Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΦΡΑΔΕΛΛΟΥ*
Οι Οθωμανοί από τότε που εμφανίστηκαν στη γειτονιά μας τήρησαν με συνέπεια έναν από τους βασικούς κανόνες κάθε κατακτητή: «παίρνω αυτό που θέλω, όπως το θέλω, όταν το θέλω». Κλασικό παράδειγμα, το παιδομάζωμα (τουρκ. devşirme), δηλ. η αρπαγή από τις οικογένειές τους, χριστιανών αγοριών, με σκοπό, αρχικά, τη στελέχωση της προσωπικής φρουράς του σουλτάνου και έλαβε το όνομα γενί τσερί (=νέος στρατιώτης), οι γνωστοί σε όλους, Γενίτσαροι. Ο ελληνικής καταγωγής μεγάλος αρχιτέκτονας, Μιμάρ Σινάν, υπήρξε ο ίδιος θύμα του παιδομαζώματος. Μαθητής του Σινάν ήταν ο Σεντεφχάρ Μεχμέτ Αγάς, ο αρχιτέκτονας του μεγάλου Τεμένους του Σουλτάνου Αχμέτ ή αλλιώς Αχμέτ Τζαμί, το γνωστό και ως Μπλε Τζαμί. Πρόκειται για το μεγάλο «αντίγραφο» της Αγιά Σοφιάς που δεσπόζει απέναντι ακριβώς από το διάσημο πρωτότυπό του. Ποια ανάγκη ώθησε το σουλτάνο Αχμέτ Α΄(1603-1617) στην κατασκευή του μεγάλου αυτού ναού; #livemedianews
Τι άλλο από την επιθυμία του να συγκριθεί και να ξεπεράσει σε μεγαλείο την Αγιά Σοφιά, το χριστιανικό ναό που, ως λάφυρο πολέμου, είχε μετατραπεί ήδη σε τζαμί από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή. Για να τα καταφέρει, διέταξε τον Μεχμέτ Αγά να κάνει τον τρούλο του νέου τεμένους από ατόφιο χρυσάφι. Κάτι τέτοιο, όμως, ήταν τεχνικά αδύνατο λόγω του μεγάλου βάρους του τρούλου. Σε αντιστάθμισμα, ο αρχιτέκτονας και για να ικανοποιήσει το σουλτάνο του, αντί για τέσσερις μιναρέδες (πυργόσχημα ψηλά οικοδομήματα που πλαισιώνουν τα τζαμιά, από τους εξώστες των οποίων γίνεται η πρόσκληση για προσευχή, κάτι σαν τα δικά μας καμπαναριά), έχτισε έξι! Αυτή η πράξη του, όμως, θεωρήθηκε από τους υπόλοιπους μουσουλμάνους αλαζονική και υπερφίαλη, μια που έξι μιναρέδες είχε μόνο το μεγάλο τέμενος της Κάαμπα, στη Μέκκα. Πως ξεπεράστηκε αυτή η «προσβολή» προς το ιερό προσκύνημα; Ο σουλτάνος Αχμέτ δεν κατεδάφισε έναν από τους έξι μιναρέδες του Αχμέτ τζαμί, ως όφειλε, αλλά χρηματοδότησε την κατασκευή ενός εβδόμου μιναρέ στη Μέκκα, ώστε η ιερή Κάαμπα να μην υπολείπεται σε αίγλη, μεγαλείο, αλλά και μιναρέδες, από κανένα άλλο τζαμί στον ισλαμικό κόσμο. Ποιος είπε ότι μόνο στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα; Πρώτες οι θρησκείες μάς δίδαξαν αυτή την διαχρονικά επίκαιρη «αλήθεια».
Αλήθεια, επίσης, είναι ότι ποτέ και κανένας Οθωμανός σουλτάνος δεν ξεπέρασε το σύνδρομο κατωτερότητας που ένιωθε απέναντι στο μεγάλο Ιουστινιάνειο οικοδόμημα. Μάλιστα, είναι τόσο κυρίαρχη η παρουσία του ναού της του Θεού Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη, ώστε μέχρι σήμερα δεν άλλαξε ούτε το όνομά του. Παραμένει η φημισμένη, Ayasofya!
Το ότι το Ισλάμ στη μακραίωνη ιστορία του δεν μπήκε σε διλλήματα σχετικά με τη διαχείριση των ευκτήριων οίκων (ναών) των κατακτημένων περιοχών του, είναι γνωστό. Τους μετέτρεψε όλους – ή σχεδόν όλους – σε τζαμιά. Το πώς και το γιατί καταδέχεται κάποιος να υφαρπάξει το ναό κάποιας άλλης θρησκευτικής κοινότητας και να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος για τη λατρεία του δικού του Θεού, είναι άλλης τάξεως συζήτηση και δεν αφορά το παρόν σημείωμα. Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι, ότι αυτή πρακτική δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, τουλάχιστον στα εδάφη της πάλαι ποτέ Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μη εξαιρουμένης της Τουρκικής Δημοκρατίας από το 1923 μέχρι σήμερα. Πλήθος ναών Ορθοδόξων, Αρμενίων, Εβραίων, Ασσυρίων, Χαλδαίων, Νεστοριανών και άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων στην Τουρκία, μετατράπηκαν και, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 21ου αι. εξακολουθούσαν να μετατρέπονται, σε τεμένη.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, ο ηγέτης που στη συλλογική μνήμη των Τούρκων ονομάστηκε πατέρας τους (Ατατούρκ), μετέτρεψε το 1934 την Αγιά Σοφιά από τέμενος, σε μουσείο. Επρόκειτο για μια πολιτική κίνηση που στόχο είχε να δείξει στους δυτικούς λαούς ότι η Τουρκία γυρίζει σελίδα και από μία θεοκρατία (ο σουλτάνος ήταν και ο Χαλίφης, δηλ ο θρησκευτικός ηγέτης όλου του Ισλάμ) μετατρεπόταν σε σύγχρονη δημοκρατία και κράτος κοσμικό.
Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Ο ισλαμιστής πρόεδρος της Τουρκίας, στα πλαίσια της αναζήτησης και διεκδίκησης του ζωτικού χώρου που, κατά τη γνώμη του, αναλογεί στη μεγάλη του χώρα, (μην ξεχνάμε ότι όλοι οι μεγάλοι πόλεμοι της ιστορίας έχουν σαν βαθύτερο κίνητρο την αναζήτηση επιπλέον ζωτικού χώρου) γίνεται ιδιαίτερα επιθετικός και προκλητικός. Προκειμένου δε να βάλει την Ελλάδα στο τραπέζι της επαναδιαπραγμάτευσης και επανασχεδιασμού του Αιγαιακού χώρου, δημιουργεί παράλληλες κρίσης, ήσσονος σημασίας για τον ίδιο, αλλά όχι και για εμάς (νησιά, βραχονησίδες, περιουσίες ελληνικών κοινοτήτων, Πατριαρχείο, θεολογική σχολή της Χάλκης, κοινή ΑΟΖ με Λιβύη, προσφυγικό – μεταναστευτικό και, εσχάτως, Αγιά Σοφιά). Ταυτόχρονα, την τελευταία εικοσαετία που βρίσκεται στο πολιτικό προσκήνιο, ο Ερντογάν έχει κάνει κινήσεις εντυπωσιασμού – πάντα προς το θεαθήναι – όπως η ετήσια απόδοση στην ορθόδοξη χριστιανική λατρεία της μονής Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα ή η έκδοση άδειας αποκατάστασης και επαναλειτουργίας του καθεδρικού ναού του Αγ. Βουκόλου στη Σμύρνη, ο οποίος είχε μετατραπεί κι αυτός από τον Κεμάλ Ατατούρκ, σε μουσείο, το 1924. Στόχος του, να κάτσουμε στο τραπέζι και να επαναδιατυπώσουμε τα αυτονόητα και να συνδιαχειριστούμε το πλούσιο υπέδαφος του Αιγαίου.
Οπότε, αν κατορθωθεί, από μέρους του, να ξεκινήσει μια συζήτηση, θα φανεί ότι είναι ένας πολιτισμένος συνομιλητής ο οποίος είναι διατεθειμένος να δώσει κι αυτός κάτι, χάριν της συνεννόησης. Πρόκειται για κίνηση συμβατή με τη λογική των διεθνών σχέσεων: σου δίνω, μου δίνεις! Στην πραγματικότητα, όμως, ο Ερντογάν δίνει εκείνα τα ήσσονα που περιγράψαμε, για να πάρει τα μείζονα.
Σήμερα, απειλεί ότι θα μετατρέψει την Αγία Σοφία από μουσείο, σε τζαμί, όπως έκανε λίγα χρόνια πριν με τη Μονή Χώρας (Καριγιέ τζαμί) επίσης στην Κων/πολη. Επιμένει να αγνοεί όλες τις νηφάλιες και μετριοπαθείς φωνές της χώρας του (ακαδημαϊκούς δασκάλους, διανοούμενους, αντιπολίτευση, δημοσιογράφους, ακτιβιστές, το δήμαρχο Κων/πόλεως κ.ά.), την Ε.Ε. αλλά και διεθνείς οργανισμούς, όπως η UNESCO κλπ. Αυτό που δεν καταλαβαίνει ο Ερντογάν είναι ότι με τις φωνές του το μόνο που κάνει φανερό, είναι το φόβο και τον πανικό του. Καθένας που φωνάζει, το κάνει γιατί κάτι φοβάται: είτε φοβάται ότι δεν εισακούεται, είτε φοβάται ότι δεν τον παίρνουν στα σοβαρά, είτε φοβάται ότι έχει χάσει το παιχνίδι και είναι αδύναμος. Όπως και να΄χει, ο Τούρκος πρόεδρος, φοβάται, και όσον αφορά στην Αγία Σοφία, με την μετατροπή της εκ νέου σε τζαμί, δεν κάνει κάτι άλλο από το να διαλαλεί σε όλο τον κόσμο ότι το μνημείο δεν του (τους) ανήκει. Φωνάζει και αυτό ακούγεται στα πέρατα της οικουμένης, ότι η Αγία Σοφία δεν μπορεί να ανήκει σε εκείνον που το μετατρέπει σε κάτι άλλο από αυτό για το οποίο προορίστηκε. Δεν ανήκει στο Ισλάμ. Όπως το παιδομάζωμα που αναφέραμε στην αρχή, όπου πάντα θα ξέρεις ότι το παιδί που έκλεψες δεν είναι δικό σου, θα ξέρεις ότι έχει άλλους γονείς. Όπως ακριβώς εκείνος (ή εκείνη) που κλέβει ένα παιδί από τους γονείς του και το ετοιμάζει (μασκαρεύει) σε αντικείμενο του δικού του/της πόθου. Όσο κι αν μασκαρέψεις ένα παιδί με κραγιόν, μπιζού και ντύσιμο ενηλίκου, ενήλικος δε θα γίνει, όσο κι αν τα άρρωστα μάτια σου βλέπουν εκείνο που εσύ ποθείς να δεις.
Επιπλέον, ο Ερντογάν, προσβάλλει απροκάλυπτα τη μεγάλη του θρησκεία, την οποία, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, υπηρετεί με όλη του την καρδιά. Πως το Ισλάμ θα δεχθεί αυτή τη νέα κατακτητική συμπεριφορά, σε μια εποχή που όλοι προσπαθούν να εξαλείψουν τον εξτρεμισμό και τον φονταμενταλισμό; Σε τι θα διαφέρει, άραγε, αυτή η επικείμενη ασέλγεια του Ερντογάν, από την καταστροφή των ελληνικών ναών στην Παλμύρα της Συρίας από τους Ισλαμιστές του ΙΣΙΣ, των κολοσσιαίων αγαλμάτων του Βούδα από τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν ή την απαγωγή – αρπαγή εκατοντάδων χριστιανών κοριτσιών με σκοπό το γάμο με μουσουλμάνους άνδρες (για να τα σώσουν) από τη Μπόκο Χαράμ στη Νιγηρία; Αν ο κόσμος του Ισλάμ αποδεχθεί, χωρίς αντιδράσεις, τη νέα αυτή πρόκληση και προσβολή απέναντι στο δυτικό πολιτισμό και τον χριστιανισμό, από τον ισλαμιστή ηγέτη, ο οποίος φιλοδοξεί να εκφράσει όλο το σουνίτικο Ισλάμ, τότε είναι σαν να εγκρίνει σιωπηρά τις πράξεις του. Πως θα πείσει το Ισλάμ τους ειλικρινείς συνομιλητές του ότι δεν έχει κατακτητικές βλέψεις και ότι μπορεί να διαβάζει το ιερό Κοράνι με όρους 21ου αιώνα; Τότε ο διαθρησκειακός διάλογος, που είναι μια σοβαρή ελπίδα για τον κόσμο σήμερα, προσβάλλεται και ακυρώνεται από τη μεριά αυτής θρησκείας.
Ας το κάνει, λοιπόν… Ας φτιασιδώσουν όσο θέλουν το μνημείο. Ας καλύψει εκ νέου τα φημισμένα ψηφιδωτά της Μεγάλης Εκκλησίας, αυτή τη φορά με κουρτίνες, όπως προτάθηκε και όχι με σοβάδες όπως στο παρελθόν. Ας ακουστεί το Εζάν (πρόσκληση για μουσουλμανική προσευχή) σε ένα ναό που δεν φτιάχτηκε γι΄αυτό. Ας δοξαστεί, λοιπόν, το μεγαλείο του ονόματος του Θεού, στο άδολο σώμα ενός οικοδομήματος που έχει στα αρχιτεκτονικά του σπλάχνα, το όνομα εκείνου που αρνήθηκε να αμυνθεί και παραδόθηκε εθελούσια στο σταυρικό θάνατο. Κι εκεί, μέσα στην ηλεκτρική ηχώ των καλλίφωνων ιμάμηδων, ας ακουστεί ότι ο Θεός είναι ο μέγιστος, αλλά ποιος Θεός; Ούτως ή άλλως ο Ιησούς νικά, πάσχοντας. Πρόκειται για μια νίκη που κερδήθηκε στο σταυρό. Γιατί τον Θεό της χριστιανοσύνης τον βλέπεις πάντα σταυρωμένο. Γιατί ο Ιησούς μας δίδαξε ότι το Θεό δεν τον συναντάς με κάτι που κάνεις, αλλά με αυτό που είσαι.
Με αυτή την προοπτική και αυτούς τους όρους, λοιπόν, ο Μεγάλος Καθεδρικός της χριστιανοσύνης, για άλλη μια φορά, θα είναι ο νικητής της ιστορίας.
*Θεολόγου, 3ο Λύκειο Χανίων