακό προϊόν, οι τιμές του οποίου κάθε μέρα μεταβάλλονται από αστάθμητους παράγοντες. Είναι ένα προϊόν με ρήτρες, παραγωγούς, χονδρεμπόρους, μεσάζοντες και τζογαδόρους, που μοναδικό στόχο έχουν την κερδοσκοπία, πόσο μάλλον όταν ξεσπά πόλεμος με πρωταγωνίστρια μια χώρα που είναι παγκόσμιος ενεργειακός γίγαντας, όπως η Ρωσία.
Όπως συμβαίνει και με όλα τα άλλα χρηματιστηριακά προϊόντα, οι λίγοι βγάζουν κέρδη και παίρνουν «χρυσά» μπόνους, ενώ οι πολλοί πληρώνουν τους λογαριασμούς.
Ακούγοντας και διαβάζοντας κανείς τους ειδικούς και τους αξιωματούχους επί των ενεργειακών θεμάτων «πληροφορείται» για… αλγόριθμους με τους οποίους υπολογίζονται οι τιμές, για διακυμάνσεις που εξαρτώνται από δυσνόητες εξισώσεις για το μέσο πολίτη και που αλλάζουν ώρα με την ώρα, για ένα κόστος που προκύπτει από δεκάδες παραμέτρους, χονδρεμπόρους, κερδοσκοπίες και αγοραπωλησίες χρηματιστηριακού τύπου. Πόσοι γνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι από το Μάρτιο του 2020, και εν μέσω πανδημίας, λειτουργεί στη χώρα μας το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας; Εκεί γίνονται οι διαπραγματεύσεις για το αν κάποιος θα μπορεί να ανάψει καλοριφέρ, εκεί κρίνεται ο λογαριασμός ρεύματος.
Ασφαλώς, ο στόχος αυτής της «ειδικής γλώσσας» -ακαταλαβίστικης ακόμα και για όσους επιχειρούν να τη μιλήσουν, ειδικά όταν πρόκειται για πολιτικούς- είναι να μην κατανοήσει ποτέ ο μέσος πολίτης για ποιον λόγο καλείται να πληρώσει τέτοιες ληστρικές τιμές για ένα κοινωνικό αγαθό. Το ίδιο, άλλωστε, είχε συμβεί και το 2010, με τα παράγωγα υψηλού ρίσκου, τα swaps και άλλες τεχνητές «φούσκες», που κατανοούν όλοι κι όλοι 10 άνθρωποι στη Γουόλ Στριτ, αλλά εν τέλει ήταν αυτά που επέβαλαν σε μια ολόκληρη χώρα και το λαό της στη χειρότερη πανευρωπαϊκή ύφεση μεταπολεμικά.
Συνεπώς, το σημερινό εγχείρημά μας δεν έχει στόχο μόνο την εύρεση της αλήθειας για το λιγνίτη, ένα θέμα από τη φύση του πολυδιάστατο, αλλά αυτό να γίνει με τρόπο απλό και κατανοητό στον κάθε πολίτη, χωρίς άχρηστη ορολογία.
«ΣΤΑΘΜΟΣ» ΤΟ 2001
ΜΕ ΡΕΚΟΡ ΕΞΟΡΥΞΗΣ
Το ιστορικό υψηλό εξόρυξης λιγνίτη για παραγωγή ενέργειας στην Ελλάδα σημειώθηκε το 2001, με 9.300.000 ΤΙΠ (Τόνους Ισοδύναμου Πετρελαίου), ένα χρόνο πριν από την είσοδο του ευρώ. Σταδιακά υπήρξε μείωση, με την τάση να επιταχύνεται από το 2012. Από το 2016 και μετά, η παραγωγή μειώθηκε στα επίπεδα της δεκαετίας του ’80. Το ιστορικό χαμηλό της δεκαετίας του 2010 σημειώθηκε το 2016, με 4.400.000 ΤΙΠ.
Το ποσοστό ηλεκτροπαραγωγής που βασιζόταν σε λιγνίτη υποχώρησε στη χώρα μας, από 73% το 1990 και 50% το 2010, σε μόλις 32,3% το 2018, επί ΣΥΡΙΖΑ, κι ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Εν ολίγοις, μέχρι τη δεκαετία του ’90, η Ελλάδα βασιζόταν σε ποσοστό 73% στο λιγνίτη για την ηλεκτροπαραγωγή της, κάτι που σημαίνει ότι ήταν ελάχιστα εξαρτημένη από άλλες μορφές ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο κ.ά.).