Οι επαναλαμβανόμενες πλημμύρες που πλήττουν το Μόντρεαλ, έχουν εγείρει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα της κατοίκησης σε υπόγεια διαμερίσματα. Μετά τις τελευταίες καταστροφικές πλημμύρες, που προκλήθηκαν από τα υπολείμματα της τροπικής καταιγίδας Ντέμπι τον Αύγουστο του 2024, τόσο οι τοπικές αρχές όσο και οι ασφαλιστικές εταιρείες, διερευνούν τρόπους να διαχειριστούν τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή και τις ακραίες καιρικές συνθήκες.
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του δημοτικού συμβουλίου, η Μάγια Βοντάνοβιτς, υπεύθυνη για τα υδραυλικά έργα της πόλης του Μόντρεαλ, δήλωσε ότι ενδέχεται στο μέλλον να απαγορευτεί η κατοίκηση σε υπόγεια διαμερίσματα, σε ορισμένες περιοχές που είναι ευάλωτες στις πλημμύρες. «Νομίζω ότι στο μέλλον δε θα μπορούμε να έχουμε πλέον κατοικίες στα υπόγεια» είπε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για αλλαγές στον πολεοδομικό σχεδιασμό.
Παρά την αρχική ανησυχία, ότι αυτό μπορεί να αφορά όλα τα υπόγεια διαμερίσματα, η δήμαρχος του Μόντρεαλ ξεκαθάρισε πως οποιεσδήποτε αλλαγές στους κανονισμούς θα ισχύουν μόνο για νέες κατασκευές και θα περιορίζονται σε συγκεκριμένες περιοχές που θεωρούνται υψηλού κινδύνου για πλημμύρες. Ωστόσο, αυτή η συζήτηση έχει ανοίξει την πόρτα για μια ευρύτερη αξιολόγηση της σκοπιμότητας των υπογείων διαμερισμάτων, καθώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα γίνονται πιο συχνά και έντονα.
Η ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ
Οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην εν λόγω συζήτηση, καθώς οι ζημιές από τις πλημμύρες έχουν προκαλέσει τεράστιες οικονομικές απώλειες. Η Υπηρεσία Ασφαλίσεων του Καναδά ανακοίνωσε, ότι οι πλημμύρες του Αυγούστου 2024 αποτέλεσαν το πιο δαπανηρό ακραίο καιρικό φαινόμενο στην ιστορία του Κεμπέκ, με ζημιές που υπολογίζονται στα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια, ξεπερνώντας ακόμη και την περίφημη παγωμένη καταιγίδα του 1998.
Αυτές οι οικονομικές απώλειες, έχουν οδηγήσει τις ασφαλιστικές εταιρείες να πιέζουν για αυστηρότερους κανονισμούς στις πλημμυροπαθείς περιοχές. Οι ασφαλιστές προειδοποιούν, ότι τα υπόγεια είναι οι χώροι που πλήττονται περισσότερο και πιο γρήγορα σε περιπτώσεις πλημμύρας, αυξάνοντας τον κίνδυνο για τους ενοικιαστές αλλά και για τους ιδιοκτήτες ακινήτων. Καθώς οι πλημμύρες γίνονται όλο και πιο συχνές, οι ασφαλιστές έχουν αρχίσει να αμφισβητούν την οικονομική βιωσιμότητα της ασφάλισης τέτοιων κατοικιών.
ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ
Η πρόταση για περιορισμό των υπογείων διαμερισμάτων δημιουργεί προκλήσεις, τόσο για τους ιδιοκτήτες όσο και για τους ενοικιαστές. Τα υπόγεια διαμερίσματα αποτελούν μια πιο προσιτή επιλογή σε πόλεις με υψηλά ενοίκια, όπως το Μόντρεαλ, και η απαγόρευση της κατοίκησης σε αυτά θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της διαθέσιμης κατοικίας, επιδεινώνοντας την ήδη περιορισμένη προσφορά στέγης.
Για τους ενοικιαστές, τα υπόγεια διαμερίσματα είναι συχνά η μόνη οικονομική επιλογή, ιδιαίτερα σε περιοχές με αυξημένη ζήτηση. Οι χαμηλές τιμές των ενοικίων σε αυτούς τους χώρους τούς καθιστούν ελκυστικούς, παρά τους γνωστούς κινδύνους από πλημμύρες. Εντούτοις, οι συχνές καταστροφές από πλημμύρες δημιουργούν ένα περιβάλλον, όπου οι ενοικιαστές ενδέχεται να χάσουν την περιουσία τους χωρίς προειδοποίηση.
Για τους ιδιοκτήτες, η επένδυση σε υπόγεια διαμερίσματα αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος. Η απαγόρευση ή ο περιορισμός της χρήσης υπόγειων διαμερισμάτων για κατοίκηση, θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια ενός σημαντικού ποσοστού των εσόδων τους. Παράλληλα, η συνεχής ανάγκη για επισκευές και αποζημιώσεις από πλημμύρες επιβαρύνει οικονομικά τους ιδιοκτήτες, οι οποίοι πλέον πρέπει να αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν να επενδύουν σε αυτούς τους χώρους ή αν θα προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες.
Η ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ
Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΝΕΕΣ ΛΥΣΕΙΣ
Η συζήτηση γύρω από τα υπόγεια διαμερίσματα στο Μόντρεαλ, αναδεικνύει την ανάγκη για προσαρμογή στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, με τα ακραία καιρικά φαινόμενα να αυξάνονται σε συχνότητα και ένταση. Πολλές αστικές υποδομές, σχεδιασμένες σε παλαιότερες εποχές, δεν είναι πλέον κατάλληλες για να αντέξουν αυτές τις νέες προκλήσεις. Οι έντονες βροχοπτώσεις και οι πλημμύρες θέτουν υπό πίεση τα συστήματα αποστράγγισης, προκαλώντας σοβαρές ζημιές σε κτίρια και υποδομές.
Η ανάγκη για νέες στρατηγικές και κανονισμούς γίνεται επιτακτική. Η αναβάθμιση των αποχετευτικών δικτύων, η απαγόρευση κατασκευής σε πλημμυροπαθείς περιοχές και η χρήση τεχνολογιών, που περιορίζουν τον κίνδυνο πλημμύρας, είναι μερικές από τις λύσεις που προτείνονται. Οι αυστηρότεροι πολεοδομικοί κανονισμοί και η ενσωμάτωση βιώσιμων αρχιτεκτονικών λύσεων, όπως η χρήση πράσινων υποδομών, μπορούν να μειώσουν την επιβάρυνση των συστημάτων αποστράγγισης και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των πόλεων.
Η καλύτερη διαχείριση των υδάτων είναι επίσης κρίσιμη. Πράσινες στέγες, διαπερατά υλικά για δρόμους και πάρκα που απορροφούν το νερό, μπορούν να μειώσουν τις πλημμύρες. Επίσης, οι περιοχές που λειτουργούν ως «σφουγγάρια» για το νερό, αποθηκεύοντας προσωρινά το νερό της βροχής, μπορούν να συμβάλλουν στην πρόληψη καταστροφών.
Ωστόσο, η εφαρμογή αυτών των λύσεων φέρνει οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις. Η αναβάθμιση των υποδομών απαιτεί σημαντικούς οικονομικούς πόρους, ενώ οι αλλαγές αυτές ενδέχεται να πλήξουν κοινωνικά ευάλωτες ομάδες που ζουν σε υπόγεια διαμερίσματα, τα οποία συχνά αποτελούν φθηνότερη επιλογή στέγασης.
Η κλιματική αλλαγή απαιτεί άμεσες και στοχευμένες παρεμβάσεις, για να προστατευθούν οι πόλεις και οι κάτοικοί τους. Οι νέες στρατηγικές και οι βελτιώσεις στις υποδομές θα βοηθήσουν τις αστικές περιοχές να προσαρμοστούν στις προκλήσεις που φέρνει το μέλλον.