Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε την Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023 την 6η άνοδο στα επιτόκια του ευρώ, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει το δομικό πληθωρισμό (δεν περιλαμβάνει τις αυξήσεις των τιμών στην ενέργεια και τα τρόφιμα). Έτσι, το επιτόκιο δανεισμού του ευρώ έφτασε στο 3,5%. Νέα άνοδος των επιτοκίων αναμένεται εντός της εβδομάδας [20-26 Μαρτίου] και από την αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed). Τα σημερινά επιτόκια της τελευταίας είναι 4,5% – 4,75% [σ.σ.: Δευτέρα 20/3].
Του Νίκου Ιγγλέση*
Παρ’ όλο που τα επιτόκια παραμένουν αρνητικά – είναι χαμηλότερα του πληθωρισμού – η άνοδός τους προκαλεί αρνητικές συνέπειες στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Υψηλότερα επιτόκια σημαίνει πιο ακριβό χρήμα, άρα λιγότερα επιχειρηματικά, στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια. Ο περιορισμός του δανεισμού μειώνει την επενδυτική και καταναλωτική ζήτηση και οδηγεί σε γενικότερη οικονομική συρρίκνωση.
Η άνοδος των επιτοκίων επιβαρύνει το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό. Τα κράτη, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, πρέπει να καταβάλλουν συνεχώς μεγαλύτερα ποσά για να εξυπηρετούν τα παλαιότερα δάνεια που έχουν λάβει.
Τα κράτη πρέπει να μειώσουν τις δαπάνες τους ή να αυξήσουν τους φόρους για να εξοικονομήσουν τα επιπλέον ποσά που απαιτούνται για τόκους (ιδίως του βραχυπρόθεσμου χρέους), οι επιχειρήσεις πρέπει να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων τους (αν τους το επιτρέπει ο ανταγωνισμός) και τα νοικοκυριά πρέπει να περιορίσουν την κατανάλωσή τους.
Όσοι έχουν επενδύσει σε κρατικά ή επιχειρηματικά ομόλογα, με τα παλαιότερα χαμηλότερα επιτόκια, διαπιστώνουν ότι οι τιμές τους έχουν μειωθεί. Αν τα πουλήσουν σήμερα θα έχουν κεφαλαιακές απώλειες – είναι εγκλωβισμένοι. Αυτός είναι ένας από τους λόγους της έντονης αναταραχής στο διεθνές τραπεζικό σύστημα, με τις αμερικανικές Silicon Valley Bank, Signature Bank, Silvergate Bank και την ελβετική Credit Suisse να χρεοκοπούν ουσιαστικά, και να απαιτείται η διάσωσή τους από τις Κεντρικές Τράπεζες.
Οι απώλειες στην αξία των χαρτοφυλακίων των πιστωτικών ιδρυμάτων προκαλεί στη συνέχεια απόσυρση καταθέσεων (Bank run) που επιτείνει το πρόβλημα φερεγγυότητας. Γι’ αυτό διάφοροι οικονομικοί αναλυτές υποστηρίζουν, ότι πρέπει να «φρενάρει» ο ρυθμός αύξησης των επιτοκίων. Να δούμε αν εισακουστούν από τη Fed αυτή την εβδομάδα.
Ο ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ $ VS €
Το ύψος του βασικού επιτοκίου σε μια νομισματική περιοχή επηρεάζει σημαντικά (όχι απόλυτα) την ισοτιμία του νομίσματος, κυρίως σε σχέση με τα άλλα αποθεματικά νομίσματα, στα οποία εκτός του δολαρίου και του ευρώ περιλαμβάνονται το γιεν, η στερλίνα και το ελβετικό φράγκο.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και το τέλος του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς, τα περισσότερα νομίσματα βρίσκονται σε καθεστώς ελεύθερα κυμαινομένων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Από λεπτό σε λεπτό και από μέρα σε μέρα διαφοροποιείται η μεταξύ τους ισοτιμία. Οι διακυμάνσεις αυτές καθορίζονται από διάφορους παράγοντες, όπως οι πολιτικές και γεωπολιτικές εξελίξεις, οι προσδοκίες των χρηματιστικών αγορών, η ευρωστία της μιας ή της άλλης οικονομίας και ιδιαίτερα οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών για τα επιτόκια.
Όταν το 2000 έσκασε η «φούσκα του διαδικτύου» στις ΗΠΑ, η Fed άρχισε να μειώνει τα επιτόκιά της προκειμένου να αποφύγει την ύφεση της αμερικανικής οικονομίας. Το ευρώ άρχισε να ενισχύεται και τον Ιούλιο του 2008 έφτασε να αντιστοιχεί ένα ευρώ σε 1,60 δολάρια. Ήταν τότε ένα πολύ ισχυρό – «σκληρό» νόμισμα, που μείωνε την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα στις διεθνείς αγορές, φρέναρε τις εξαγωγές και την ανάπτυξη.
Τον Αύγουστο του 2022 (είχαν προηγηθεί τα lockdown και είχαν αρχίσει οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας) ένα ευρώ αντιστοιχούσε σε περίπου 1,20 δολάρια. Από τότε ακολούθησε μια υποτιμητική πορεία, και σήμερα κυμαίνεται στα 1,07 δολάρια. Τώρα είναι ένα αδύναμο – «μαλακό» νόμισμα. Θεωρητικά αυτό θα ήταν ευνοϊκό για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Ευρωζώνης, θα αύξανε τις εξαγωγές και την ανάπτυξη. Μόνο που δεν είναι έτσι.
Το υποτιμημένο ευρώ αυξάνει το κόστος των εισαγωγών και ιδιαίτερα αυτών της ενέργειας και των πρώτων υλών όπου η Ευρωζώνη είναι ιδιαίτερα ελλειμματική. Αυτό συμβαίνει γιατί τα αποκαλούμενα χρηματιστηριακά προϊόντα πωλούνται διεθνώς σε δολάρια. Στα χρηματιστηριακά προϊόντα περιλαμβάνονται το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο, οι βενζίνες, ο σίδηρος, το αλουμίνιο, ο χαλκός, το νικέλιο, ο κασσίτερος, η ξυλεία, το σιτάρι, το ρύζι, η σόγια, το βοδινό κρέας, το γάλα, ο καφές, οι κτηνοτροφές και πολλά άλλα καθώς και όλα τα πολύτιμα μέταλλα.
Το υποτιμημένο ευρώ κάνει όλες τις εισαγωγές στην Ευρωζώνη ακριβότερες και έτσι ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό τα πλεονεκτήματα ενός ασθενούς νομίσματος. Αυτό δε συμβαίνει με το δολάριο, που είναι ακόμη, παρά τα προβλήματά του, ο ηγεμόνας του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος. «Λύνει και δένει» και όλοι προσαρμόζονται στις επιλογές της Fed που λαμβάνονται με κριτήριο τί συμφέρει την αμερικανική οικονομία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 1ο: Όταν το ευρώ είναι υπερτιμημένο σε σχέση με το δολάριο μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων και ωθεί σε οικονομική συρρίκνωση. Όταν είναι υποτιμημένο, όπως σήμερα, ενισχύει μεν την ανταγωνιστικότητα αλλά αυξάνει τον πληθωρισμό, λόγω ακριβότερων εισαγωγών. Φαύλος κύκλος.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 2ο: Το ευρώ είναι το κοινό νόμισμα χωρών με διαφορετικά οικονομικά χαρακτηριστικά, διαφορετική παραγωγική βάση και εξειδίκευση, και διαφορετική παραγωγικότητα της εργασίας. Η Γερμανία π.χ. μπορεί να επωφεληθεί από το ασθενές ευρώ, γιατί είναι έντονα εξαγωγική χώρα, η Ελλάδα όχι, γιατί το αυξημένο κόστος των εισαγωγών, ιδίως της ενέργειας και των πρώτων υλών, δεν αντισταθμίζει τα οφέλη των εξαγωγών της σε χώρες εκτός Ευρωζώνης.
Για κάθε χώρα απαιτείται ένα διαφορετικό μίγμα οικονομικής πολιτικής προσαρμοσμένο στις ανάγκες της. Μέσα στην Ευρωζώνη αυτό είναι ανέφικτο, αφού τα επιτόκια, η δημοσιονομική πολιτική και οι επενδυτικές επιλογές, καθορίζονται από τη Φρανκφούρτη και τις Βρυξέλλες.
*Ο Νίκος Ιγγλέσης είναι δημοσιογράφος, μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στη Γαλλία και δημοσιογραφία στην Αθήνα. Άρχισε να εργάζεται ως συντάκτης στο Έψιλον, μηνιαίο περιοδικό για θέματα της ΕΟΚ, που εξέδιδε η εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Αργότερα εργάστηκε ως οικονομικός συντάκτης στην τηλεόραση της ΕΡΤ, ως υπεύθυνος του οικονομικού ρεπορτάζ και στη συνέχεια ως αρχισυντάκτης του Γραφείου Ρεπορτάζ. Για μια περίοδο διετέλεσε Διευθυντής του Δ’ Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (ΕΡΤ). Επίσης, για ένα διάστημα υπήρξε υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου του Υπουργείου Οικονομικών.