Η ανάκληση του Γάλλου Πρέσβη από την Άγκυρα μετά από την ad hominem επίθεση του Τούρκου Προέδρου στον Πρόεδρο Μακρόν, είναι μία ακραία διπλωματική αντίδραση αλλά μάλλον απολύτως δικαιολογημένη.
Γράφει ο Κώστας Υφαντής
[Kαθηγητής Διεθνούς
Δικαίου στο Πάντειο]
Αν και οι εν θερμώ σχολιασμοί σπάνια έχουν την αξιοπιστία που έχει μια στιβαρή ανάλυση με κάποια απόσταση από τα γεγονότα, η αχαρακτήριστη ρητορική του Προέδρου Ερντογάν και η εύλογη απάντηση του Παρισιού με την υποβάθμιση της Γαλλικής διπλωματικής εκπροσώπησης, δείχνει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι Γαλλο-Τουρκικές σχέσεις εισέρχονται ταχύτατα σε μία φάση απροκάλυπτης εχθρότητας. Τρεις σύντομες παρατηρήσεις χωρίς να μπορεί κανείς να προβλέψει πως θα εξελιχθούν τα γεγονότα:
ΠΡΩΤΟΝ, το καθεστώς Ερντογάν δείχνει να έχει επιλέξει το δρόμο της ρήξης με όποιον παράγοντα αρνείται να «συμμεριστεί» τα τουρκικές εθνικές προτιμήσεις και στέκεται απέναντι στις τουρκικές περιφερειακές φιλοδοξίες και αυταπάτες μεγάλης δύναμης. Η Γαλλία ήταν και είναι προφανής στόχος, από τη στιγμή που έγκαιρα ο Πρόεδρος Μακρόν έχει αρνηθεί να «κατευνάσει» την Τουρκική επιθετικότητα. Σε αυτή τη λογική, ο Τούρκος Πρόεδρος με την ανιστόρητη επιδίωξή του να αναλάβει το ρόλο του υπερασπιστή και ηγέτη του Σουνιτικού κόσμου – όπως έκανε και το 2009 στο Νταβός απέναντι στον Σιμόν Πέρεζ – επιλέγει εχθρούς, που πιστεύει ότι τον κάνουν δημοφιλή στο μέσο Μουσουλμάνο.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, το Παρίσι και ο Πρόεδρος Μακρόν επιβεβαιώνει ότι είναι ο μόνος πραγματικά στρατηγικός παίκτης, σε μία συγκυρία που κρίνονται πολλά στη Μεσόγειο και ο μόνος που μπορεί να σηκώσει το βάρος μιας αποφασιστικής Ευρωπαϊκής αντίδρασης στις προ-νεωτερικές απειλές ακραίων, ριζοσπαστικοποιημένων κοινοτήτων, εντός και κυρίως εκτός της Ευρώπης.
ΤΡΙΤΟΝ, η Γαλλο-τουρκική διελκυστίνδα φέρνει το Βερολίνο αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα από την οποία δε μπορεί πλέον να ξεφύγει: Η σημερινή άρχουσα ελίτ στην Άγκυρα δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη και ολοένα και περισσότερο συνιστά απειλή για τη σταθερότητα και την ενότητα της Ευρώπης. Η Γερμανία δε μπορεί πλέον να αποδράσει από τις ευθύνες της. Το δίλημμα δεν είναι να μη χαθεί η Τουρκία για την Ευρώπη και τραυματιστούν τα Ευρωπαϊκά οικονομικά συμφέροντα μερικών δισεκατομμυρίων – που επί της ουσίας δεν είναι ούτε 0,5% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ – αλλά να μη χαθεί η Ευρώπη. Αν το Βερολίνο εξακολουθεί να μην αντιλαμβάνεται την Ιστορία και δε συμπαραταχθεί, χωρίς την παραμικρή αμφιθυμία, με το Παρίσι, το τέλος του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος δε θα είναι ένα απίθανο σενάριο.
Για την Ελλάδα και την ελληνική εξωτερική πολιτική, η υποστήριξη της Γαλλίας δεν είναι απλώς αυτονόητη αλλά η βέλτιστη για τα Ευρωπαϊκά και Ελληνικά συμφέροντα επιλογή. Οι όποιες – ίσως δικαιολογημένες σε κάποιο βαθμό – επιφυλάξεις για την αναβάθμιση των σχέσεων με τη Γαλλία στο υψηλότερο στρατηγικό επίπεδο, θα πρέπει να επαναξιολογηθούν άμεσα.