Είναι πρόδηλο ότι η δομή της κοινωνίας έχει μεταβληθεί άρδην και το οικογενειακό δίκαιο τείνει προς μία διαφορετική βάσει ερειδόμενη εις την ισοτιμία των δύο φύλων εις τους κόλπους της οικογένειας, καταργώντας την παρωχημένες ιδεοληπτικές αντιλήψεις δια το θεσμό του γάμου περί του ανδρός ως κεφαλή της οικίας, αλλά και δια την περιορισμένη αποστολή της γυναίκας αναφορικώς με την περιοριστική διεύθυνση του οίκου της.
Γράφει ο δικηγόρος
Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς*
Το μείζον όμως πρόβλημα, το οποίο εν προκειμένω ενδημεί, καίτοι οι οικείες αφορώσες διατάξεις «κραυγάζουν περί του αντιθέτου», πόσω μάλλον δε με την εισαγωγή του καινοφανούς νόμου περί της «από κοινού και εξίσου» συνεπιμέλειας, ενσκήπτει το φαινόμενο καταχρηστικής συμπεριφοράς, συνιστώμενη εκ μέρους της μητέρας κατά το συνήθως συμβαίνον, η οποία ασκεί την αποκλειστική επιμέλεια των τέκνων της.
Είθισται να έχει παγιωθεί μία εσφαλμένη νοοτροπία (τούτο βεβαίως δε συνεπάγεται ότι εξομοιώνουμε άπασες τις επιμέρους ομοειδείς περιπτώσεις, καθότι η εκάστη περίπτωση αντιμετωπίζεται ξεχωριστά),ιδίως ως προς το ζήτημα της ασκήσεως της επικοινωνίας κατά κανόνα του πατέρα με τα ανήλικα τέκνα του, ότε η μητέρα μετερχόμενη διαφόρους τρόπους επιχειρεί ίνα αποκόψει τα παιδιά εκ του πατρός άνευ της συνδρομής ουδενός σπουδαίου λόγου.
Ασφαλώς, η γενεσιουργός αιτία ενίοτε χρησιμοποίησης των παιδιών, υπό της μητέρας, ως πολιορκητικό κριό, ανάγεται εις αντικείμενο άλλης επιστήμης, πλην όμως η προρρηθείσα στάση δολίας αποστερήσεως και συστηματικής παρεμποδίσεως της επικοινωνίας, συνιστά ανυπερθέτως μία προσβλητική συμπεριφορά, αφενός ως προς τον πατέρα, καθότι του προκαλεί θλίψη ακυρώνοντας την ιδιότητα του γονέα, και εξ ετέρου βλάπτει το ουσιώδες συμφέρον του τέκνου, το οποίο κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας επιτάσσει την αρμονική και ισόρροπη συνύπαρξη των τέκνων με αμφότερους τους γονείς, άλλως δημιουργούνται δομικές ανισορροπίες εις την προσωπικότητα των τέκνων.
Η έλλειψη επικοινωνίας με τον πατέρα, η οποία υποδαυλίζεται από έτερα πάθη, ενίοτε εκτείνεται και εις τη διάρρηξη των σχέσεων και με τους απώτατους ανιόντες, γεγονός το οποίο εν τέλει πλήττει άμεσα το συμφέρον του παιδιού, αποκόπτοντας τον από τον πατέρα του αλλά και από το συγγενικό του περιβάλλον, ούτως ώστε το παιδί να στερείται αδικαιολόγητα την αγάπη και τη στοργή με τα πρόσωπα του στενού οικογενειακού του κύκλου.
Η ψυχοσυναισθηματική επιρροή της μητέρας ως προς το παιδί και η επιμελώς μεθοδευμένη χειραγώγησή του προς τη ματαίωση τής επικοινωνίας, πραγματώνεται ποικιλοτρόπως, ήτοι δια της προσφιλούς πρακτικής της διασποράς συκοφαντικών εις βάρος τού πατέρα προς το τέκνο και την εν γένει διαπότιση του τέκνου με αρνητικά συναισθήματα, με αποτέλεσμα το ίδιο το παιδί εν τέλει να δυσθυμεί ως προς την επικοινωνία μετά του πατρός του, ένεκεν και συνεπεία της πλύσεως εγκεφάλου την οποία έχει υποστεί.
Σύνηθες είναι η ύπαρξη ταύτισης και συμψηφισμού της αυτοτελούς αξιώσεως της υποχρέωσης διατροφής με την εκάτερη υποχρέωση επικοινωνίας, γεγονός το οποίο πυροδοτεί έτι περαιτέρω την κακοποιητική συμπεριφορά προς τα τέκνα, δοθέντος ότι πλειστάκις αυτά (τα τέκνα) χρησιμοποιούνται ως ενεργούμενα, αθύρματα υπό τη μητέρα, επί τω τέλει να υπομημνίσκουν εμφατικά προς τον πατέρα την έγκαιρη καταβολή της διατροφής κατά τη δήλη ορισθείσα ημέρα (σαφώς μιλώ για τις περιπτώσεις συναισθηματικής κακοποίησης των τέκνων, όπου τα παιδιά γίνονται κοινωνοί της συγκρουσιακής καταστάσεως μεταξύ της οξυμμένης διελκυστίνδας αντιπαραθέσεως των γονέων).
Εις αυτές τις περιπτώσεις, τα τέκνα αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να μιλήσουν, καθ’ υπόδειξη της μητέρας προς τον πατέρα τους, αποκλειστικά περί της διατροφής, και όταν ο πατέρας εσχάτως την καταβάλλει, παρά ταύτα, η μητέρα ουδόλως διαμεσολαβεί ενθαρρυντικά προς την άσκηση της επικοινωνίας των τέκνων της με τον πατέρα της, αλλά όλως τουναντίον εις τον αντίποδα η ιδία βαθαίνει εσκεμμένα το χάσμα, προφασιζόμενη ότι δήθεν τα ίδια τα τέκνα αρνούνται συνειδητά, δια ακατάληπτους λόγους, να έλθουν σε επικοινωνία με τον πατέρα τους και ότι η ίδια απεκδύεται πάσης ευθύνης, διότι σέβεται τη γνώμη και τη βούληση των ανήλικων τέκνων της, ως εκ τούτου δε νομιμοποιείται να τα πειθαναγκάσει ίνα κάμψει τη βούλησή τους περί του αντιθέτου, ήτοι την πραγματοποίηση της επικοινωνίας.
Η μηχανιστική αυτή σκέψη οδηγεί εις την οριστική διάρρηξη των σχέσεων, πατρός και τέκνων, με ηθικό ή έμμεσο αυτουργό την ίδια τη μητέρα, η οποία επιχειρεί ατιμωρητί να αποκόψει πλήρως την επικοινωνία εκ του πατέρα, τιτρώσκοντάς του ούτως βάναυσα και παράνομα την προσωπικότητα του (άρθρο 57.59 του Α.Κ.) προξενώντας ανήκεστη ηθική βλάβη, ως πατέρα ο οποίος στέργει δια τα τέκνα του.
Η διελκυστίνδα αντιπαράθεσης με αιχμή του δόρατος τα παιδιά συνιστά μία ενδημούσα χρόνια παθογένεια, η οποία ουδόλως επιλύεται με δικαστήρια, διότι η πυορροούσα και όζουσα πληγή εδράζεται σε βαθύτερες πολιτισμικές θεωρίες και ευήθη ακραία ιδεολογήματα, το καταστάλαγμα των οποίων αποτυπώνεται εύγλωττα εις τις αδιάστικτες διατυπώσεις του Νόμου.