Το πλαίσιο για νέα διατλαντική συνεργασία υπό το βάρος της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία και την έμπρακτη αμφισβήτηση της παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων που εγκαθιδρύθηκε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, θα αναζητήσουν οι ηγέτες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ την 24η Μαρτίου στις Βρυξέλλες, παρουσία και του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Νίκος Μελέτης*
© liberal.gr
Η ουκρανική κρίση έχει ταρακουνήσει τη Δύση, η οποία βλέπει τα πλέον ευφάνταστα σενάρια να γίνονται πραγματικότητα και τη βαθιά κρίση που ξεκίνησε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να μην έχει ορατό τέλος.
Το γεγονός ότι η κρίση σε στρατιωτικό επίπεδο ακόμη δεν έχει κλιμακωθεί πλήρως και είναι εντελώς αβέβαιο μέχρι που μπορεί να φτάσει αυτή η κλιμάκωση, καθιστά επιτακτική την ανάγκη για το ΝΑΤΟ και την ΕΕ να αναδιαμορφώσουν τη στρατηγική τους, τόσο για την ανάσχεση της ρωσικής επιθετικότητας, όσο και για τη διαμόρφωση ενός πλαισίου για την επόμενη μέρα του πολέμου στην Ουκρανία.
Οι ΗΠΑ από την πρώτη στιγμή σήκωσαν πολύ ψηλά τον πήχη στις αντιδράσεις στη ρωσική εισβολή και ήδη οι κυρώσεις τις οποίες έχουν υιοθετήσει δεν έχουν απλώς αποτρεπτική λογική, αλλά αποσκοπούν στο οριστικό «γονάτισμα» της Ρωσίας.
Αν όμως οι ΗΠΑ και η Βρετανία με ευκολία ανακοίνωσαν την επιβολή εμπάργκο και στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, δε συμβαίνει το ίδιο με τις ευρωπαϊκές χώρες, που εξαρτημένες ενεργειακά από τη Ρωσία, κάθε άλλο παρά είναι πρόθυμες να ακολουθήσουν σε τέτοιου είδους κυρώσεις, που θα σήμαιναν τρομακτική αύξηση των τιμών ενέργειας, ηλεκτρισμού, προϊόντων κατανάλωσης, φέρνοντας πληθωρισμό, ύφεση, ανεργία και επίσης αποδυνάμωση του μετώπου, το οποίο έχει διαμορφωθεί εναντίον της ρωσικής επίθεσης στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Το ΝΑΤΟ έχει τεθεί μπροστά σε κρίσιμα διλήμματα, καθώς φυτοζωώντας όλα τα χρόνια μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τού δίνει «λόγο ύπαρξης» όμως θέτει και σοβαρούς περιορισμούς.
Καθώς η Ουκρανία δεν είναι χώρα μέλος της Συμμαχίας δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 5 (περί αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση επίθεσης εναντίον κράτους – μέλους), όμως περιορίζεται και η ίδια η Συμμαχία για τους στρατιωτικούς τρόπους αντίδρασης έναντι της Ρωσίας, μια και δεν μπορεί να υπάρξει άμεση στρατιωτική εμπλοκή στο ουκρανικό έδαφος, εφόσον δεν υπάρχουν εκεί και δεν μπορούν έτσι να πληγούν Νατοϊκοί στόχοι.
Αμερικανοί και Ευρωπαίοι υπήρξαν ιδιαίτερα προσεκτικοί σε αυτό το κεφάλαιο και για το λόγο αυτό όχι μόνο δεν υπέκυψαν στις εκκλήσεις του Β. Ζελένσκι για επιβολή Non Fly Zone πάνω από την Ουκρανία, αλλά ούτε, τουλάχιστον φανερά, έστειλαν στρατιωτικούς συμβούλους ή επίσημες αποστολές για να συντονίσουν την υποδοχή και κατανομή των οπλικών συστημάτων και πολεμικού υλικού που έφθασε ως ενίσχυση από τη Δύση.
Έτσι, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, η Δύση αποφεύγει να υποχρεωθεί σε μια απευθείας στρατιωτική αναμέτρηση με τη Ρωσία που θα έφερνε τον πλανήτη στα πρόθυρα μιας ανεξέλεγκτης σύγκρουσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πυρηνική αναμέτρηση.
Αυτά τα όρια βεβαίως που τίθενται στην αντίδραση της Δύσης, αφήνουν σε ένα βαθμό το πεδίο ελεύθερο στον πρόεδρο Πούτιν να συνεχίζει την επιχείρηση του στο Ουκρανικό έδαφος.
Το ΝΑΤΟ αναζητά πάντως «έξυπνους» τρόπους, για ενίσχυση της ουκρανικής άμυνας είτε σε επιτελικό επίπεδο με συντονισμό, παροχή πληροφοριών, διευκόλυνση επικοινωνιών, είτε με παροχή συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων, τα οποία μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικά για τις αργοκίνητες, μεγάλες σε μέγεθος και ευάλωτες σε μικρής κλίμακας αντεπιθέσεις, επιτιθέμενες ρωσικές δυνάμεις.
Και όπως όλα δείχνουν, όλοι ετοιμάζονται για τις μάχες των πόλεων με μητέρα των μαχών αυτή στο Κίεβο, που όμως η Μόσχα αντιλαμβάνεται ότι δε θα είναι περίπατος, ούτε είναι δεδομένο ότι ακόμη και η είσοδος των ρωσικών δυνάμεων στο Κίεβο θα σημάνει τη νικηφόρα λήξη του πολέμου.
Η εμπειρία του Στάλινγκραντ και του Λένινγκραντ που υπήρξαν οι δύο από τις μεγαλύτερες πολιορκίες πόλεων στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, θα πρέπει να έχει διδάξει πολλά τον Πούτιν, καθώς και στις δυο πολιορκίες δεν ήταν οι πολιορκούμενοι αυτοί που ηττήθηκαν.
Το Κίεβο παρά τους πολλούς ρωσόφωνους κατοίκους του δεν πρόκειται να παραδοθεί εύκολα και πάντως θα υπάρξει σφοδρή αντίσταση, σε κάθε δρόμο και σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο και με κάθε μέσο, που θα καταστήσει τη ρωσική είσοδο στην πόλη σε πραγματική κόλαση. Διότι τότε η Ρωσία θα βρεθεί σε ένα οδυνηρό δίλημμα: ή θα πρέπει να έρθει σε συμβιβασμό με τον κ. Ζελένσκι και την Ουκρανική κυβέρνηση ή θα πρέπει να ισοπεδώσει την ουκρανική αντίσταση προκειμένου να επιβάλει τη δική του κυβέρνηση «Βισύ», μέσα όμως από μια επιχείρηση επιβολής με μεγάλο αριθμό θυμάτων και με καταστροφή όχι μόνο των υποδομών αλλά και πολιτικών στόχων της πρωτεύουσας, απονομιμοποιώντας έτσι τη ρωσική εισβολή και την κυβέρνηση εγκαθέτων στο Κίεβο.
Η παρουσία του προέδρου Μπάιντεν στις Βρυξέλλες θα δώσει πιθανότατα και την ευκαιρία, για να υπάρξει μέσα στην ένταση του πολέμου μια ψύχραιμη συζήτηση, τού πώς πρέπει η ΕΕ να απεξαρτηθεί ενεργειακά από τη Ρωσία.
Οι ιδέες για ενίσχυση της προσφερόμενης ποσότητας πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Βενεζουέλα, το Κατάρ, τη Σ. Αραβία, τα ΗΑΕ, είναι κάτι που θα μπορούσε άμεσα να αμβλύνει τις συνέπειες σε πρώτη φάση, τη διακοπή ή περιορισμό των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία. Η πράσινη μετάβαση την οποία έχει ήδη αποφασίσει η ΕΕ θα χρειαστεί τουλάχιστον μια δεκαετία και πολλά δισεκατομμύρια επενδύσεις.
Στη συζήτηση αυτή όμως θα πρέπει να τεθεί και το θέμα της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς τόσο οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις της Ελλάδας με Ισραήλ και Αίγυπτο αποκτούν εξαιρετική γεωστρατηγική σημασία, όμως και ο αγωγός EAST MED τον οποίο με ευκολία και για λόγους μάλλον πολιτικούς απέρριψαν οι Αμερικανοί, αποκτά άλλη σημασία.
Επίσης, και οι έρευνες που έχουν ανασταλεί νοτιοδυτικά της Κρήτης, που πιθανολογείται η ύπαρξη κοιτασμάτων φυσικού αερίου, θα έρθουν στο προσκήνιο, καθώς η Ευρώπη στην πορεία προς την πράσινη μετάβαση δεν έχει πλέον περιθώριο να «σνομπάρει» οποιαδήποτε πηγή ενέργειας, πόσο μάλλον όταν αυτή ανήκει σε χώρα μέλος της ΕΕ.
Το μεγάλο ερώτημα όμως για τη διατλαντική συνεργασία, δεν είναι μόνο η αντιμετώπιση της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία, αλλά η διαμόρφωση μιας συνολικής και σφαιρικής στρατηγικής για τη νέα Τάξη Πραγμάτων που πρέπει να διαμορφωθεί σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον στη μετά την Ουκρανική κρίση, εποχή.
Για τις ευρωπαϊκές χώρες είναι προφανές, ότι δεν μπορεί να υπάρξει συλλογική ασφάλεια στη Γηραιά Ήπειρο η οποία θα αποκλείει ή θα έχει απέναντι τη Ρωσία.
Η Ε.Ε. αντιλαμβάνεται τις στρατηγικές ανησυχίες της Ουάσιγκτον τόσο για την ανάκτηση της ρωσικής ισχύος και επιρροής αλλά και για την επέκταση της οικονομικής κυρίως επιρροής της Κίνας στην Ευρώπη, όμως είναι προφανές ότι δεν μπορεί να απορριφθεί, χωρίς να έχουν εξασφαλισθεί εναλλακτικές, τόσο η σχέση στο κεφάλαιο της ενέργειας με τη Μόσχα, όσο και η εμπορική – επενδυτική σχέση με το Πεκίνο.
Η Ουάσιγκτον ίσως για πρώτη φορά μετά από την εποχή του προέδρου Τρούμαν θα αντιληφθεί, ότι η αναζήτηση και η αποκατάσταση του ηγεμονικού ρόλου της στην παγκόσμια σκηνή δεν μπορεί να γίνει με δωρεάν κομπάρσους αλλά θα έχει ικανοποιημένους και καλά «αμειβόμενους» συμπρωταγωνιστές…
*Ο Νίκος Μελέτης γεννήθηκε στην Κεφαλλονιά το 1962. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών της Νομικής Σχολής Αθηνών. Άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος το 1987. Από το 1990 καλύπτει το διπλωματικό ρεπορτάζ, αρχικά στην ΕΡΤ και κατόπιν και στην εφημερίδα «Έθνος». Αρθρογραφεί στο liberal.gr και στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος».