ΑΝΑΛΥΣΗ:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ*
Πέρα από τις περιπτώσεις υψηλών τιμών – ως πιο εύκολα κατανοητών – οι πόλεμοι του πετρελαίου μπορούν να διεξαχθούν και με την ακριβώς αντίθετη στρατηγική, δηλαδή μέσω εξαιρετικά χαμηλών τιμών. Η κρίσιμη έννοια σε αυτήν την περίπτωση είναι εκείνη του μεριδίου αγοράς, η οποία αφορά και στον οξύ ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας.
Το μερίδιο της αγοράς αφορά στο ποσοστό της ζήτησης που ο παραγωγός μπορεί να καλύψει μονοπωλιακά μακροπρόθεσμα. Ο πόλεμος των χαμηλών τιμών του πετρελαίου έχει σκοπό, τόσο να αποτρέψει την είσοδο νέων παραγωγών στην αγορά, όσο και να εξαναγκάσει σε έξοδο τους παραγωγούς που ήδη είναι εντός της αγοράς. Μάλιστα, ο πόλεμος χαμηλών τιμών έχει πολύ πιο ισχυρά και μόνιμα αποτελέσματα.
Παρόλο που σε καθεστώς υψηλών τιμών ο παραγωγός απολαμβάνει σημαντικά οφέλη, αυτά συνήθως είναι βραχυπρόθεσμα, καθώς αν διατηρηθούν επί μακρόν δίνεται το σήμα στην αγορά, ότι ακριβότεροι παραγωγοί μπορούν να εισέλθουν και να δημιουργήσουν αυξημένο ανταγωνισμό. Αντίθετα, σε καθεστώς χαμηλών τιμών, τα κόστη εισόδου νέων παραγωγών (ή της επανόδου των παραγωγών που έχουν εκτοπιστεί) είναι αποτρεπτικά.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΙΜΩΝ ΤΟΥ 2020
Από το 2014, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να αλλάξουν τη στρατηγική τους και να μετατραπούν από εισαγωγική σε εξαγωγική χώρα πετρελαίου. Σήμερα, οι ΗΠΑ συνιστούν τη μεγαλύτερη (ατομική) πετρελαιοπαραγωγό χώρα με προσφορά άνω των 12 εκ. βαρελιών ημερησίως. Το 2016, ο ΟΠΕΚ σε μια στρατηγική κίνηση ενίσχυσης της διεθνούς θέσης του, ενέταξε 10 νέες πετρελαιοπαραγωγές χώρες – μεταξύ τους και η Ρωσία – συστήνοντας τον ΟΠΕΚ+.
Στις αρχές του 2020, η Ρωσία διαφοροποιήθηκε από τον ΟΠΕΚ κι αποφάσισε να χαράξει ανεξάρτητη πετρελαϊκή πολιτική. Ακόμα κι έτσι, σήμερα, ο ΟΠΕΚ+ ελέγχει το 50% της διεθνούς παραγωγής πετρελαίου. Οι παραπάνω κινήσεις συνιστούν μια ένδειξη, ότι εκτός από την (ήδη) υπάρχουσα γεωγραφική συγκέντρωση, η διεθνής οικονομία οδηγείται σε ένα νέο κύκλο αυξανόμενης επιχειρηματικής συγκέντρωσης της παραγωγής πετρελαίου, δηλαδή σε ένα νέο κύκλο πετρελαϊκού ολιγοπωλίου.
Το κρίσιμο στοιχείο του τρέχοντος πολέμου τιμών, είναι η απαραίτητη τιμή του πετρελαίου που χρειάζονται, τόσο οι επιχειρήσεις για να είναι κερδοφόρες, όσο και τα κράτη, για να διατηρούν σταθερό το ποσοστό του χρέους τους προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) τους, δηλαδή να έχουν δημοσιονομική σταθερότητα.
Ένα συχνό σφάλμα είναι, ότι αξιολογείται αποκλειστικά το κόστος εξόρυξης και με βάση αυτό καθορίζεται και η δυνατότητα ενός κράτους να αντέξει ένα πόλεμο χαμηλών τιμών. Το κόστος εξόρυξης είναι μια αναγκαία συνθήκη, ωστόσο ως μοναδικό κριτήριο είναι ανεπαρκές. Ο συνδυασμός του χαμηλού κόστους εξόρυξης με χαμηλό ποσοστό κρατικού χρέους, συνιστά την ικανότητα ενός κράτους να διατηρεί – μακροπρόθεσμα – υψηλά επίπεδα αποθεματικού νομίσματος, για να χρηματοδοτεί τις δαπάνες του.
ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ
ΑΓΟΡΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ
Συνεπώς, με το διαμορφούμενο συσχετισμό δυνάμεων, ενώ η Σαουδική Αραβία απολαμβάνει ένα ιδιαίτερα χαμηλό κόστος εξόρυξης (~10$ ανά βαρέλι), χρειάζεται μια διεθνή τιμή 80$ ανά βαρέλι για να διατηρεί υπό έλεγχο το χρέος της. Αντίθετα, η Ρωσία, πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τα οικονομικά μέτρα που έπληξαν την οικονομία της, με αποθέματα χαμηλότερου δείκτη API – άρα και υψηλότερου κόστους εξόρυξης (~25$ ανά βαρέλι) – χρειαζόταν μια διεθνή τιμή μόλις 40$.
Μέχρι το 2022 η Ρωσία ήταν ο κερδισμένος παίκτης του τρέχοντος πολέμου τιμών, έχοντας συσσωρεύσει αποθεματικό 150 δις$ στο Ταμείο Εθνικού Πλούτου (National Wealth Fund) από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου τα προηγούμενα 5 έτη. Αυτό της έδινε δυνατότητες να ανταπεξέλθει σε ένα επίπεδο τιμών πετρελαίου ~15$, ακόμη και για 3 έτη.
Αντίθετα, οι ΗΠΑ επιδίωξαν να αποκτήσουν διεθνές μερίδιο αγοράς βάσει των αποθεμάτων σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου (fracking), τα οποία για να είναι συμφέροντα χρειάζονται ένα εύρος τιμών 55-90$. Εκείνη την περίοδο οι εταιρείες fracking εξασφάλιζαν οριακή βιωσιμότητα βάσει του υψηλού δανεισμού τους (κι όχι βάσει αποταμιευμένων κερδών), τον οποίο μπορούσαν να ελέγχουν χάρη στις υψηλές τιμές της προηγούμενης πενταετίας – με αποτέλεσμα πληθώρα από αυτές να υποβάλλουν αίτηση πτώχευσης.
Ωστόσο, μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας, οι ΗΠΑ έχουν ενισχύσει τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, οι οποίες προέρχονται από σχιστολιθικά κοιτάσματα, διατηρώντας υψηλό διεθνές μερίδιο αγοράς. Στην παρούσα φάση, οι υπόλοιπες εταιρείες πετρελαίου στις ΗΠΑ τηρούν αμυντική στάση, με προγράμματα επιλεκτικής εκποίησης περιουσιακών τους στοιχείων, ώστε να παραμείνουν στην αγορά με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΕ ΑΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΤΑ ΝΕΡΑ
Στις 20/4/2020 σημειώθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία των τιμών του πετρελαίου κλείσιμο των Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) για παράδοση Μαΐου 2020, βαρελιών της ποικιλίας WTI στην αρνητική τιμή των -37,63$. Ο πόλεμος των χαμηλών τιμών που εκδηλώθηκε ως κρίση υπέρ-προσφοράς, μετατράπηκε σε κρίση αποθήκευσης του κόμβου Cushing της Οκλαχόμα που εντάθηκε κι από την περαιτέρω μείωση της διεθνούς ζήτησης εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων για την προστασία από τον ιό SARS-Cov-2.
Η πλεονάζουσα προσφορά από μόνη της δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην απειλή, καθώς τόσο οι αποθηκευτικοί κόμβοι, όσο και τα ελλιμενισμένα δεξαμενόπλοια, λειτουργούν ως αποσβεστήρες της πτώσης των τιμών. Όταν αυτές ανακάμπτουν, μέρος της αυξημένης ζήτησης καλύπτεται από τη μείωση των αποθεμάτων.
Στις 20/4/2020, εξαντλήθηκε η συνολική αποθηκευτική ικανότητα των 90 εκ. βαρελιών του Cushing, όταν η χρήση του κυμαινόταν ιστορικά περί του 15-20%. Στο χρηματοπιστωτικό επίπεδο, η εσφαλμένη εκτίμηση ότι η αγορά θα λειτουργούσε άμεσα ως Contango προκειμένου να αποφύγει μια κρίση αποθήκευσης, οδήγησε σε τεράστιες απώλειες τραπεζικούς οργανισμούς και κερδοσκόπους.
ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΜΕ
ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Το να πληρώσει ένας κερδοσκόπος κάτοχος ΣΜΕ έναν πραγματικό χρήστη πετρελαίου για να του παραχωρήσει τα συμβολαιοποιημένα βαρέλια του, είχε πολύ χαμηλότερο κόστος από το να πληρώσει το αστρονομικό ενοίκιο για την αποθήκευση στο Cushing.
Με το παραπάνω υπόβαθρο να εκδηλώνεται πολυδιάστατα στη διεθνή πολιτική οικονομία και την πρόσφατη λήξη της 50ετούς (9 Ιουνίου 1974-2024) συμφωνίας ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας για τα πετρο-δολάρια, η τρέχουσα κατάσταση στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα του πετρελαίου συνιστά μια εκρηκτική οικονομική συγκυρία, ως προς τη δομική αλλαγή της αγοράς του.
Οι χρεοκοπίες των μικρών παραγωγών, η συγκέντρωση της προσφοράς σε ελάχιστα (πολυεθνικά) χέρια και η δημιουργία ισχυρών πλεγμάτων συμφερόντων με το χρηματοπιστωτικό τομέα, οδηγούν σε μια πρωτόγνωρη ολιγοπωλιακή δομή, που θα μπορεί να προκαλεί μεγάλες αστάθειες και να χειραγωγεί τις τιμές του πετρελαίου και της μεγάλης ποικιλίας των παραπροϊόντων του – που χρησιμοποιούνται σε κάθε τομέα της οικονομικής δραστηριότητας. Έχουμε ήδη εισέλθει σε νέα κι αχαρτογράφητα νερά.
*Ο Γεώργιος Καρακατσάνης είναι οικονομολόγος και σύμβουλος Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος. Είναι απόφοιτος Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, όπου εισήγαγε σημαντικές καινοτομίες στο πεδίο της Οικολογικής Χρηματοδοτικής Μηχανικής.