Η θεσμική βία την οποία βιώνει ο Έλλην Πολίτης, ένεκεν της σωρείας καταστρατηγήσεων του Καταστατικού Χάρτη του Ελλαδικού Συντάγματος, ενεργοποιούν αυτοδικαίως την ακροτελεύτια διάταξη του άρθρου 120 παράγραφος 4 του Συντάγματος, ήτοι την, κατά το προσφυώς λεγόμενον, «Επιτομή του Συνταγματικού Πατριωτισμού», καθότι, η εν θέματι διάταξη, αναγνωρίζει ευθέως προς τον Έλληνα Πολίτη, το δικαίωμα και την υποχρέωση, να αντλήσει την εξουσία αυτή, εκ του ως άνω άρθρου, ίνα καταστεί αυτόκλητος θεματοφύλακας και άγρυπνος φρουρός της Συνταγματικής Νομιμότητας, δοθέντος ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 120, απαιτεί από τον Έλληνα πολίτη τον σεβασμό προς το Σύνταγμα και τους Νόμους οι οποίοι συμφωνούν με αυτό, αλλά και την αφοσίωση εις την πατρίδα και την Δημοκρατία.
Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς
[Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω]
www.katsivardas-dimitriadou.gr
Ως εκ τούτου επαφίεται εις τον Πατριωτισμό των Ελλήνων, η σύννομη _κατά την υποκειμενική μου γνώμη, κατά διασταλτική ερμηνεία της ως άνω διάταξης, αντίδραση του πολίτη_, εν προκειμένω, κατά των σφετεριστών της λαϊκής κυριαρχίας, οι οποίοι πραξικοπηματικά καταλύουν θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, φαλκιδεύοντας δυσανάλογα των αντικειμενικών περιστάσεων μείζονα δικαιώματα των πολιτών (κατά κατάφωρη παραβίαση δηλαδή της περίπτυστης αρχής της αναλογικότητας, ειδικότερης έκφανσης του Κράτους Δικαίου κατ’ άρθρο 25 του Συντάγματος), όπως η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας ως προς το σύνολο των επιμέρους πτυχών και εκφάνσεώς της (ατομική-επαγγελματική δράση, απρόσκοπτη μετακίνηση) αλλά και την μείζονα αποστέρηση της ελευθέρας βούλησης αποφάσεως περί της αυτοδιάθεσης της υγείας αυτής καθ’ αυτήν των πολιτών, αλλά και της ανεπηρέαστης αλλά και κατόπιν ρητής εμφατικής αξιώσεως τους (νοείται των πολιτών), δια ειδικής έγκυρης και εμπεριστατωμένης ιατρικής πληροφόρησης περί της πανδημίας και των παρενεργειών της υπό της Πολιτείας, ούτως ώστε εν τέλει να συγκαταθέσουν συνειδητά, προς πάσα επιγενόμενη Ιατρική πράξη.
Η ανεδαφική και στερούμενη, επαρκούς τεκμηριώσεως, θεμελίωση του όρου «δημόσια υγεία» και ο δογματικός και άκρατος μονισμός ενημέρωσης από μία συγκεκριμένη μερίδα Λοιμοξιολόγων εν Ελλάδι, περί του αντικειμενικώς ή επιστημονικώς κατά το μάλλον ή ήττον, «ορθώς λαμβάνειν» ως προφυλακτικό μέτρο εξουδετερώσεως διασποράς του σύγχρονου επάρατου ιού, εν συνδυασμώ με τον σιδηρούν αποκλεισμό της ανεμπόδιστης ελευθερίας εκφράσεως, αντιφρονούντων ιατρών εις τα, εν Ελλάδι, συστημικά Μ.Μ.Ε, ελεγχόμενα απεριφράστως υπό τους μη διαυγείς μηχανισμούς, ορισμένου εσμού συμφερόντων, ήγειραν ευλόγως υποψίες προς τους γρηγορούντες πολίτες, περί της φυόμενης, εις τον αντίποδα, οιονεί «επιδημίας», καθολικής ποδηγέτησης των Μ.Μ.Ε, περί καλλιέργειας συλλογική φόβου, δια μέσου της παράνομης κατακράτησης και βιαίας στέρησης της προσωπικής ελευθερίας των πολιτών, δια των αλλεπάλληλων εγκλεισμών, υπό την «ιδιώνυμη» επαχθή απειλή επιβολής διοικητικού προστίμου και απηνούς ασκήσεως ποινικής διώξεως.
Ως εκ τούτου, την κατηγορία των σκεπτικιστών πολιτών, περί του τρόπου επιβολής της πανδημίας και των επιπτώσεων εις τα δημοκρατικά τους δικαιώματα, άρχισαν, οι διάφοροι μηχανισμοί, να τους στιγματίζουν με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, κατονομάζοντας τους αορίστως ως «σεσημασμένους εγκληματίες του νεοπαγούς ιού, ψεκασμένους, συνομωσιολόγους, ακροδεξιούς», δια τον απλούστατο λόγο ότι τόλμησαν, να αμφισβητήσουν την αυθεντία της εξουσίας, η οποία επιβάλλει δια πυρός και σιδήρου, την ιατρικώς αναιτιολόγητη υποχρέωση, διαρκούς λογοδοσίας των πολιτών δια πάσα κίνηση τους, η την δια νόμου επιβολή αμφίβολης αποτελεσματικότητας προφυλακτικών μέτρων.
Η συλλογική αυτή αντίδραση νέων επιστημόνων προς την Νέα Τάξη Πραγμάτων προς μία άκρως ιατρικώς αβάσιμη αλλά και νομικώς αντισυνταγματική και καθόλα έκνομη, επιβολής συλλήβδην και κατά συρροή μέτρων, τα οποία προσβάλλουν ευθέως την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, προϊόν επεξεργασίας επιβολής υπερεθνικών αλλότριων συμφερόντων της, προφανώς ανησύχησε τους κρατούντες.
Η πατερναλιστική αυτή υπερ-εξουσία της κυβέρνησης, ομοιάζει με αστυνομικό κράτος ολοκληρωτικού τύπου, το οποίο υπό τον μανδύα της επίφασης της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, επιχειρεί να περιάγει την χώρα, προς μία μόνιμη κατάσταση πολιορκίας, η οποία δήθεν δικαιολογείται και συγχωρείται, από την πολύκροτη πανδημία ως παγίως επαπειλούμενο κίνδυνο της δημόσιας υγείας, εξ αυτού του λοιπόν του λόγου ο πολίτης σήμερα απολύεται εκδικητικά από την εργασία του, ακόμη και τα παιδιά στερούνται της εκπαιδεύσεως, άνευ ετέρου τινός εν είδει τιμωρίας, ως αντιφρονούντες και μη συμμορφούμενη προς την άλογη κρατική βία.
Η διχοστασία εις τους κόλπους της κοινωνίας καθώς και η ρατσιστική βία προς τους έχοντες μία τεκμηριωμένα διαφορετική άποψη αμφισβήτησης του ως άνω επιβεβλημένου «αφηγήματος» διώκεται καθοιονδήποτε τρόπο, με την μομφή του αρνητή της αυθεντίας της δεσποτείας του αδιαμφισβήτητου κύρους του «Ηγεμόνα».
Εν τω πλαισίω αυτό, νύκτωρ, βεβιασμένα, εν κρυπτώ και παραβύστω, ψηφίστηκε, στις 22-4-2021, άρον άρον, το ανεύθυνο των «Λοιμοξιολόγων», μία θεσμικώς πραξικοπηματική ενέργεια, η οποία σηματοδοτεί εκκωφαντικά, τον ενταφιασμό της Δημοκρατίας και την πρόδηλη κατάλυση των Δημοκρατικών Θεσμών.
Η περί ης ο λόγος ψήφιση άπτεται της περί της αφέσεως της ποινικής ευθύνης των μελών της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του Κορωνοϊού COVID-19, της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες της Επιτροπής Εμβολιασμών, οι οποίοι εφεξής δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο λειτουργίας των ως άνω Επιτροπών. Δίωξη επιτρέπεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμιση ή εξύβριση.
Πρόκειται για το άρθρο 4, της επίμαχης τροπολογίας προσθήκης του Σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων» όπου το άρθρο 32ο του Ν. 4771/2021 (Α’ 16) αντικαθίσταται με βάσει τα ως άνω προρρηθέντα, υπογεγραμμένο υπό των Υπουργών Οικονομίας και Υγείας.
Η ως άνω, διάταξη, αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα εις τα θεμέλια του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος αναγνωρίζοντας συλλήβδην προληπτική ασυλία προς τους «πρωταγωνιστές» της Πανδημίας με ό,τι τούτο συνεπάγεται της δημόσιας υγείας, των πλημμελειών (ιατρικών και διοικητικών) ως προς την διαχείριση αυτής, με αποτέλεσμα δηλαδή, να αμνηστεύεται εκ των προτέρων και να καθαγιάζεται ως αυθεντικά ανεπίδεκτη, ποινικής διερεύνησης οιαδήποτε τυχόν μη ορθή λήψη αποφάσεως, η οποία αντικειμενικά δεν επέφερε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αλλά ενδεχομένως να αποτέλεσε γενεσιουργό αιτία, πολλαπλών άστοχων ενεργειών και παραλείψεων ως προς την ιταμή διαχείριση της περιλάλητης πανδημίας.
Η εν λόγω ανεκδιήγητη πράξη, όζει ολοκληρωτισμό, και συνιστά ανυπερθέτως εκκωφαντική ομολογία αφενός αποτυχίας της κυβερνήσεως, η οποία φοβούμενη τυχόν, παρέμβαση της Δικαιοσύνης, ως έδει, _καθότι φρονούμε ότι ζούμε σε Συντεταγμένο Κράτος Δικαίου, όπου η λειτουργική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, δύναται να παρέμβει, κατόπιν ελευθέρας ασκήσεως του προσήκοντος, νομικού και ουσιαστικά βάσιμου ένδικου βοηθήματος, υπό οιονδήποτε πολίτη προς τυχόν διαλεύκανση της υποθέσεως της πανδημίας και αφετέρου απερίφραστη παραδοχή ότι ημείς οι πολίτες καθιστάμεθα ανυπόληπτα ενεργούμενα ψεκασμένοι, οι οποίοι στερούμεθα οιασδήποτε προστασίας, ακόμη και της δικαστικής προστασίας, καθότι, απλώς αποτελούμε μία διανοητικώς λοβοτομημένη, ευκαταφρόνητη και ανυπόληπτη υδαρή μάζα, προκειμένου η ελίτ να πειραματίζεται εις την αντοχή της υγείας μας.
Η θέσπιση της ποινικής ανευθυνότητας συνεπάγεται εις το διηνεκές ατιμωρησία των πρωταγωνιστών διαχείρισης της πανδημίας και πηδαλιουχήσεως της κοινωνίας περί της λήψεως των προσηκόντων κατά το δοκούν μέτρων, δηλαδή, εν άλλοις λόγοις, η διάταξη αυτή, απαλλάσσει τα μέλη, κατά τρόπο πρόδηλα αντισυνταγματικό διότι παραβιάζει το άρθρο 4 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», καθόσον με το ακαταδίωκτο και επί δολίων πράξεων ή παραλείψεών τους επέρχεται αδικαιολόγητη ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ αυτών και μη εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων υπέρ της συγκεκριμένης κατηγορίας, ως υπαλλήλων εν ευρεία εννοία, έναντι άλλων κατηγοριών υπαλλήλων, δοθέντος ότι η άνω διάταξη του Συντάγματος κατοχυρώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών.
Είναι γεγονός, ότι ο νομοθέτης μπορεί να προβαίνει σε διαφορετική ρύθμιση, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, για τους οποίους είναι δυνατό να κάμπτεται νομοθετικώς η προεκτεθείσα αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου (Ολ. Α.Π. 4/2012, 11/2008, 3/2006, 38/2005).
Τούτο, όμως, δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση τελέσεως εκ δόλου αξιόποινων πράξεων παρά οιουδήποτε, αφού επί τέτοιου είδους πράξεων δεν είναι νοητή ύπαρξη λόγων γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, που να δικαιολογούν συνταγματικώς τη διαφορετική ρύθμιση με τη θέσπιση ακαταδίωκτου υπέρ των ανωτέρω προσώπων κατά την εκφορά γνώμης ή διενέργεια πράξεως, που ανάγονται στα καθήκοντά τους
Έτι περαιτέρω και συμπληρωματικώς προς την εθνική νομοθεσία λειτουργεί και η ευρωπαϊκή και ειδικότερα το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ που καθιερώνει την αρχή της ισότητας και απαγορεύει τις διακρίσεις ορίζοντας ότι «η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνική μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως».
Ειδικότερα, στόχος της ευρωπαϊκής νομοθεσίας κατά των διακρίσεων είναι να εξασφαλίσει σε όλα τα άτομα ισότιμες και δίκαιες προοπτικές πρόσβασης στις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στην κοινωνία.
Μάλιστα, αυτή η νομοθεσία δεν παρουσιάζει μόνο μια μονόπλευρη διάσταση αξιώνοντας την απαγόρευση των διακρίσεων στις σχέσεις κράτους πολίτη, αλλά ταυτόχρονα τριτενεργεί και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών.
Εξειδικεύοντας παρατηρούμε ότι η απαγόρευση των διακρίσεων αναλύεται ως εξής:
Προβλέπει ότι τα πρόσωπα που βρίσκονται σε όμοιες καταστάσεις πρέπει να τυγχάνουν όμοιας μεταχείρισης και να μην υφίστανται δυσμενέστερη μεταχείριση λόγω κάποιου ιδιαίτερου «προστατευόμενου» χαρακτηριστικού το οποίο διαθέτουν. Αυτές είναι οι «άμεσες» διακρίσεις που υπόκεινται σε ένα γενικό κριτήριο αντικειμενικής αιτιολόγησης. Ειδικότερα το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι «[…] διαφορετική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται σε σχετικά όμοιες καταστάσεις […] μπορεί να θεωρηθεί διάκριση εάν στερείται αντικειμενικής και εύλογης αιτιολογίας, με άλλα λόγια εάν δεν επιδιώκει την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού ή εάν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται να επιτευχθεί».
Συνελόντι ειπείν, η κυβέρνησις, τελεί εις ρόλο ωσεί «Ποντίου Πιλάτου», ο οποίος ναι μεν θεσπίζει την ατιμωρησία, κατά τον πιο ιταμό, Αντισυνταγματικό και αντιδημοκρατικό τρόπο, δια ένα τόσο καίριο, ακανθώδες και ιστορικό ζήτημα, καταφάσκοντας όμως δε, εμμέσως πλην σαφώς, ενδεχόμενο δόλο ως προς την αποτυχία της μέχρι τούδε διαχείρισης της πανδημίας αλλά εν ταυτώ και δια το μέλλον, νίπτοντας ανενδοιάστως, τας χείρας της, αποτινάσσοντας οιαδήποτε ανάληψη ουσιαστικά πολιτικής ευθύνης, πλήττοντας όμως τοιουτοτρόπως, εκ βάθρων τα θεμέλια της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας μας.