Παρότι όλοι θέλουν να αποφύγουν την εικόνα μιας αποτυχίας δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η Σύνοδος COP26 που ξεκίνησε στη Γλασκόβη θα είναι η τομή που όλοι περιμένουν σε σχέση με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής
Το νησί Γοραμάρα βρίσκεται 92 χιλιόμετρα νότια της Καλκούτας και ανήκει στο σύμπλεγμα νησιών, που βρίσκονται στο μεγάλο δέλτα που σχηματίζουν στον κόλπο της Βεγγάλης οι τρεις μεγάλοι ποταμοί που εκβάλλουν εκεί. Και το 2050 είναι πολύ πιθανό να έχει πλήρως καλυφθεί από νερό, εάν αναλογιστούμε ότι ήδη ανάμεσα στο 1969 και τις μέρες μας έχασε τη μισή του έκταση.
Παναγιώτης Σωτήρης
© in.gr
Επιπλέον, ακόμη και στην έκταση του νησιού που παραμένει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η καλλιέργεια έχει γίνει πιο δύσκολη, καθώς μεγάλο μέρος του έχει διαποτιστεί σε τέτοιο βαθμό από αλμυρό νερό, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί ακαλλιέργητο.
Το παράδειγμα αυτό είναι από τα πολλά που μπορεί κανείς να βρει σε όλον τον κόσμο και δείχνουν ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι μια «στατιστική τάση». Για ολοένα και περισσότερες περιοχές του πλανήτη, είναι ένας πραγματικός δρόμος για την καταστροφή τοπικών οικονομιών, παραδόσεων, πολιτισμών, κοινοτήτων.
Και εάν οι κάτοικοι του Γοραμάρα έχουν ήδη ξεκινήσει να εγκαταλείπουν το νησί τους και να αναζητούν την τύχη τους αλλού, τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα για άλλους κατοίκους της γης, εάν αναλογιστούμε ότι χωρίς τη λήψη μέτρων και τη ριζική αντιστροφή τάσεων, στο τέλος του αιώνα με πλημμύρα θα απειλούνται εκατομμύρια κάτοικοι στα παραλιακά τμήματα μεγαλουπόλεων, όπως η Οσάκα, το Ρίο ντε Τζανέιρο, η Σαγκάη και το Μαϊάμι.
Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΝΟΣ
ΑΒΙΩΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Εάν μάλιστα δεν περιοριστούμε στην απειλή από την άνοδο της στάθμης των θαλασσών και εξετάσουμε το ζήτημα της αύξησης των περιοχών με πολύ υψηλές θερμοκρασίες, που δεν επιτρέπουν ουσιαστικά τη ζωή ανθρώπων. Ο λόγος είναι, ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων μένουν σε περιοχές που έχουν μια μέση ετήσια θερμοκρασία ανάμεσα στους 11 και 15 βαθμούς Κελσίου. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, οι περισσότεροι άνθρωποι στις περιοχές με αυτή τη θερμοκρασία ζουν.
Όμως, τώρα τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν. Ήδη η μέση θερμοκρασία έχει αυξηθεί κατά 1,1 βαθμό Κελσίου από τη βιομηχανική επανάσταση. Ακόμη και στο καλύτερο σενάριο που περιλαμβάνει μεγάλες αλλαγές, η αύξηση θα φτάσει τον 1,5 βαθμό, απλώς οι καταστροφές δε θα είναι μεγάλες. Στο χειρότερο σενάριο, τεράστιο.
Για να δώσουμε ένα απλό παράδειγμα: σήμερα μόνο το 0,8% της παγκόσμιας έκτασης των στεριών του πλανήτη έχει μέση ετήσια θερμοκρασία υψηλότερη από 29 βαθμούς Κελσίου. Χωρίς τη λήψη μέτρων το 2070 η αντίστοιχη έκταση θα είναι 19% του πλανήτη. Κάθε ένας βαθμός που ανεβαίνει η μέση θερμοκρασία του πλανήτη ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι βρίσκονται έξω από το ευνοϊκό περιβάλλον των μέσων θερμοκρασιών 11-15 βαθμών Κελσίου. Αυτό σημαίνει, ότι το 2070 οι συνθήκες θα είναι σχεδόν αβίωτες για περίπου 3 δισεκατομμύρια ανθρώπους.
ΣΕ ΠΟΙΑ ΦΑΣΗ ΕΙΜΑΣΤΕ
Ένα πρώτο σημαντικό δεδομένο, ότι πλέον ο βαθμός συναίνεσης της επιστημονικής κοινότητας ότι έχουμε να κάνουμε με μια ανθρωπογενή αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, που οδηγεί στην κλιματική αλλαγή, είναι ουσιαστικά καθολικός.
Μόνο που αυτό είναι το μόνο θετικό νέο. Γιατί κατά τα άλλα, οι εκτιμήσεις είναι, ότι παρά τις δεσμεύσεις που υπήρξαν στη Συμφωνία του Παρισιού του 2015 πρόοδος δεν έχει γίνει. Αυτή τη στιγμή, η κλιματική αλλαγή ήδη επηρεάζει τις περισσότερες περιοχές του πλανήτη και οι παρατηρούμενες αλλαγές στο κλίμα (π.χ. οι πιο συχνοί καύσωνες ή τα πιο έντονα πλημμυρικά φαινόμενα) έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες δραστηριότητες και κυρίως τα ορυκτά καύσιμα. Είτε μιλάμε για τις ακραία υψηλές θερμοκρασίες, είτε για τις πολύ μεγάλες βροχοπτώσεις, είτε για τις ξηρασίες, η συχνότητά τους θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, εάν δεν υπάρξουν αλλαγές.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, μέχρι τώρα δε φαίνεται να αποτυπώνεται μια δυναμική να αλλάξουν οι αρνητικές τάσεις. Η παροδική μείωση των εκπομπών αερίων που συμβάλλον στην κλιματική αλλαγή, κατά τη διάρκεια του πρώτου κύκλου περιοριστικών μέτρων για την πανδημία, δε συνεχίστηκε. Αντίθετα, η επιστροφή σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, οδήγησε σε μεγάλες απαιτήσεις για παραγωγή ενέργειας, που σε σημαντικό βαθμό καλύπτεται από ορυκτά καύσιμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κίνα, η χώρα που καταναλώνει το 50% της παγκόσμιας παραγωγής γαιάνθρακα, έχει προχωρήσει σε ακόμη πιο αυξημένη χρήση γαιάνθρακα για να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες, ενώ η Ινδία, η δεύτερη χώρα σε κατανάλωση γαιάνθρακα, έχει ανακοινώσει ότι μπορεί και να κατασκευάσει νέα εργοστάσια.
Αλλά ακόμη και χώρες που αυτή τη στιγμή περιορίζουν σημαντικά τη χρήση γαιάνθρακα, επίσης αυξάνουν τη χρήση φυσικού αερίου (κάτι που εξηγεί και την αύξηση της τιμής του), παρότι και αυτό είναι ένα ορυκτό καύσιμο που συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή (και με τη χρήση του και με την έκλυση μεθανίου στην ατμόσφαιρα κατά την παραγωγή και μεταφορά του).
Και βέβαια, δεν πρέπει να υποτιμάμε και άλλες τάσεις που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή, όπως είναι η συνεχόμενη καταστροφή των τροπικών δασών και κυρίως του Αμαζονίου. Ανάμεσα στον Αύγουστο του 2020 και τον Ιούλιο του 2021 στη Βραζιλία, η έκταση του δάσους του Αμαζονίου μειώθηκε κατά 10.476 τετραγωνικά χιλιόμετρα, που είναι η μεγαλύτερη ετήσια μείωση από το 2012.
Η ΑΝΑΓΚΗ ΜΕΤΡΩΝ
ΚΑΙ Η ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΤΟΥΣ
Με μια έννοια, τα πράγματα είναι απλά. Και γι αυτό, εξαιρετικά δύσκολα. Ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί ένας κύκλος καταστροφής και να συγκρατηθεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου, αύξηση που θα σημαίνει προβλήματα και ακραία φυσικά φαινόμενα αλλά εντός ορίων που μπορούν να θεωρηθούν διαχειρίσιμα, είναι μέσα στις επόμενες δεκαετίες, να σταματήσει σχεδόν καθολικά η εκπομπή αερίων που προκαλούν την κλιματική αλλαγή.
Αυτό σημαίνει, πλήρη κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων (και του φυσικού αερίου), είτε για την παραγωγή ενέργειας είτε για την κίνηση οχημάτων, πλοίων και αεροπλάνων, αλλά και ουσιαστικά την κατάργηση της βιομηχανικής κτηνοτροφίας, που συμβάλλει ιδιαίτερα στην παραγωγή μεθανίου. Όλα αυτά μαζί με μια γενικευμένη μετάβαση στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Και αυτό ως ένα πρώτο βήμα, γιατί μετά θα χρειαστεί η εντατικοποίηση της προσπάθειας για περιορισμό των σημερινών όγκων αερίων της κλιματικής αλλαγής και κυρίως του διοξειδίου του άνθρακα, αυτών που έχουν συσσωρευτεί από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά: με εκτεταμένη αναδάσωση και με χρήση τεχνολογιών αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα.
Να σημειώσουμε εδώ, ότι παρότι ο τυπικός στόχος είναι η «ουδετερότητα άνθρακα», που σημαίνει ότι ακόμη και εάν χρησιμοποιούνται ορυκτά καύσιμα, οι εκπομπές αερίων της κλιματικής αλλαγής αντισταθμίζονται από αναδάσωση ή συστήματα απορρόφησης, στην πραγματικότητα, αυτό μόνο με σχεδόν καθολική κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων μπορεί να γίνει.
Ακόμη και με τη σιωπηλή παραγωγή που κάνουν αρκετές χώρες, ότι ένα μέρος της παραγωγής ενέργειας θα καλυφθεί από την πυρηνική ενέργεια (που βεβαίως είναι για άλλους λόγους επίσης περιβαλλοντικά επιβαρυντική), η πραγματική «Πράσινη Μετάβαση» είναι μια κολοσσιαία αλλαγή, που απαιτεί και μεγάλους πόρους και μεγάλες κοινωνικές αλλαγές.
Και παρότι πλευρές της όντως είναι συμβατή με την ανάπτυξη, καθώς απαιτούνται τεχνολογίες, εγκαταστάσεις, ανθρώπινη εργασία για όλες τις απαραίτητες αλλαγές και για την επέκταση των ΑΠΕ, άλλες πλευρές μπορούν να θεωρηθούν και «αποανάπτυξη»: λιγότερα αεροπορικά ταξίδια, λιγότερες μετακινήσεις, πιο «τοπική» παραγωγή, μικρότερη κατανάλωση.
Και όλα αυτά, την ίδια στιγμή που για σημαντικό μέρος του πλανήτη, ακόμη υπάρχει ανάγκη για περισσότερη ενέργεια, για να φτάσει παντού το ηλεκτρικό, για να έχουν όλα τα νοικοκυριά τις ηλεκτρικές συσκευές που θεωρούμε αυτονόητες, για να αναβαθμιστούν οι συγκοινωνίες και να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο. Γιατί όπως δεν είναι ισότιμες οι ευθύνες για την κλιματική αλλαγή, έτσι είναι δεν είναι ισότιμες και οι τρέχουσες ενεργειακές ανάγκες.
ΘΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΠΡΟΟΔΟΣ
ΣΤΗ ΓΛΑΣΚΟΒΗ;
Το μεγάλο ερώτημα είναι, εάν θα υπάρξει πρόοδος και εάν μπορεί να υπάρξει πρόοδος. Και ο λόγος είναι, ότι μέχρι τώρα απλώς μιλάμε για ανάληψη δεσμεύσεων που παραπέμπουν σε ένα μέλλον που θα ξεκινήσουν να υλοποιούνται.
Και μπορεί να θεωρήθηκε πρόοδος, ότι για πρώτη φορά σε ανακοίνωση των G20 υπήρξε αναφορά σε δέσμευση για περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου ή ότι συμφώνησαν να μην επενδύσουν σε νέα εργοστάσια με χρήση γαιάνθρακα στο εξωτερικό (αν και όχι στο εσωτερικό τους, για λόγους που ήδη εξηγήσαμε), αλλά δε σημαίνει απαραίτητα ότι θα γίνει κιόλας.
Γιατί μπορεί για παράδειγμα η Ευρώπη να δείχνει να κάνει βήματα, σε σχέση με την απεξάρτηση από το γαιάνθρακα, όμως το ερώτημα της συνολικής απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, όπως το φυσικό αέριο, παραμένει πιο αβέβαιο.
Αντίστοιχα, οι ΗΠΑ μπορεί να έχουν έναν πρόεδρο που δεν είναι αρνητής της κλιματικής αλλαγής, όπως ο προκάτοχός του, αλλά στο Κογκρέσο υπάρχει μεγάλη δυσκολία να περάσουν τα μεγάλα πακέτα χρηματοδοτήσεων, που εκτός όλων των άλλων θα ενίσχυαν και την υποδομή της «Πράσινη Μετάβασης», για να μη μιλήσουμε για τη σημασία που έχουν οι εξορυκτικές βιομηχανίες για τις ΗΠΑ.
Και βέβαια, η Κίνα μπορεί να ανακοίνωσε ένα φιλόδοξο σχέδιο – σύμφωνα με το οποίο θα έχει τις μέγιστες εκπομπές διοξειδίου άνθρακα το 2030 και ουδετερότητα άνθρακα μέχρι το 2060 – και να υποστηρίζει ότι θα το καταφέρει, γιατί μπορεί να κινητοποιήσει τους σχετικούς πόρους, αλλά και πάλι δεν είναι δεδομένο ότι θα μπορέσει να τροφοδοτήσει με «πράσινη ενέργεια» τη μεγάλη αναπτυξιακή δυναμική στην οποία έχει επενδύσει.
Και βέβαια, σε έναν κόσμο ολοένα και πιο διαιρεμένο από έναν αναδυόμενο «Νέο Ψυχρό Πόλεμο», δεν είναι δεδομένο ότι θα μπορέσει να επιτευχθεί το είδος της διεθνούς συνεργασίας που απαιτεί η αναγκαία «Πράσινη Μετάβαση».