spot_img
spot_img
spot_imgspot_img

Top 5 This Week

spot_img

Related Posts

H «Οδύσσεια» της Φαρμακευτικής βιομηχανίας στον Καναδά

Είναι πολύ παράξενο αλλά και παράδοξο, πως ο Καναδάς μέσα σε 20 σχεδόν χρόνια, κατάφερε και εκδίωξε τη φαρμακευτική βιομηχανία και προπαντός τις έρευνες, που σήμερα η χώρα θα μπορούσε να είχε τη λύση για τον Κορωνοϊό.

Του Γιώργου Στυλ. Γκιούσμα*

Ακόμα και σήμερα, η παράξενη στάση της καναδικής κυβέρνησης δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Πριν φτάσουμε όμως στα τελευταία λάθη, αξίζει να μάθουμε το ιστορικό της φαρμακευτικής βιομηχανίας στον Καναδά.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Για όσους δε γνωρίζεται, η πρώτη φαρμακευτική βιομηχανία στον Καναδά δημιουργήθηκε το 1879 στο Τορόντο, ενώ το 1887 εγκαταστάθηκε η αμερικανική φαρμακευτική βιομηχανία PARKE, εκμεταλλευόμενη τα προνόμια που της έδινε η τότε καναδική κυβέρνηση, όσον αφορά τους δασμούς και την προστασία από ξένες φαρμακευτικές. Με άλλα λόγια, η εγκατάσταση φαρμακευτικών στον Καναδά – ανοίγοντας παραρτήματα – επέτρεπε καλύτερο ανταγωνισμό στις τιμές φαρμάκων με άλλες ξένες φαρμακευτικές. Στα παραρτήματα όμως γινόταν απλώς η σμίξει ενεργών και μη ενεργών χημικών ουσιών για την παρασκευή φαρμάκων. Οι έρευνες όμως, εκείνη την εποχή, δε γινόντουσαν στα καναδικά παραρτήματα. Αυτό είχε αγνοηθεί από την τότε καναδική κυβέρνηση, που έδινε προτερήματα στις εργασίες των φαρμακευτικών. Ναι μεν δημιούργησαν δουλειές στον τομέα αυτό, αλλά δεν επωφελήθηκε ο Καναδάς και οι καναδοί πολίτες όπως θα έπρεπε: καλύτερες τιμές και ευθύς πρόσβαση στα φάρμακα. Με άλλα λόγια, οι φαρμακευτικές επωφελήθηκαν την αφέλεια της καναδικής κυβέρνησης, για να αυξήσουν τα παγκόσμια κέρδη τους.

Το 1940, οδήγησε πολλά εγχώρια φαρμακευτικά εργαστήρια να πουληθούν στα καναδικά παραρτήματα των ξένων φαρμακευτικών, για να επιζήσουν. Όσα δε δέχτηκαν να «ενσωματωθούν» αναγκάστηκαν να κλείσουν, μια και δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν εφόσον δε διέθεταν τον εξοπλισμό και την τεχνολογία, για να βγάλουν στο εμπόριο φθηνότερα φάρμακα. Για άλλη μια φορά, η καναδική κυβέρνηση δεν προστάτευσε την εγχώρια έρευνα και παραγωγή.

Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε μερικά από τα ξακουστά παγκόσμια επιτεύγματα Καναδικής Φαρμακευτικής Έρευνας. Τα φάρμακα όπως η Ινσουλίνη αλλά και τα φάρμακα για διφθέρα και πολιομυελίτιδα, βγήκαν χάρις τις έρευνες (και παρασκευάστηκαν για παγκόσμια διανομή) από τα εργαστήρια της Connaught Laboratories το 1922. Ήταν στην ίδια κατηγορία με το Ινστιτούτο Pasteur στο Παρίσι και το Ινστιτούτο Lister Institute του Λονδίνου.

Αυτό το μικρό παράδειγμα, αποδεικνύει ότι αν οι καναδικές κυβερνήσεις είχαν επενδύσει αποτελεσματικά στην Καναδική Φαρμακευτική Έρευνα, καθώς και στις δομές παραγωγής φαρμάκων, ο Καναδάς θα ήταν στις πρώτες χώρες στον τομέα αυτό και προπαντός αυτοσυντήρητος στα φάρμακα και στα εμβόλια. Αλλά δεν είναι, όπως θα δούμε στη συνέχεια…

Οι λανθασμένες κυβερνητικές αποφάσεις, μας οδήγησαν ως επί το πλείστων, στην αυτο-εξάρτηση από τους κολοσσούς των φαρμακευτικών της Γερμανίας και των ΗΠΑ. Μπορούσαμε όμως ακόμα κα σήμερα να ακολουθούσαμε το παράδειγμα της Αυστραλίας, η οποία απαίτησε από την Oxford και AstraZeneca, η παραγωγή εμβολίων να γίνει στη χώρα τους. Αλλά δεν το κάναμε…

Στη δεκαετία 1970 (Φιλελεύθερη κυβέρνηση Pierre Elliot Trudeau) και στη δεκαετία 1980 (Συντηρητική κυβέρνηση Brian Mulroney), τα πράγματα κάπως πήγαιναν να αλλάξουν.

Ήταν οι δεκαετίες, όπου οι τότε κυβερνήσεις επένδυσαν και βοήθησαν στη δημιουργία Καναδικών Φαρμακευτικών εταιρειών, οι οποίες πουλούσαν στο εμπόριο ισοδύναμα φάρμακα απ’ αυτά που είχαν οι ξένες φαρμακοβιομηχανίες, υπό την ονομασία τους. Αλλά αυτό άλλαξε με τη «Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου».

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ…

Η τότε Συντηρητική κυβέρνηση του Brian Mulroney πίστευε ότι «εφόσον μπορούμε να αγοράσουμε από αλλού πιο φθηνά, συμφέρει οικονομικά καλύτερα τους Καναδούς…».

Έτσι, στις 17 Δεκεμβρίου 1992, στο Σαν Αντόνιο του Τέξας, υπογράφτηκε η «Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου» από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπους, τον καναδό πρωθυπουργό Μαλρόνεϊ και τον πρόεδρο του Μεξικού Σαλίνας. Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ των τριών κρατών άρχισε να λειτουργεί στις 1 Ιανουαρίου 1994. Αφαιρούσε τους φόρους στα εμπορευόμενα προϊόντα μεταξύ των ΗΠΑ, του Καναδά και του Μεξικού. Επίσης, προστάτευε τα πνευματικά δικαιώματα, τις ευρεσιτεχνίες και τις εμπορικές επωνυμίες, μεταξύ αυτών των τριών κρατών. Υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για τη ΣΥΜΦΩΝΙΑ αλλά αυτό είναι ένα πιο μεγάλο θέμα.

Το 1993 προεκλογικά, ο τότε φιλελεύθερος ηγέτης είχε υποσχεθεί να επανεξετάσει τη ΣΥΜΦΩΝΙΑ, η οποία είχε πολλά σημεία που δε βοηθούσαν τον Καναδά, όπως τη διοχέτευση καναδικού πετρελαίου και αερίου για να καλυφτούν οι ανάγκες πετρελαίου των ΗΠΑ σε περίπτωση εμπάργκο πετρελαίου. Όπως ξέρουμε όμως, όταν ανέλαβε πρωθυπουργός το 1993, όχι μόνο δεν άλλαξε τη ΣΥΜΦΩΝΙΑ αλλά και δεν ακύρωσε το φόρο πώλησης των συντηρητικών GST, του οποίου αύξησε το ποσοστό, βοηθώντας τη μείωση του καναδικού ετήσιου ελλείματος των 40 δις$ της προηγούμενης κυβέρνησης Mulroney.
Η επικύρωση της ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ, ήταν και η αρχή του «γκρεμίσματος» της Καναδικής Φαρμακευτικής Βιομηχανίας που κατάφεραν να δημιουργήσουν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.

Οι μεγάλες μη καναδικές φαρμακευτικές εταιρείες, ήθελαν να ρίξουν τις τιμές των φαρμάκων που πρόσφεραν οι καναδικές, όπως η APOTEX, χάρις την προστασία πατεντών που είχαν. Όμως με την πάροδο του χρόνου, κατάφεραν μέσω λόμπι και «κομματικών χορηγιών» να αλλάξουν το τοπίο. Υποσχέθηκαν στην κυβέρνηση Mulroney ότι, αν άρει την υποχρεωτική χορήγηση άδειας φαρμάκων, θα επενδύσουν σε φαρμακευτικές έρευνες. Η τότε κυβέρνηση τροποποίησε το εν λόγω νομοσχέδιο, δίδοντας περισσότερα προνόμια στις φαρμακευτικές των ΗΠΑ και της Ευρώπης, δημιουργώντας προβλήματα στις καναδικές εταιρίες, από τις οποίες οι περισσότερες, που δεν μπορούσαν πια να ανταγωνιστούν, πουλήθηκαν ως «παραρτήματα» των ξένων κολοσσών. Έτσι, για να έχουν το ολιγοπώλιο, αφού πρώτα αγόρασαν τα καναδικά εργοστάσια φαρμάκων, έκλεισαν τα περισσότερα…

ΜΕΤΟΧΟΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΠΛΟΚΕΣ

Ένα από τα παράδοξα της τότε συντηρητικής κυβέρνησης Harper, ήταν το 25% μετοχών που είχε ο τότε υπουργός υγείας – κυπριακής καταγωγής – Tony Clement στη φαρμακευτική χημική εταιρεία CHEM. Όσοι θυμάστε, οι επικρίσεις εκείνη την εποχή από τα καναδικά ενημερωτικά μέσα ήταν συνεχόμενες και αυστηρές, για τη σύγκρουση συμφερόντων του υπουργού. Ήταν βασισμένες στις αποφάσεις που έπαιρνε η αρμόδια υπηρεσία υγείας του Καναδά προς όφελος των φαρμακευτικών και της εταιρείας του υπουργού. Στο τέλος, μετά από πιέσεις του Τύπου και τις αντιπολίτευσης, ο Clement μετέφερε τις μετοχές του στον πρόεδρο της εταιρείας CHEM, χωρίς αποζημίωση.

Επίσης, το Μάρτιο του 2007, επί κυβέρνησης Harper, το λόμπι των φαρμακευτικών κατάφεραν να αποσπάσουν «αστραπιαία» 300 εκατομμύρια δολάρια για το αμφιλεγόμενο εμβόλιο αποτροπής καρκίνου της μήτρας «Gardasil» της φαρμακευτικής Merck-Frosst. Χρειάστηκε χρόνος – ρεκόρ μόνο 8 μηνών για να εγκριθεί το εμβόλιο…

Για να επισπεφτεί η αγωγή στις νεαρές κοπέλες, η φαρμακευτική, διόρισε την παγκόσμια εταιρεία δημόσιων σχέσεων Hill and Knowlton (την ίδια έχει και ο τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος), για να προωθήσει το εμβόλιο στις νεαρές κοπέλες. Όπως είχε αναφέρει τότε μια καναδική εφημερίδα, ο υπεύθυνος προώθησης του εμβολίου ήταν ο Ken Boessenkool (αντιπρόεδρος της Hill and Knowlton) που παρεμπιπτόντως, ήταν στενός φίλος και σύμβουλος του πρωθυπουργού Harper. Ήταν επίσης και ο κύριος σύμβουλος στην προεκλογική εκστρατεία του, το 2004. Μετά την επιτυχία που είχε με το εμβόλιο… κατάφερε και προώθησε τα ηλεκτροφόρα όπλα των αστυνομικών αρχών της χώρας TASER.

Τον Απρίλιο του 2007 η κυβέρνηση Harper έδωσε παράταση στις πατέντες που διαθέτουν οι φαρμακευτικές, που ήδη είχαν 20 χρόνια, δίνοντας τους μονοπώλιο στην πώληση των φαρμάκων τους. Το Νοέμβριο του 2007, το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά δικαίωσε την ένσταση που έκαναν σε αυτό το θέμα οι «μικρές καναδικές εταιρείες». Και πάλι η τότε κυβέρνηση πήρε την πλευρά των φαρμακευτικών κολοσσών, κάνοντας τροποποιήσεις στη νομοθεσία, πράγμα που δεν άρεσε στις κυβερνήσεις των επαρχιών.

Τον Απρίλιο του 2008 η κυβέρνηση κατέθεσε το νομοσχέδιο C-51 που ξανά-τροποποίησε τη χορήγηση άδειας φαρμάκων και πατεντών.

Εδώ χρειάζεται προσοχή: Σ’ ένα από τα άρθρα του νομοσχέδιου δίνεται πλήρη δικαιοδοσία στις φαρμακευτικές να μη δημοσιοποιήσουν τις επιδράσεις που έχουν τα φάρμακα τους, τηρώντας πλήρη… μυστικότητα, ενώ δεν ευθύνονται για τις ανθρώπινες επιδράσεις και προστατεύονται από οποιεσδήποτε μηνύσεις ατόμων και εταιρειών!

Με άλλα λόγια, οι φαρμακευτικές έχουν το δικαίωμα να εισάγουν νέα φάρμακα στην αγορά πριν ακόμα τελειώσουν οι έρευνες και οι μελέτες που χρειαζόντουσαν στο παρελθόν. Τα αποτελέσματα των μελετών θα αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου και τη χρησιμοποίηση τους από τους ασθενείς, ή αν θέλετε, από μη αμειβόμενα ανθρώπινα… πειραματόζωα.

Αυτό είναι φυσικά απαράδεκτο, όταν έχουμε συμβάντα όπου το φάρμακο Vioxx είχε ανακαλεστεί από την Υπηρεσία Υγείας του Καναδά το 2004, καθώς και στις ΗΠΑ, όπου δημιούργησε ως παρενέργεια μεταξύ 90 και 140 χιλιάδες καρδιακές προσβολές.

Αποδείχτηκε λοιπόν ότι κυκλοφορούσαν φάρμακα που προωθούσαν οι φαρμακευτικοί κολοσσοί με μεγάλες διαφημιστικές εκστρατείες και με τη «βοήθεια προώθησης ορισμένων συμφεροντολόγων γιατρών» χωρίς καν να έχουν τελειώσει οι μελέτες και χωρίς καν να έχουν γνώση ποιες είναι οι βλαβερές παρενέργειες. Αξίζει να μάθετε, ότι 10 φαρμακευτικές το 2017-2018, «λάδωσαν» με 151 εκατομμύρια ιατρούς και νοσοκομεία του Καναδά για να προωθήσουν τα προϊόντα τους… Στην Αμερική υπάρχει καταγραφή των μπόνους – λάδωμα, στον Καναδά όμως, ο νόμος δεν το επιτρέπει ποιοι τα… τσάκωσαν χονδρά. Ο καθένας λοιπόν μπορεί να διαπιστώσει πόσο «δουλεύουν» για την… υγεία της Κοινότητας.

Επανερχόμενοι στο νόμο C-51, πρέπει να προστεθεί, ότι η Υπηρεσία Υγείας του Καναδά (Health Canada) έχει τη δικαιοδοσία να βάλει πρόστιμο ως $5 εκατομμύρια, σε εταιρείες φυσικών προϊόντων που δεν έχουν εγκριθεί, μια και τις περισσότερες φορές η έγκριση έρχεται καθυστερημένη, και όταν έρχεται, η εταιρεία έχει ήδη κλείσει.

Επιπλέον, η κυβέρνηση Harper, έκοψε και μείωσε τις χορηγίες για έρευνα στους τελειόφοιτους μαθητές στους επιστημονικούς κλάδους. Αυτό οδήγησε πολλούς να εγκαταλείψουν τη χώρα και να πάνε εκεί που τα κράτη χρηματοδοτούν τις έρευνες, όπως η Αμερική. Αυτό που συνήθως γίνεται είναι ότι οι έρευνες στα πανεπιστήμια συνάμα χρηματοδοτούνται και από τις φαρμακευτικές βιομηχανίες για εύρεση νέων φαρμάκων. Η βάση όμως είναι οι κυβερνητικές χορηγήσεις. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους, που ο Καναδάς δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει έρευνες πάνω στα εμβόλια.

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ

Η εξάρτηση των Καναδών από τις ξένες φαρμακευτικές, έχει οδηγήσει στη συνεχή αύξηση των τιμών που πληρώνουμε για φάρμακα. Ένας από τους ποθητούς σκοπούς στο πρόγραμμα των φιλελεύθερων, στον εκλογικό αγώνα του Οκτώβρη 2019, ήταν η μείωση των τιμών των φαρμάκων.

Θέλοντας να βάλουν φρένο, τον Αύγουστο του 2019, πέντε φαρμακευτικές κατέθεσαν αγωγή κατά της κυβέρνησης, ότι αυτό που θέλει να κάνει η κυβέρνηση είναι αντισυνταγματικό. Η αγωγή έγινε στο Ανώτατο δικαστήριο του Κεμπέκ από τα καναδικά παραρτήματα των: αμερικανικών Merck & Co και Johnson Johnsons Janssen Inc, των γερμανικών Bayer AG και Boehringer Ingelheim και της γαλλικής Servier Inc.

Και οι δέκα, δικαιολογήθηκαν ότι οι τιμές των φαρμάκων θεσπίζονται από τις επαρχιακές κυβερνήσεις και ότι η μείωση των τιμών θα αποτρέψει περαιτέρω επενδύσεις στην έρευνα για νέα φάρμακα.

Υπενθυμίζουμε, ότι παρόμοιο πόλεμο έκανε ο Trump, κατά των φαρμακευτικών εταιριών, εισάγοντας στην αρχή τα προϊόντα των… καναδικών εταιρειών φαρμάκων! Άγνωστο όμως είναι, αν οι εισαγωγές προερχόντουσαν από τα καναδικά παραρτήματα των αμερικανικών εταιρειών…

Τόσο μεγάλη είναι η δύναμη των φαρμακευτικών εταιρειών, που τον Οκτώβριο του 2020 απείλησαν την κυβέρνηση Trudeau, ότι δεν πρόκειται να λανσάρουν καινούργια φάρμακα στον Καναδά, που μπορεί να σώσουν ζωές, επειδή η κυβέρνηση συνεχίζει να βάζει πίεση για χαμηλές τιμές φαρμάκων.

Συγκεκριμένα, το 2019 ο οργανισμός της Αμερικής FDA, που ελέγχει και δίνει άδεια κυκλοφορίας στα φάρμακα, έχει δώσει το «πράσινο φως» σε 54 νέα φάρμακα, τα οποία μόνο 15 έχουν δοθεί για έλεγχο από την Υπηρεσία Υγείας του Καναδά (Health Canada). Τα υπόλοιπα οι φαρμακευτικές δεν πρόκειται να δώσουν για έγκριση, ως αντίποινα της προσπάθειας της Καναδικής Κυβέρνησης να μειώσει τις τιμές όλων των φαρμάκων που έχουν φτάσει στα ύψη. Με άλλα λόγια, εκβιάζουν!

Η κυβέρνηση όμως έχει απόλυτο δίκιο να θέλει να μειώσει τις τιμές των φαρμάκων. Σύμφωνα με στοιχεία, η τιμή τους έχει αυξηθεί μεταξύ το 1997 και το 2005 κατά 12,2%, και από το 2007 ως το 2020 άλλο 17%. Αυτό προτρέπει τις επαρχίες να ζητούν περισσότερα χρήματα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για την υγεία. Εδώ θα πρέπει να γνωρίζουμε, ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πληρώνει μόνο το 3% των φαρμακευτικών δαπανών των επαρχιών.

Η φαρμακευτική αγωγή είναι πολύ δαπανηρή για τους πολίτες. Μόνο στο Κεμπέκ, τα πράγματα είναι καλύτερα, μια και υπάρχει το κυβερνητικό πρόγραμμα φαρμάκων, κάτι που θέλει να θεσπίσει παν-καναδικά η Οτάβα, όπως και παρουσίασε στον πρόσφατο προϋπολογισμό, αν την «αφήσουν» οι φαρμακευτικοί κολοσσοί.

ΚΕΡΔΗ ΜΕ ΤΗ ΣΕΣΟΥΛΑ
ΚΑΙ ΔΥΟ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ…

Το 2011, η αγορά φαρμάκων στον Καναδά ήταν η όγδοη σε πωλήσεις, αντιπροσωπεύοντας το 2,6% όλων των πωλήσεων στον κόσμο. Το 2013 οι 574 εκατομμύρια αγωγές – συνταγές φαρμάκων απέφεραν 29 δις. Τα πρωτεία είχε η Johnson & Johnson με 1,75 δις σε πωλήσεις. Η μοναδική καναδική εταιρεία Apotex που βρίσκεται στις πρώτες 10 (πέμπτη σε πωλήσεις) είχε 1,21 δις έσοδα. Από το 2011 ως το 2019 οι πωλήσεις φαρμάκων αυξήθηκαν κατά 35%.

Εδώ ανοίγουμε μία παρένθεση, για τον ανεξήγητο φόνο του ιδιοκτήτη της Apotex Barry Sherman και της συζύγου του, στις 15 Δεκεμβρίου 2017, στην οικία τους στο Τορόντο. Αν και υπάρχει αμοιβή 10 εκατομμύριων για εξυγίανση της υπόθεσης, ο φόνος του ζευγαριού Sherman παραμένει μυστήριο… 

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε τα κέρδη των φαρμακευτικών που προωθήθηκαν χάρις τον κορωνοϊό.

Ως τώρα, μιλάμε για 26 δις σε κέρδη. Να φανταστείτε ότι η ASTRAZENECA παρόλες τις επικρίσεις και τις ολίγες θρομβώσεις που δημιουργήθηκαν στους εμβολιασμένους από το εμβόλιο της, τριπλασίασε τα κέρδη της φτάνοντας στα 1,5 δις.

Και γιατί όχι, εφόσον αυτή και οι άλλες φαρμακευτικές έχουν ένα προϊόν που επιβάλλεται στους καιρούς μας, ακόμα και με «το ζόρι» από ορισμένες κυβερνήσεις. Μην αμφισβητείται ότι αργά η γρηγορά αυτή η επιβολή θα γενικευτεί…

ΤΑ ΛΑΘΗ ΤΗΣ ΚΑΝΑΔΙΚΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ

Εδώ και δύο εβδομάδες, στο αμερικανικό τηλεοπτικό πρόγραμμα πολιτικού περιεχομένου του NBC, Meet the Press, ο πρωθυπουργός Justin Trudeau ανέφερε ότι ο Καναδάς θα είχε τα μέσα να αναπτύξει ένα εμβόλιο κατά του ιού COVID-19 πριν από μερικά χρόνια, αλλά εξήγησε ότι η παγκοσμιοποίηση είχε μειώσει σημαντικά τις δυνατότητες των καναδικών φαρμακευτικών εταιρειών.

«Είχαμε τις δυνατότητες τις τελευταίες δεκαετίες. Όμως, η υπεξαίρεση και η παγκοσμιοποίηση, σήμαινε ότι δεν είχαμε πλέον την ικανότητα», δήλωσε ο πρωθυπουργός.

Αυτό που έπρεπε να τονιστεί στη συνέντευξη, ήταν η αποχώρηση της καναδικής κυβέρνησης επί σχεδόν τρεις δεκαετίες από τη χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας, που γίνεται στα διάφορα πανεπιστήμια και εργαστήρια. Μόλις φέτος, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα επενδύσει σημαντικά στην εγχώρια φαρμακευτική έρευνα και βιομηχανία. Όπως ως τώρα αυτό δεν ισχύει.

Εμπράκτως, τα πράγματα δείχνουν, ότι ενώ η καναδική κυβέρνηση τα δίνει όλα στους ξένους γίγαντες της φαρμακοβιομηχανίας, οι χρηματοδοτήσεις στην εγχώρια φαρμακευτική βιομηχανία και στην εγχώρια έρευνα είναι λιγοστή ή σε πολλές περιπτώσεις ανύπαρκτη. Με άλλα λόγια, αγοράζουμε τα ξένα «προϊόντα» αλλά δεν προσπαθούμε να επενδύσουμε στα καναδικά, μη τυχόν και μας ξανακάνουν «νταντά».

Έτσι είχε γίνει με την επιμονή των Αμερικάνων να καταστρέψει ο Καναδάς το πρωτοπόρο και καταπληκτικό πολεμικό αεροπλάνο Arrow της αεροναυτικής καναδικής εταιρείας Avro. Το αεροπλάνο αυτό πετούσε σε ύψος 50.000 πόδια και σε υπέρ-ταχύτατα Max 1,9 – σχεδόν δύο φορές την ταχύτητα του ήχου. Σε σύγκριση με το CONCORDE που πετούσε στα 60.000 πόδια και με ταχύτατα Max 2,09 – δύο φορές την ταχύτητα του ήχου.

Μόνο που το Arrow κατασκευάστηκε το 1958 και θα γινόταν εκείνη την περίοδο το καλύτερο αεροπλάνο που υπήρχε. Αλλά όπως είπαμε, αυτό ήταν αντίθετο στα σχέδια του Αμερικανικού πενταγώνου και της πολεμικής βιομηχανίας των Αμερικανών. Με τι δικαίωμα μια μικρή και αδύναμη χώρα θα μπορούσε να υπερισχύσει στην τεχνολογία της Αμερικής και να γίνει υπερδύναμη καθώς και εξαγωγέας πολεμικών αεροπλάνων του ΝΑΤΟ και άλλων χωρών; Ποτέ των ποτών. Ο τότε καναδός πρωθυπουργός υπέκυψε για διάφορους λόγους στην αμερικανική επιβουλή και στις 20 Φεβρουαρίου 1959 σταμάτησε το πρόγραμμα κατασκευής των Arrow, ενώ μέσα σε δύο μήνες τα πάντα, από μηχανήματα, καλούπια και φυσικά τα ίδια πρωτότυπα αεροπλάνα, ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΑΝ. Από τότε ο Καναδάς προμηθεύεται αεροπλάνα από τη σύμμαχο γείτονα χώρα, Αμερική.

Κάτι παρόμοιο φαίνεται κατάφεραν οι σύμμαχοι Αμερικάνοι να κάνουν και με τη φαρμακευτική βιομηχανία μας. Αυτό αποδεικνύεται ακόμα και σήμερα από τις «κραυγές» απόγνωσης των καναδικών φαρμακευτικών εργοστασίων που αγνοεί η καναδική κυβέρνηση.

«ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ
ΕΝ ΤΗ ΕΡΗΜΩ»

Κάθε μέρα που περνάει, έρχονται στο προσκήνιο και άλλα στοιχεία που αποδεικνύουν την έλλειψη στήριξης της Καναδικής κυβέρνησης στις εγχώριες φαρμακευτικές εταιρείες. Ορισμένες από αυτές μάλιστα, αναγκάστηκαν να ζητήσουν βοήθεια από άλλες χώρες οι οποίες -όπως το Ισραήλ- άρπαξαν την ευκαιρία και έγιναν συνεταίροι και χορηγοί των καναδικών βιομηχανιών. Η έλλειψη οικονομικής υποστήριξης από την καναδική κυβέρνηση οδήγησε το κλείσιμο πολλών από αυτών.

Ένα από τα παραδείγματα είναι το επιστημονικό κέντρο έρευνας λοιμώξεων ασθενειών του πανεπιστημίου Λαβάλ, όπου λόγω απόρριψης χρηματοδότησης 2 εκατομμυρίων δολαρίων, αναγκάστηκε να σταματήσει τις έρευνες που έκανε για τον Κορωνοϊό.

Η φαρμακευτική Providence Therapeutics με έδρα το Τορόντο έμεινε σημαντικά πίσω στον αγώνα κατασκευής εμβολίων, διότι έλαβε μόνο 8 εκατομμύρια δολάρια ενίσχυση από την καναδική κυβέρνηση, ενώ αντιθέτως η κυβέρνηση των ΗΠΑ επένδυσε 1 δισεκατομμύριο δολάρια στη Moderna για την έρευνα και κατασκευή των εμβολίων της. Αυτά είναι δύο από τα πολλά παραδείγματα. Υπάρχει όμως και το «κερασάκι στην τούρτα» που μας κάνει να αναρωτιόμαστε… γιατί;

ΣΤΟ ΡΑΦΙ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΚΑΝΑΔΙΚΗ
ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ

Ενώ λοιπόν οι κυβερνήσεις, τόσο η ομοσπονδιακή όσο και οι επαρχιακές, «κόβουν φλέβες» για την προώθηση των ξένων εμβολίων, μια καναδική θεραπεία αντισωμάτων COVID-19 κάθεται σε ράφια νοσοκομείων και φαρμακείων εν μέσω του τρίτου κύματος της πανδημίας της χώρας, επειδή οι γιατροί λένε ότι δεν έχει προγραμματιστεί ως τώρα από τις κυβερνήσεις και τις υγειονομικές αρχές η χορήγηση του φαρμάκου.

«Είναι πραγματικά πολύ απογοητευτικό που διαθέτουμε μια θεραπεία που δεν μπορούμε πραγματικά να χρησιμοποιήσουμε», δήλωσε ο ειδικός για τις ασθένειες μόλυνσης Dr. Deepali Kuma στα Καναδικά ενημερωτικά μέσα, όπως το CTV.

Πρόκειται για το bamlanivimab ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που στρέφεται εναντίον της ακίδας πρωτεΐνης του SARS-CoV-2, του ιού που προκαλεί COVID-19. Το φάρμακο μιμείται την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να καταπολεμά τον ιό και αναπτύχθηκε από την καναδική AbCellera Biologics Inc. του Βανκούβερ με την υποστήριξη (επιτέλους…) της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η οποία είχε δεσμεύσει έως και 175,6 εκατομμύρια δολάρια στην εταιρεία το Μάιο του 2020 για την ανάπτυξη θεραπειών αντισωμάτων.

Σύμφωνα με τη Health Canada, το bamlanivimab μπορεί να αποτρέψει την επιδείνωση των συμπτωμάτων και να μειώσει τη νοσηλεία σε ασθενείς υψηλού κινδύνου που έχουν μολυνθεί με COVID-19.

Η θεραπεία μίας δόσης, η οποία πωλείται από την Eli Lilly Canada Inc., μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης όπως τα νοσοκομεία, καθώς χορηγείται ενδοφλέβια στους ασθενείς.

«Ως θεραπεία αντισωμάτων, αποτελεί μέρος μιας μεγάλης κατηγορίας φαρμάκων που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία ασθενειών, όπως ο καρκίνος και η ρευματοειδής αρθρίτιδα», δήλωσε ο Sachdev Sidhu, καθηγητής μοριακής γενετικής στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, τονίζοντας ότι ως μέθοδος θεραπείας είναι μια… επικυρωμένη μορφή.

Η Health Canada ενέκρινε το φάρμακο το Νοέμβριο του 2020 με την προσωρινή εντολή που αφορά την εισαγωγή, πώληση και διαφήμιση φαρμάκων για χρήση σε σχέση με το COVID-19. Σύμφωνα με τη Health Canada, 26.000 δόσεις της θεραπείας αγοράστηκαν για 40 εκατομμύρια δολάρια και διανεμήθηκαν μεταξύ των επαρχιών. Ωστόσο, σχεδόν καμία από αυτές τις δόσεις δεν έχει χρησιμοποιηθεί…

«Χώρες σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούν το bamlanivimab για να βοηθήσουν να κρατήσουν τους ασθενείς με COVID-19 εκτός νοσοκομείου και να μειώσουν τους θανάτους για μήνες. Περισσότεροι από 400.000 ασθενείς με COVID-19 παγκοσμίως έχουν επωφεληθεί από το φάρμακο», όπως αναφέρει ο Michael McDougall, εκπρόσωπος της Eli Lilly.

Σύμφωνα με την AbCellera Biologics, μελέτες έχουν δείξει ότι η θεραπεία είναι αποτελεσματική έναντι του SARS-CoV-2 και η παραλλαγή εντοπίστηκε για πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παρ’ όλα αυτά, οι επαρχιακές υγειονομικές αρχές δεν έχουν ακόμη διαθέσει τη θεραπεία στους Καναδούς…

Ο διευθύνων σύμβουλος της AbCellera Biologics, Carl Hansen, βρίσκει «θλιβερό» ότι το φάρμακο δεν είναι προσβάσιμο στον Καναδά.

Ο Χάνσεν είπε ότι η επαρχιακή κυβέρνηση της Βρετανικής Κολομβίας δεν εξέδωσε σχέδιο, σχετικά με τον τρόπο χορήγησης της θεραπείας, αναγκάζοντας τους γιατρούς να την αφήσουν στα ράφια.

Εν τω μεταξύ, η πρόσφατη ανάκληση της αδειοδότησης έκτακτης ανάγκης του bamlanivimab από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση με το κοινό.

«Δεν υπάρχει καμία αλλαγή στην εξουσιοδότηση bamlanivimab στον Καναδά και η Eli Lilly δε ζήτησε από την Health Canada να ανακαλέσει την εξουσιοδότησή της. Το Bamlanivimab που χρησιμοποιείται από μόνο του, είναι αποτελεσματικό έναντι της παραλλαγής B.1.1.7 (UK), η οποία είναι η κύρια παραλλαγή που κυκλοφορεί στον Καναδά το τελευταίο διάστημα», δήλωσε ο Geoffroy LegaultThivierge της Health Canada. 

Δεδομένου ότι χορηγείται μέσω ενδοφλέβιας, οι ειδικοί λένε ότι το Bamlanivimab πρέπει να χορηγείται σε νοσοκομείο εντός 10 ημερών από την εμφάνιση συμπτωμάτων. Εάν ένας ασθενής είναι πολύ άρρωστος, η θεραπεία δεν μπορεί να χορηγηθεί.

Στις ΗΠΑ, νοσοκομεία όπως το Johns Hopkins Medicine έχουν δημιουργήσει κέντρα έγχυσης μονοκλωνικών αντισωμάτων εξωτερικών ασθενών, για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της θεραπείας.

«Τα φάρμακα για αντισώματα είναι επίσης πιο δύσκολο να γίνουν», είπε ο καθηγητής Sidhu και με τη δόση να κοστίζει άνω των 1.500$ το bamlanivimab δεν είναι και το φθηνότερο φάρμακο.

Στις ΗΠΑ, οι ερευνητές διερευνούν επίσης τη χρήση μονοκλωνικών αντισωμάτων ως προληπτική επιλογή για ευάλωτες ομάδες, όπως ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, που δεν ανταποκρίνονται στα εμβόλια COVID-19. Αυτοί οι ασθενείς παράγουν λίγα ή καθόλου αντισώματα, είτε ως αποτέλεσμα θεραπείας για άλλες ασθένειες, όπως ο καρκίνος, είτε επειδή γεννήθηκαν με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.

Ομοίως, το bamlanivimab αποδείχθηκε ότι μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης συμπτωματικών COVID-19 μεταξύ των κατοίκων και του προσωπικού των εγκαταστάσεων μακροχρόνιας περίθαλψης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας κλινικής δοκιμής φάσης III από την Eli Lilly που διεξήχθη σε συνεργασία με το Εθνικό Ινστιτούτο Αλλεργίας και Μολυσματικών ασθενειών (NIAID) και το δίκτυο πρόληψης COVID-19. Καθώς οι λοιμώξεις συνεχίζουν να αυξάνονται, η αξιοποίηση αυτής της «παραμελημένης» θεραπείας θα έσωζε ζωές.

Ο ιατρός Kumar προτρέπει τους επαρχιακούς ηγέτες και αξιωματούχους υγείας, να συμφωνήσουν για να βρουν έναν τρόπο για την εφαρμογή του Bamlanivimab στο σύστημα υγείας του Καναδά. Τα νοσοκομεία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν κινητές κλινικές και κέντρα έγχυσης, για να βοηθήσουν στη διάθεση της θεραπείας αντισωμάτων σε όσους θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτήν.

«Τα νέα δεδομένα που έρχονται, δείχνουν ότι αυτές οι θεραπείες αποτρέπουν πραγματικά το θάνατο και αποτρέπουν τις νοσηλείες και εάν πρόκειται να μειώσουμε το βάρος στα δωμάτια έκτακτης ανάγκης και στα κρεβάτια του νοσοκομείου μας, τότε πρέπει πραγματικά να καταλάβουμε πώς να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις θεραπείες σε μεγάλη κλίμακα», ανέφερε ο Kumar.

Πάνω από δώδεκα γιατροί και μέλη του συμβούλιου μολυσματικών ασθενειών υπέγραψαν επιστολή, καλώντας όλα τα επίπεδα κυβέρνησης να συνεργαστούν με κλινικές και νοσοκομεία για να αυξήσουν την πρόσβαση σε μονοκλωνικά αντισώματα και να επισπεύσουν την έγκριση συνδυασμένων μονοκλωνικών αντισωμάτων.

«Τα στοιχεία για αυτές τις θεραπείες είναι τώρα αρκετά ισχυρά – και οι παρενέργειες είναι αρκετά περιορισμένες – ότι οι Καναδοί γιατροί θα πρέπει να μπορούν να προσφέρουν αυτές τις θεραπείες σε επιλέξιμους ασθενείς», αναφέρει η επιστολή. «Πράγματι, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδέχονται αυτά τα στοιχεία και έχουν ήδη δημιουργήσει πάνω από 5.000 τόπους έγχυσης, που έχουν χορηγήσει αυτή τη θεραπεία σε περίπου ένα εκατομμύριο ανθρώπους», σημειώνεται στην επιστολή.

Οι επιστήμονες ιατροί πιστεύουν ότι είναι απαραίτητο ο Καναδάς να αρχίσει τη χορήγηση δόσεων της θεραπείας για να αποτρέψει περισσότερους Καναδούς από το θάνατο του COVID-19. Μια θεραπεία που ήδη έχει χρυσοπληρωθεί από τους καναδούς φορολογούμενους και κάθεται στα ράφια.

Τέλος να υπενθυμίσουμε, ότι η φαρμακευτική εταιρία SATONIZE (https://sanotize.com/) με έδρα στο Βανκούβερ, που πρόκειται να βγάλει έως το τέλος του έτους σπρέϊ θεραπείας του ιού, χρηματοδοτείτε από το… Ισραήλ (η ιδιοκτήτρια Dr. Gilly Regev είναι Καναδο-ισραηλινή) αντί από τον Καναδά. Γιατί άραγε; 

*Ο Γιώργος Στυλ. Γκιούσμας είναι συν-εκδότης της έντυπης εφημερίδας ΕΛΛΗΝΟΚΑΝΑΔΙΚΑ ΝΕΑ και της ιστοσελίδας www.tanea.ca

Popular Articles