Για αρκετές δεκαετίες το θετικό κλίμα στις ελληνορωσικές σχέσεις θεωρήθηκε δεδομένο. Μάλιστα, με έναν τρόπο οι καλές ελληνο-σοβιετικές σχέσεις, ιδίως μετά τη Μεταπολίτευση, έδωσαν τη θέση τους σε καλές σχέσεις με τη μετα-σοβιετική Ρωσία. Άλλωστε, η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου από διαφορετικές διαδρομές και αφετηρίες, σημαντικό μέρος της κοινωνίας έχει θετική γνώμη για τη Ρωσία.
Οι καλές αυτές σχέσεις δε στηρίζονταν μόνο σε οικονομικές σχέσεις, σε πολιτιστικές ανταλλαγές και στην παρουσία των ομογενών στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Αποτυπωνόταν και σε μια σειρά από πάγιες θέσεις της σοβιετικής και αργότερα ρωσικής διπλωματίας πάνω σε κρίσιμα ζητήματα, ξεκινώντας από το Κυπριακό, όπου η υποστήριξη που είχε η Κυπριακή Δημοκρατία από την ΕΣΣΔ ήταν σημαντική στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1960 αλλά και αργότερα.
Όμως, τα τελευταία χρόνια, οι ελληνορωσικές σχέσεις είχαν επιδεινωθεί. Σε μεγάλο βαθμό αυτό είχε να κάνει με μια ευρύτερη συνθήκη πόλωσης σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτό που έχουμε αρχίσει να περιγράφουμε ως το «Νέο Ψυχρό Πόλεμο». Ας μην ξεχνάμε, ότι από το 2014 και την ουκρανική κρίση υπάρχει μια διαρκής επιδείνωση των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων, αλλά και μια συστηματική πίεση των ΗΠΑ προς τους συμμάχους τους να υιοθετήσουν μια αντι-ρωσική στάση. Αυτό αφορά το γεωπολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, όπου οι ΗΠΑ κάνουν μια συστηματική προσπάθεια να οικοδομήσουν ένα είδος υγειονομικής ζώνης στα δυτικά της Ρωσίας, από τις βαλτικές χώρες μέχρι τα Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένων και επιθετικών κινήσεων, όπως η εγκατάσταση αντιβαλλιστικών συστοιχιών. Αφορά εξίσου και το πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, όχι μόνο με τη μορφή κυρώσεων αλλά και με την απαίτηση να μην προχωρήσουν επενδύσεις, από τις οποίες μπορεί να επωφεληθεί η Ρωσία. Η μεγάλη σύγκρουση που έχει υπάρξει για τον αγωγό Nordstream2 – που καθαυτός είναι αναγκαίος για να εξασφαλίσει σταθερή παροχή φυσικού αερίου προς τη Δυτική Ευρώπη – είναι ενδεικτική.
ΠΟΙΑ ΤΑ ΑΓΚΑΘΙΑ ΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΟΡΩΣΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Η σαφής επιλογή, τόσο της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα όσο και αυτής του Κυριάκου Μητσοτάκη, να προκρίνουν τις καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, έχει επιπτώσεις στις ελληνο-ρωσικές σχέσεις. Αυτό αποτυπώθηκε σε διάφορα πεδία.
Καταρχάς, παρά τις γενικές αναφορές στην ανάγκη αναβάθμισης των διμερών οικονομικών σχέσεων, αυτές έχουν πληγεί όχι μόνο από τις ευρωπαϊκές κυρώσεις προς τη Ρωσία αλλά και από τη σαφή (αν και σπανίως διακηρυγμένη ως τέτοια) επιλογή, η χώρα να μην προχωρήσει σε αναβαθμισμένες νέες ενεργειακές επενδύσεις σε συνεργασίες με τη Ρωσία. Τελευταίος που το προσπάθησε ήταν ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, ως υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας στην πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα, μόνο που το σχέδιο εγκαταλείφθηκε από τη δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Έπειτα, υπήρξε όλη η αντιπαράθεση σχετικά με τα Δυτικά Βαλκάνια. Η Ρωσία είχε εκφράσει έντονες αντιρρήσεις για την εισδοχή της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, θεωρώντας ότι αυτό άλλαζε το συσχετισμό σε βάρος της, γι’ αυτό και παρότι η ίδια είχε αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα με το αρχικό συνταγματικό της όνομα, ήταν αντίθετη στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Τότε ήταν που επί υπουργίας του Νίκου Κοτζιά υπήρξε και μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις στην ιστορία των ελληνο-ρωσικών σχέσεων, όταν απελάθηκαν Ρώσοι διπλωμάτες, κατηγορούμενοι για κατασκοπεία και μάλιστα με ένα δημοσιοποιημένο τρόπο που παρέπεμπε ρητά σε ένα είδος ρήξης. Η απομάκρυνση λίγο αργότερα του Νίκου Κοτζιά δε συνέβαλε σε κάποια βελτίωση των πραγμάτων.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, επίσης δεν επένδυσε ιδιαίτερα στις ελληνο-ρωσικές σχέσεις, εφόσον και εδώ όλη η προσπάθεια επικέντρωσε στην αμερικανική παρέμβαση στα ελληνοτουρκικά, στις διπλωματικές κινήσεις για να πάρει θέση η ΕΕ υπέρ των ελληνικών θέσεων και στην αναβάθμιση των σχέσεων με Αίγυπτο και Ισραήλ.
Επιπλέον, υπήρξαν και άλλα γεγονότα που βαραίνουν αρνητικά στις ελληνο-ρωσικές σχέσεις. Η απέλαση στη Γαλλία του Αλεξάντερ Βίνικ, του «Mr Bitcon», παρά τα ρωσικά αιτήματα για επανεξέταση, ακόμη και από τον ίδιο τον Σεργκέι Λαβρόφ, ήταν ένα από αυτά.
Επίσης, βαραίνουν σημαντικά και οι πολιτικές προεκτάσεις των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Η στήριξη που ουσιαστικά έδωσε το ελληνικό ΥΠΕΞ στην απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε σχέση με το «Ουκρανικό Αυτοκέφαλο» σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του έλληνα ΥΠΕΞ Νίκου Δένδια ότι «στη Ρωσία υπάρχει ένας καισαροπαπισμός» και ότι το Πατριαρχείο Μόσχας έχει αντίληψη «Τρίτης Ρώμης», έχουν μετρήσει στη ρωσική πλευρά.
Και βέβαια, η πιο πρόσφατη κρίση σε σχέση με τη Λευκορωσία, επίσης παίζει το ρόλο της, καθώς η Ελλάδα φάνηκε έτοιμη να αποδεχτεί τη λογική των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας που προωθούσαν άλλες χώρες της ΕΕ.
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ Η ΡΩΣΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΜΒΕΙ
ΥΠΕΡ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ;
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, που κυρίως υπό το βάρος των αμερικανικών πιέσεων οι ελληνο-ρωσικές σχέσεις επιδεινώνονται, μια προσεκτική ματιά στα ανοιχτά μέτωπα που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική διπλωματία, δείχνει περιθώρια ρωσικών παρεμβάσεων.
Καταρχάς, σε μια περίοδο όπου η Τουρκία θέλει να δείξει ότι μπορεί να «ξαναγράφει τους κανόνες του παιχνιδιού», η Ρωσία είναι μια χώρα που μπορεί να ασκήσει πίεση στην Τουρκία, ιδίως από τη στιγμή που η τελευταία ξέρει πολύ καλά, ότι ο όποιος σχεδιασμός για τη Συρία, η αποφυγή να υπάρξει μια οιωνοί κουρδική κρατική οντότητα κοντά στα σύνορά της και η αποτροπή συντριβής των ένοπλων οργανώσεων που στηρίζει εντός Συρίας, περνάει μέσα από τη ρωσική στάση.
Η πρόσφατη ρωσική παρέμβαση, για να υπάρξει κατάπαυση του πυρός ανάμεσα σε Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν, ένα μέτωπο στο οποίο προσπάθησε να παρέμβει και η Τουρκία, ήταν από αυτή την άποψη ενδεικτική του πώς η Ρωσία διεκδικεί ακόμη το ρόλο της δύναμης, που μπορεί να ωθήσει πράγματα προς διαπραγμάτευση και πολιτική λύση.
Έπειτα, στο μέτωπο της Λιβύης, είναι σαφές ότι η Ρωσία παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη σημερινή ισορροπία δυνάμεων, με τον τρόπο που στήριξε τις δυνάμεις της Βουλής και του Χαφτάρ, αντισταθμίζοντας ουσιαστικά τη στήριξη που έδωσε η Τουρκία στην κυβέρνηση της Τρίπολης, ενώ παίζει ρόλο τώρα στην προσπάθεια να διαμορφωθεί μια κυβέρνηση εθνικής συμφιλίωσης. Αυτό ενδιαφέρει πολύ την Αθήνα, που θέλει στη μετάβαση προς μια νέα πολιτική κατάσταση στη Λιβύη, να αναιρεθεί ουσιαστικά και το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο για την αμοιβαία χάραξη ΑΟΖ που αμφισβητεί ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Αντίστοιχα, στο Κυπριακό, η Ρωσία παραμένει μια δύναμη που σε γενικές γραμμές υποστηρίζει μια λύση στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και άρα σε μια κατεύθυνση ανάλογη με αυτή της Κυπριακής Δημοκρατίας, την ώρα φυσικά που αντιδρά έντονα στις αμερικανικές απαιτήσεις, να μην ελλιμενίζονται ρωσικά πολεμικά πλοία στην Κύπρο.
Και βέβαια, υπάρχουν και περιθώρια εκ νέου αναβάθμισης και των οικονομικών σχέσεων, από τον τουρισμό έως την ενέργεια.
Η ΔΥΣΚΟΛΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Η ελληνική κυβέρνηση έχει δείξει το τελευταίο διάστημα, ότι θα ήθελε μια σχετική αναθέρμανση των ελληνο-ρωσικών σχέσεων, προφανώς συνεκτιμώντας το ρόλο που μπορεί να παίξει η Ρωσία σε διάφορα μέτωπα. Αυτό εξηγεί την αύξηση της συχνότητας των επικοινωνιών ανάμεσα στο Νίκο Δένδια και τον Σεργκέι Λαβρόφ. Αυτό δείχνει η σημασία που έχει αποδοθεί στην επερχόμενη επίσκεψη Λαβρόφ στην Αθήνα, στα τέλη Οκτωβρίου.
Έχει μάλιστα επενδύσει και στην πρόσκληση που έχει κάνει προς τον Βλαντιμίρ Πούτιν για τις εκδηλώσεις για την δισεκατονταετηρίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, πρόσκληση που μέχρι τώρα δεν έχει απαντηθεί θετικά, ούτε όμως και απορριφθεί.
Όμως, την ίδια στιγμή θα δυσκολευτεί να κάμψει τη ρωσική δυσπιστία και την αίσθηση που έχει σχηματίσει η ρωσική πλευρά, ότι η ελληνική διπλωματία δυσκολεύεται να απεγκλωβιστεί από ένα μονόπλευρο προσανατολισμό προς τις ΗΠΑ και τις απαιτήσεις που αυτές θέτουν και ως προς τις ελληνο-ρωσικές σχέσεις.
Επομένως, πολλά θα κριθούν από το εάν η ελληνική πλευρά θα μπορέσει να προσφέρει έμπρακτες εγγυήσεις, ότι οι ελληνο-ρωσικές σχέσεις όντως επανέρχονται σε ένα ορισμένο επίπεδο συνεργασίας και αμοιβαίας κατανόησης. Αυτό αποτυπώνει και την κρισιμότητα της επίσκεψης Λαβρόφ, που για τη ρωσική πλευρά είναι και ένας τρόπος να βγάλει τα συμπεράσματά της, για το πώς όντως αντιμετωπίζει η Αθήνα τις ελληνο-ρωσικές σχέσεις.