Δεκτό και το δεύτερο τελεσίγραφο Φιντάν σε Γεραπετρίτη μετά την Κάσο – Υποχώρησε και στα θαλάσσια πάρκα – Τα χωροθετεί μόνο εντός χωρικών υδάτων – Μειώνεται ο ζωτικός εθνικός χώρος στο Αιγαίο που βαίνει προς διχοτόμηση – Βαριά η παρακαταθήκη του Κωνσταντίνου Καραμανλή
Και να θέλουμε να πιστέψουμε τους ισχυρισμούς των κυβερνητικών παραγόντων για την προσήλωσή τους στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στο Αιγαίο, έρχεται η επικαιρότητα να μας προσγειώσει στη σκληρή πραγματικότητα.
Σύμφωνα λοιπόν με άρθρο της εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ», το οποίο στηρίζεται σε ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ», η Τουρκία μας έχει περιορίσει στη ζώνη των έξι μιλίων των χωρικών μας υδάτων και εμείς δεν αντιδρούμε. Έχουμε ατύπως αποδεχθεί, ότι έξω από την αιγιαλίτιδα ζώνη των νησιών μας η θάλασσα είναι «γκρίζα» και οποιαδήποτε κίνηση μας υπόκειται σε έγκριση από την Άγκυρα.
Το είδαμε να συμβαίνει σχετικώς προς τις έρευνες για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδος-Κύπρου, το βλέπουμε τώρα, καθώς έρχονται στο φως οι αποφάσεις της Κυβερνήσεως για το εθνικό θαλάσσιο πάρκο στο Αιγαίο, το οποίο κατακερματίζεται. Δε θα είναι ενιαίο, αλλά θα αποτελείται από ένα σύνολο μικρών πάρκων, το κάθε ένα από τα οποία θα περιορίζεται εντός των χωρικών υδάτων μας.
Αυτό αποκαλύπτει ρεπορτάζ της εφημερίδος «Τα Νέα» στο οποίο υπό τον τίτλο «Θαλάσσια πάρκα εντός των χωρικών μας υδάτων» περιλαμβάνεται δήλωση «αρμοδίων πηγών» του υπουργείου Εξωτερικών που έχει ως ακολούθως: «Εμείς προχωρούμε ακάθεκτοι να κάνουμε ό,τι πρέπει στο κομμάτι της περιβαλλοντικής προστασίας. Δεν έχουμε κάτι να μοιράσουμε με τους Τούρκους. Δεν πάμε σε διεθνή ύδατα, πάμε σε εθνικά ύδατα, εντός των 6 ναυτικών μιλίων όσον αφορά στο Αιγαίο, εντός των 12 ναυτικών μιλίων όσον αφορά το Ιόνιο».
Πρόκειται για κυνική ομολογία, ότι για δεύτερη φορά, μετά την Κάσο, υποχωρήσαμε στο τελεσίγραφο του Χακάν Φιντάν. Το περιβαλλοντικό πάρκο που είχε σχεδιασθεί κατά ενιαίο τρόπο εγκαταλείπεται και κατακερματίζεται, έτσι ώστε να μην «πάμε σε διεθνή ύδατα». Όμως επ’ αυτών των διεθνών υδάτων, η Ελλάς έχει κυριαρχικά δικαιώματα, τα οποία η σημερινή κυβέρνηση όχι απλώς αποφεύγει να τα διεκδικήσει, αρνείται να τα ασκήσει, με βαρύτατες επιπτώσεις στο μέλλον του έθνους. Διότι η άρνηση αυτή σημαίνει ότι «διασπάται η εθνική ενότητα της Ελλάδος» και «διχοτομείται η ελληνική επικράτεια». Αυτό δεν το λέμε εμείς. Είναι τα λόγια του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Τζωρτζ Μπους (τον πρεσβύτερο) κατά τη διάρκεια επισκέψεως του τελευταίου στην Αθήνα.
Είχε πει επί λέξει ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας: «Αν οι Τούρκοι πάρουν υφαλοκρηπίδα μεγαλύτερης εκτάσεως αυτής που δικαιούνται, τότε τα ελληνικά νησιά θα ενταχθούν στο χώρο της Τουρκίας. Και έτσι διασπάται η εθνική ενότης της Ελλάδος». Και παρακάτω: «Το Αιγαίο είναι 50% ελληνικός χώρος, 42% διεθνής και 8% τουρκικός. Και παρά ταύτα, οι Τούρκοι θέλουν να το μοιράσουμε στη μέση. Αν γίνει αυτό διχοτομείται η ελληνική επικράτεια. Και δυστυχώς φοβούμαι ότι όλα αυτά γίνονται άνευ λόγου, γιατί τελικά δεν υπάρχει πετρέλαιο».
Το ζήτημα όμως δεν είναι το πετρέλαιο. Διότι η πολιτική διαδικασία καθορίζει την οικονομική. Εδώ έχουμε να κάνουμε με κυριαρχικά δικαιώματα και ακόμη περισσότερο με εθνικό κύρος.
Η Τουρκία, όπως παραδέχεται και το ρεπορτάζ των «Νέων», «κάνει λόγο για γκρίζες ζώνες στο αιγαίο και νησιά, νησίδες, βράχους, των οποίων η κυριαρχία δεν έχει εκχωρηθεί στην Ελλάδα από τις διεθνείς συνθήκες». Και σε αυτό, το υπουργείο Εξωτερικών απαντά ότι «πολιτικοποιείται ένα αμιγώς περιβαλλοντικό ζήτημα». Αυτή δεν είναι απάντηση, είναι υπεκφυγή. Διότι όπως και πάλι ο αείμνηστος Καραμανλής είχε τονίσει προς τον πρόεδρο Μπους «Το Αιγαίο είναι κατοχυρωμένο με τη Συνθήκη της Λοζάνης».
Η σημερινή Κυβέρνηση προέρχεται από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Από το κόμμα που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Θα έπρεπε λοιπόν, να τηρεί ευλαβικά τις παρακαταθήκες του, όσον αφορά τουλάχιστον στα εθνικά θέματα. Αλλά φαίνεται είναι βαριές αυτές οι παρακαταθήκες για τους ώμους ορισμένων. Και ας μην ισχυρισθούν ότι έχουν αλλάξει οι συνθήκες, το διεθνές περιβάλλον, η συσχετισμοί δυνάμεων. Διότι το μόνο που δεν μπορεί να αλλάξει είναι η βούληση του έθνους για επιβίωση και διατήρηση της ενότητάς του.