Σε μια διαφωτιστική έκθεση που κυκλοφόρησε από τη North Economics, μια εταιρεία συμβούλων που εδρεύει στην Αλμπέρτα, αποκαλύφθηκε ότι οι Καναδοί ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, σε κάτι που μπορεί να περιγραφεί μόνο ως «υπερβολικά» τραπεζικά τέλη.
Τα ευρήματα έχουν πυροδοτήσει μια έντονη συζήτηση σχετικά με την κατάσταση του τραπεζικού τομέα στον Καναδά, ο οποίος επί του παρόντος κυριαρχείται από μια χούφτα σημαντικών παικτών: RBC, TD, BMO, CIBC και Scotiabank. Αυτή η αποκάλυψη έρχεται σε μια περίοδο, που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση καταβάλλει συντονισμένες προσπάθειες για τη μείωση των τραπεζικών προμηθειών, υπογραμμίζοντας ένα κρίσιμο ζήτημα που επηρεάζει εκατομμύρια Καναδούς.
Η έκθεση της συμβουλευτικής εταιρείας κάνει μια αυστηρή σύγκριση μεταξύ των προμηθειών που χρεώνουν οι Big Five τράπεζες τού Καναδά και εκείνων σε άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστραλία. Οι Καναδοί, φαίνεται, βρίσκονται σε σημαντικό μειονέκτημα, πληρώνοντας περισσότερα για βασικές τραπεζικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της μηνιαίας συντήρησης λογαριασμού, τελών μη επαρκών κεφαλαίων (NSF), χρεώσεων υπέρ-ανάληψης (overdraft) και ακόμη και πρόσβασης σε ΑΤΜ εκτός του δικτύου της τράπεζάς τους. Η διαφορά δεν είναι απλώς οριακή, είναι σημαντική, επηρεάζοντας την οικονομική ευημερία των Καναδών.
Ο Alain de Bossart, ο διευθύνων σύμβουλος της North Economics, ηγήθηκε της μελέτης, οδηγούμενος από τις προσωπικές του παρατηρήσεις όταν μετακόμισε στον Καναδά από το Ηνωμένο Βασίλειο πριν από περίπου επτά χρόνια. Η αντίθεση στις τραπεζικές πρακτικές μεταξύ των δύο χωρών ήταν έντονη. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η διατήρηση πολλαπλών τραπεζικών λογαριασμών χωρίς μηνιαίες χρεώσεις είναι συνηθισμένη, παρέχοντας στους καταναλωτές ευελιξία και ελευθερία που φαίνεται εμφανώς απούσα στον Καναδά. Αυτή η παρατήρηση οδήγησε σε μια βαθύτερη έρευνα για τις δομές προμηθειών των καναδικών τραπεζών, με αποκορύφωμα τα πορίσματα της έκθεσης.
Η έκθεση ποσοτικοποιεί σχολαστικά το «υπερβάλλον» εισόδημα που δημιουργείται από τους καναδικούς τραπεζικούς γίγαντες, οι οποίες έβαλαν στις «τσέπες» τους 7,73 δισεκατομμύρια δολάρια για το έτος 2022. Αυτός ο αριθμός μεταφράζεται σε μια επιπλέον επιβάρυνση περίπου 250$ ανά Καναδό, υπογραμμίζοντας τη σημαντική οικονομική επίπτωση σε άτομα και οικογένειες σε όλη τη χώρα.
Το ζήτημα των υψηλών τραπεζικών προμηθειών είναι πολύπλευρο, περιλαμβάνοντας μια σειρά από χρεώσεις που πλήττουν σκληρά τους καταναλωτές. Για παράδειγμα, τα τέλη NSF στον Καναδά μπορεί να φτάσουν έως και $45 έως $50 ανά περιστατικό, μια έντονη αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία, όπου τέτοια τέλη είναι σημαντικά χαμηλότερα ή ακόμα και ανύπαρκτα. Ομοίως, η προστασία υπέρ-ανάληψης, ένα κοινό τραπεζικό χαρακτηριστικό, έχει κόστος στον Καναδά, ενώ οι τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου το προσφέρουν δωρεάν, αν και με υψηλότερα επιτόκια στο ποσό που έχει υπέρ-ανάληψη.
Οι προμήθειες χρήσης ΑΤΜ αντιπροσωπεύουν ένα άλλο σημείο πόνου για τους Καναδούς, ειδικά όταν χρησιμοποιούν μηχανήματα εκτός του δικτύου της τράπεζάς τους. Οι χρεώσεις μπορεί να κυμαίνονται από 1$ έως 9$ ανά συναλλαγή, μια πλήρης απόκλιση από τη δωρεάν πρόσβαση στο ATM που απολαμβάνουν οι καταναλωτές στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία.
Η Canadian Bankers Association απάντησε στην έκθεση, τονίζοντας την αξία και την προσβασιμότητα του τραπεζικού συστήματος της χώρας. Υπογραμμίζουν τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για να καλυφθούν οι οικονομικές ανάγκες των Καναδών, συμπεριλαμβανομένης της παροχής λογαριασμών χωρίς κόστος σε συγκεκριμένες δημογραφικές ομάδες, όπως οι νέοι, οι φοιτητές και οι ηλικιωμένοι. Ωστόσο, η έκθεση σημειώνει ότι μια πραγματικά δωρεάν τραπεζική επιλογή, διαθέσιμη σε όλους τους Καναδούς ανεξαρτήτως ηλικίας ή κατάστασης, παραμένει άπιαστη.
Η έκθεση υποδηλώνει ότι οι ρυθμιστικές προσεγγίσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση των τραπεζικών προμηθειών σε χαμηλά επίπεδα. Αυτές οι χώρες έχουν εντολές που ενθαρρύνουν ρητά τον ανταγωνισμό στον τραπεζικό τομέα, καθιστώντας ευκολότερο για τους καταναλωτές να αλλάξουν τράπεζα και, ως εκ τούτου, ενθαρρύνοντας ένα περιβάλλον πιο φιλικό προς τους καταναλωτές. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον Καναδά, όπου τα ρυθμιστικά πλαίσια δε δίνουν παραδοσιακά προτεραιότητα στον ανταγωνισμό στον ίδιο βαθμό.
Οι προσπάθειες της υπουργού Οικονομικών Chrystia Freeland να εισαγάγει πιο προσιτές τραπεζικές επιλογές και να μειώσει τα τέλη NSF σημειώνονται στην έκθεση, υποδεικνύοντας μια πιθανή στροφή προς πιο φιλικές προς τους καταναλωτές πολιτικές. Ωστόσο, η πορεία προς την ουσιαστική αλλαγή φαίνεται να είναι δύσκολη, που απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια από τις ρυθμιστικές αρχές, τους φορείς χάραξης πολιτικής και τον ίδιο τον τραπεζικό κλάδο.
Η έκθεση της North Economics έχει ρίξει φως σε ένα πιεστικό ζήτημα που επηρεάζει εκατομμύρια Καναδούς. Τα ευρήματα υπογραμμίζουν την ανάγκη για έναν πιο ανταγωνιστικό, διαφανή και προσανατολισμένο στον καταναλωτή τραπεζικό τομέα στον Καναδά, όπου η οικονομική ευημερία των πολιτών τοποθετείται στην πρώτη γραμμή των αποφάσεων πολιτικής και των τραπεζικών πρακτικών. Καθώς συνεχίζονται οι συζητήσεις γύρω από τις τραπεζικές προμήθειες και τα χρηματο-οικονομικά κεφάλαια, είναι σαφές ότι η πορεία προς τα εμπρός θα απαιτήσει επανεκτίμηση των ρόλων και των ευθυνών των τραπεζικών κολοσσών του Καναδά.
Η ΕΛΛΑΔΑ
Στην Ελλάδα μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν μηνιάτικα έξοδα διατήρησης λογαριασμών. Ωστόσο, αυτό θα αλλάξει σύντομα. Καθώς πλέον δεν αναμένεται περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων και, κατά συνέπεια, άνοδος των εσόδων από το επιτοκιακό περιθώριο, οι ελληνικές τράπεζες αναζητούν τρόπους για να αυξήσουν τα έσοδα από προμήθειες και ταυτόχρονα να μειώσουν το λειτουργικό κόστος από τη διατήρηση ξεχασμένων ή διπλών και τριπλών λογαριασμών χωρίς υπόλοιπα και κινήσεις. Η επιβολή μιας πάγιας χρέωσης της τάξης των 0,50 ευρώ το μήνα θα αφορά μόνο την τήρηση καταθετικών λογαριασμών που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν πληρωμές, να έχουν χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες, να μεταφέρουν κεφάλαια κ.ά.
Πηγή: Bloomberg Canada, North Economics, in.gr