Η Ν.Δ. και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατήγαγαν εκλογικό θρίαμβο την Κυριακή 25 Ιουνίου 2023, αλλά εκτός από τη ρευστοποίηση του υπόλοιπου κομματικού σκηνικού, μια άλλη κρίσιμη – αν και κάπως πιο αθέατη – πτυχή αποτελεί η διαρκής απίσχνανση της συμμετοχικής δημοκρατίας…
Του Ανδρέα Καψαμπέλη
© newsbreak.gr
Αν και η χώρα μπήκε σε περίοδο ισχυρού μονοπολισμού – και μάλιστα με ποσοστά άνω του 40% – την ίδια ώρα διογκώνεται το ζήτημα «κοινωνικής νομιμοποίησης» που τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται ανησυχητικά για το πολιτικό σύστημα συνολικά. Με δεδομένη μάλιστα την οξύτητα των προβλημάτων που έρχονται, το θέμα δεν είναι απλώς τεχνικό και αυτή η χαλαρή σχέση πολιτών και πολιτικής εξουσίας μπορεί να θέσει σχετικά σύντομα σε μεγάλη δοκιμασία τις υπάρχουσες ισορροπίες και να κυοφορήσει – κόντρα στους εφησυχασμούς και τις ψευδαισθήσεις περί μονοκρατορίας – σοβαρές ανατροπές. Άλλωστε και μεταξύ των ψηφοφόρων που προσήλθαν στις κάλπες παρατηρούνται πλέον διεργασίες, που εκτός από τον κομματικό χάρτη φέρνουν μετατοπίσεις και στις συντεταγμένες, ιδεολογικές και κοινωνικές, του εκλογικού σώματος.
Μπορεί να λέγεται καθ’ υπερβολή, αλλά δεν παύει να αποτελεί γεγονός, ότι «πρώτο κόμμα» επί της ουσίας στις εκλογές της 25ης Ιουνίου δεν ήταν άλλο από την «αποχή», με ό,τι αυτό προοιωνίζεται για τις μελλοντικές εξελίξεις. Επί συνόλου 9.980.234 εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, με βάση τα τελικά στοιχεία, πήγαν να ψηφίσουν μόνο 5.273.072. Η αποχή δηλαδή ήταν της τάξης του 47,16% και – όσο κι αν υπάρχει ένα θέμα εκκαθάρισης των εκλογικών καταλόγων, που είναι όμως διαχρονικό – οι 4.707.162 πολίτες που γύρισαν την πλάτη τους στην εκλογική διαδικασία, δεν παύουν να αποτελούν αρνητικό ρεκόρ όλων των εποχών.
Βεβαίως, δε στερείται σημασίας το γεγονός, ότι προηγήθηκαν και οι εκλογές της 21ης Μαΐου, οπότε ως ένα βαθμό είναι εύλογη η αύξηση της αποχής στις δεύτερες κάλπες. Αυτό όμως αποτελεί απλώς την επιφάνεια των πραγμάτων. Μια αναδρομή στα επίσημα στοιχεία της τελευταίας εικοσαετίας, οδηγεί σε άκρως ανησυχητικά συμπεράσματα, τα οποία μάλιστα, ενώ θα έπρεπε να έχουν πυροδοτήσει -αν μη τι άλλο- ζυμώσεις και προβληματισμούς, αντιμετωπίζονται από όλο το πολιτικό και δημόσιο σύστημα με μακαριότητα. Άλλωστε, στρεβλώνοντας τη λαϊκή βούληση, τα (βολικά) ποσοστά των κομμάτων και των κυβερνήσεων «βγαίνουν» μόνο επί των έγκυρων ψηφοδελτίων. Διαφορετικά η απονομιμοποίησή τους θα ήταν εκκωφαντική!
Είναι χαρακτηριστικό, ότι από το 2004 έως τον Ιούνιο του 2023, δηλαδή μέσα σε δύο δεκαετίες, «χάθηκαν» από το εκλογικό σώμα πάνω από 2.300.000 ψηφοφόροι.
Στις κάλπες του Μαρτίου του 2004 η εκλογική συμμετοχή ήταν 7.573.368, παρουσιάζοντας από κει και πέρα διαρκή υποχώρηση. Αυτό που έχει ενδιαφέρον όμως είναι, ότι η απαρχή της μεγάλης πτώσης συμπίπτει με την εποχή των Μνημονίων. Έτσι, βλέπουμε ότι οι τελευταίες εκλογές με υψηλή συμμετοχή ήταν εκείνες του 2009, όταν έλαβαν μέρος 7.044.066 πολίτες. Από το 2012 και μετά, όταν η χώρα είχε μπει για τα καλά στις δαγκάνες της τρόικας και του ΔΝΤ, η αποχή από κάλπες σε κάλπες άρχισε να μεγαλώνει. Το Μάιο του 2012 η συμμετοχή ήταν 6.476.818, για να πέσει ακόμη πιο κάτω – στους 6.216.798 – τον Ιούνιο. Ακόμη και τον Ιανουάριο του 2015, όταν έγινε η μεγάλη ανατροπή με τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, η συμμετοχή ήταν μόλις 6.330.356, ενώ το Σεπτέμβριο – μετά την κωλοτούμπα του δημοψηφίσματος – βυθίστηκε κι άλλο, στους 5.567.930.
Ενδιαφέρον έχει, ότι ούτε τον Ιούλιο του 2019, όταν θριάμβευσε πρώτη φορά ο Κ. Μητσοτάκης και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση η Ν.Δ., αυξήθηκε σημαντικά η συμμετοχή. Μετά βίας έφτασε στους 5.769.644. Και η ανοδική τάση που φάνηκε προς στιγμή τον περασμένη Μάιο, μολονότι ήταν οι εκλογές της απλής αναλογικής, με συμμετοχή 6.061.040, ανετράπη τώρα στις κάλπες της ενισχυμένης αναλογικής, με απώλεια 787.968 ψηφοφόρων.
Με όλα αυτά τα δεδομένα, ακόμη πιο συγκλονιστικός θα γινόταν ο εκλογικός χάρτης αν «ενσωματωνόταν» και η αποχή. Σε μια τέτοια περίπτωση, για τις τελευταίες εκλογές, το ποσοστό της Ν.Δ. θα ήταν 21,4%, του ΣΥΡΙΖΑ 9,4%, του ΠΑΣΟΚ 6,3% του ΚΚΕ 4,1% κοκ.
ΤΟ «ΔΙΑΖΥΓΙΟ» ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΠΗ ΤΕΙΝΕΙ
ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΜΟΝΙΜΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Η Ν.Δ., χωρίς την αποχή, πέρασε μεν σε ποσοστό το 40% αλλά σε απόλυτους αριθμούς πήρε σχεδόν 2.100.000 ψήφους, όταν το Μάιο είχε ξεπεράσει τις 2.400.000 ψήφους. Μειωμένος ήταν ο αριθμός και σε σχέση με τις εκλογές του 2019, όταν με ποσοστό 39,85% είχε πάρει 2.251.618 ψήφους.
Ακόμη και στις εκλογές του 2009, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή ηττήθηκε με μεγάλη διαφορά από το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου, η Ν.Δ. σε αριθμό ψήφων είχε πάρει περισσότερες (συγκεκριμένα 2.295.719) ψήφους. Άλλωστε η κυβέρνηση που έως σήμερα έχει εκλεγεί με τις περισσότερες ψήφους είναι του Κώστα Καραμανλή το 2004 (3.359.682), ξεπερνώντας και εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου στις εκλογές του 1993.
Αν πάντως κάτι δείχνει γενικότερα η καμπύλη της τελευταίας εικοσαετίας, αυτό είναι η «διάσταση» που καταρχάς χαρακτηρίζει τις σχέσεις ολοένα και περισσότερων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας με τις πολιτικές και κομματικές ελίτ του τόπου. Θα περίμενε κανείς ότι μετά τη «λήξη των Μνημονίων», όπως διατυμπανίστηκε, θα άρχιζε έστω και σταδιακά η «επανασύνδεση». Αντ’ αυτού παρατηρείται ότι το «διαζύγιο» τείνει να πάρει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά. Ο «πάγος» και η ατονία ήταν άλλωστε εμφανή στοιχεία στις δραστηριότητες και συγκεντρώσεις όλων των κομμάτων και στις δύο προεκλογικές περιόδους.
Το τυπικό τέλος της μνημονιακής φάσης φαίνεται ότι έπληξε μάλιστα περισσότερο το χώρο της Κεντροαριστεράς διά του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αντιθέτως η ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνικών στρωμάτων – όπως έδειξαν τα αποτελέσματα της Κυριακής – μετατοπίζεται πλέον ολοένα και πιο δεξιά, με καινούργια διακυβεύματα. Και σε αυτή τη νέα πολιτική γεωγραφία ο Κ. Μητσοτάκης δεν κρύβει από πλευράς του ότι θέλει να μετακινηθεί και να εδραιωθεί ακόμη περισσότερο στο κέντρο του πάλαι ποτέ «εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ» από το οποίο εξάλλου προέρχονται εν συνόλω και 12 από τα μέλη του νέου υπουργικού συμβουλίου του.
Το στρατηγικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνεται και από τη διαχρονική εξέλιξη των ψήφων του. Την Κυριακή 25/6 συγκέντρωσε σχεδόν 930.000 ψήφους, δηλαδή περίπου 250.000 λιγότερες και από τον προηγούμενο μήνα. Σε σύγκριση με το 2019, οι απώλειες είναι της τάξης των 850.000 ψήφων, κάτι που σημαίνει ότι μέσα σε τέσσερα χρόνια έχασε σχεδόν έναν στους δύο ψηφοφόρους που του είχαν απομείνει.
Μάλιστα, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει πέσει σε ψήφους πιο κάτω ακόμη και από το Μάιο του 2012, όταν με ποσοστό 16,79% και 1.061.928 ψήφους είχε κάνει την πρώτη έκπληξη και – υποσκελίζοντας το ΠΑΣΟΚ – είχε βρεθεί δεύτερο κόμμα. Ακόμη και από εκείνες τις εκλογές υπολείπεται πλέον περίπου 130.000 ψήφους.