Στην ανακοίνωση που ακολούθησε τον κυβερνητικό ανασχηματισμό διαβάσαμε ότι αυτός «σηματοδοτεί ένα νέο ξεκίνημα». Επίσης, διαβάσαμε ότι «οι όποιες αλλαγές αποκρυσταλλώνουν τις προτεραιότητες του επόμενου χρονικού διαστήματος, αλλά και την προσπάθεια για υπέρβαση καθυστερήσεων». Αφού αφήσουμε κατά μέρος τις υπερβάσεις των καθυστερήσεων, που αποτελούν μόνιμη κατάσταση όλων των κυβερνητικών προγραμμάτων από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, ας μείνουμε στις προτεραιότητες για την οικονομία του επόμενου χρονικού διαστήματος.
Κώστας Μελάς*
Τα προβλήματα στην ελληνική οικονομία είναι πολλά και δύσκολο να επιλυθούν και καθόλου δεν πρέπει να χαμογελούν με αυταρέσκεια οι κυβερνητικοί παράγοντες. Η εναπόθεση των ελπίδων για επίλυση των προβλημάτων στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης δεν ανταποκρίνεται στη σκληρή πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Σε αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε με δύο από τα πλέον σοβαρά προβλήματα που ταλανίζουν την οικονομία και υπό μίαν έννοια αποτελούν υπαρκτούς περιορισμούς για την εξέλιξή της.
Πρόκειται για τα μεγέθη του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους.
Το 2020, εκτός των άλλων αρνητικών επιδόσεων στο σύνολο των μακροοικονομικών μεγεθών, έκλεισε με δημόσιο χρέος ύψους 338 δισ. ευρώ (περίπου 208% του ΑΕΠ) και με ιδιωτικό χρέος πάνω από 240 δισ. ευρώ ή 148% του ΑΕΠ. Υπόψιν ότι στο ποσό αυτό δε συμπεριλαμβάνονται οι αγνώστου ύψους οφειλές μεταξύ ιδιωτών.
Η βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους εξαρτάται, κατ’ αρχάς, από την τήρηση των συμφωνιών από τους Ευρωπαίους δανειστές. Από το επιτόκιο δανεισμού προκειμένου να αναχρηματοδοτούνται οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας και γι’ αυτό η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι ουσιαστική. Επίσης η βιωσιμότητα του χρέους μας εξαρτάται από το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
Όλα αυτά συνοψίζονται στο παρακάτω απόσπασμα της Έκθεσης της Τραπέζης της Ελλάδος (Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, Δεκέμβριος 2020, σ. 128-131) όπου αναφέρεται: «Η ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους υπόκειται σε μεγάλες αβεβαιότητες, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υγειονομικής κρίσης. Αρνητικές επισφάλειες σχετίζονται κυρίως με τα εξής:
-Ένα ενδεχόμενο νέο κύμα της πανδημίας και η λήψη επιπλέον μέτρων περιορισμού της είναι πιθανόν να καθυστερήσουν την οικονομική ανάκαμψη και να απαιτήσουν επιπλέον μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης.
-Μία ενδεχόμενη αντιστροφή των πολύ ευνοϊκών υποθέσεων σχετικά με το κόστος αναχρηματοδότησης και τη στήριξη των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ (για όσο διάστημα τα ελληνικά ομόλογα υπολείπονται της επενδυτικής βαθμίδας αξιολόγησης) ενδέχεται να μετριάσει ή και να αντιστρέψει τη θετική συμβολή της διαφοράς μεταξύ έμμεσου επιτοκίου και ρυθμού ανάπτυξης (snowball effect).
-Μια ηπιότερη ανάκαμψη της οικονομίας έναντι του βασικού σεναρίου ενδέχεται να δυσχεράνει την αποπληρωμή των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων, των κρατικών δανείων και των εγγυήσεων που έχουν χορηγηθεί για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης της οικονομίας.
-Η βραχυπρόθεσμη αύξηση του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και η μακροοικονομική ισορροπία θα αποκατασταθεί σύντομα.
-Παρ’ όλα αυτά, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (ως ποσοστό του ΑΕΠ) μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας προβλέπεται ότι θα είναι αρκετά αυξημένες σε σχέση με τις προ πανδημίας εκτιμήσεις, κινούμενες οριακά κοντά στο συμφωνηθέν όριο 15% του ΑΕΠ, γεγονός που αφήνει λιγοστά περιθώρια για δημοσιονομική χαλάρωση και υπογραμμίζει την αναγκαιότητα διατήρησης του ευνοϊκού κλίματος των αγορών προς την Ελλάδα.
-Η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και η συνέχιση της στήριξης των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά, ανατρέποντας μεσοπρόθεσμα τις αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας».
Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
Αν έτσι έχουν τα πράγματα για το δημόσιο χρέος, η διαχείριση του ιδιωτικού -ειδικά- χρέους, αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση της νέας χρονιάς, καθώς από αυτή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το κατά πόσον θα υπάρξουν χιλιάδες πτωχευμένες επιχειρήσεις, απολύσεις εργαζομένων και δραματική αύξηση της ανεργίας αλλά και μια νέα γενιά μη αποτελεσματικών δανείων που θα βαρύνουν για ακόμη μια φορά τους ισολογισμούς των τραπεζών.
Η πραγματικότητα είναι αδήριτη. Κάθε ημέρα, με την οικονομία σε συνθήκες lockdown ή μερικής δραστηριότητας το πρόβλημα διογκώνεται, καθώς συσσωρεύονται ολοένα και περισσότερες υποχρεώσεις, συνεπώς και τα συνολικά χρέη, οι οποίες αναστέλλονται προκειμένου να αποπληρωθούν «στο προσεχές μέλλον», όταν ελπίζεται ότι θα έχει ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και αυτή τη φορά ονομάζεται πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης!
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία από το επιστρεπτέο κομμάτι των τεσσάρων φάσεων της επιστρεπτέας προκαταβολής αλλά και των φορολογικών υποχρεώσεων που έχουν ανασταλεί μέχρι τον Απρίλιο, έχουν συσσωρευτεί επιπλέον χρέος συνολικού ύψους περίπου 7-8 δισ. ευρώ. Οι αναστολές δανειακών υποχρεώσεων από τις τράπεζες προσθέτουν επιπλέον 9-10 δισ. ευρώ στο συνολικό λογαριασμό, ενώ μόνο εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν για τα απλήρωτα τιμολόγια και τις επιταγές που έχουν «παγώσει» με κρατική παρέμβαση.
ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
Με το ποσό των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων σε αναστολή να έχει ήδη ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ – και ενώ αναμένονται νέες αναστολές για το πρώτο τρίμηνο του 2021 – θεωρείται πρακτικά πολύ δύσκολο αυτά τα χρέη να πληρωθούν μέσα στην περίοδο 2021-2022 και ταυτόχρονα με τις τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις των συγκεκριμένων ετών.
Η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη, εκ των πραγμάτων, να επανεξετάσει στο σύνολό τους τα μέτρα προσωρινού χαρακτήρα που έλαβε μέσα στο 2020 για να διευκολύνει τους οφειλέτες στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, με στόχο να δοθεί μια μόνιμη λύση πριν εκδηλωθούν μαζικά φαινόμενα αδυναμίας πληρωμών.
Είναι δύσκολο να βρεθούν μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση εντός του πλαισίου που θέτουν οι δανειστές και το οποίο περιγράφεται απλά με μια φράση: διασφάλιση της κουλτούρας πληρωμών και όχι οριζόντιες λύσεις τις οποίες θα εκμεταλλευθούν ακόμη και όσοι μπορούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους.
Παράλληλα, η πίεση των επιχειρηματιών, ειδικά των ιδιοκτητών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, για οριζόντια απομείωση του χρέους και εκτεταμένα διευκολυντικά προγράμματα πληρωμών είναι μεγάλη. Το τι θα πράξει το οικονομικό επιτελείο θα το δούμε στο άμεσο μέλλον. Το πιο πιθανό είναι ότι θα ληφθούν συμβιβαστικά ημίμετρα μικρής αποτελεσματικότητας.
*Ο Κώστας Μελάς διδάσκει oικονομικά στο Πάντειο πανεπισ