Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου (10/4/2022) από τις γαλλικές εκλογές για την ανάδειξη προέδρου (Μακρόν 27,6%, Λεπέν 23,3%, Μελανσόν 22,2%) ανατρέπουν ουσιαστικά, μεταξύ των άλλων, το πολιτικό σκηνικό στη Γαλλία, ιδιαίτερα μετά τα πολύ χαμηλά ποσοστά των Ρεπουμπλικάνων (4,8%) και του Σοσιαλιστικού κόμματος (1,7%). Έτσι διαμορφώνεται ένα νέο τρικομματικό πολιτικό σκηνικό, το οποίο αποτελείται από την άκρα Δεξιά (Λεπέν), τη νεοφιλελεύθερη Κεντροδεξιά (Μακρόν) και τη ριζοσπαστική Αριστερά (Μελανσόν), που, όπως φαίνεται, θα κατοχυρωθεί πολιτικά από τις επερχόμενες (19/6/2022) βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία.
Σάββας Ρομπόλης – Βασίλης Μπλέτσης*
© slpress.gr
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί, ότι οι εξελίξεις αυτές επιταχύνθηκαν κατά τα τελευταία πέντε χρόνια (2017-2022) της προεδρικής θητείας Μακρόν, κατά τη διάρκεια της οποίας, σε επίπεδο οικονομίας, κοινωνίας, εργασίας, εισοδήματος, κ.λπ. οι ασκούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, επικεντρώθηκαν, κατά βάση, στη «σταθεροποίηση της οικονομίας και τη δημοσιονομική πειθαρχία, με αποσταθεροποίηση της εργασίας και της κοινωνίας».
Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ο Εμανουέλ Μακρόν αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του το 2017, «συναντήθηκε», μεταξύ των άλλων, με τη δυσμενή και την ανησυχητική κατάσταση των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων στη Γαλλία. Από το 1983 μέχρι το 2015, το μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 100%, έναντι της αύξησης κατά 25% του μέσου εισοδήματος του υπόλοιπου τμήματος του γαλλικού πληθυσμού.
Παράλληλα, στο επίπεδο του συνταξιοδοτικού συστήματος, ο απερχόμενος Γάλλος πρόεδρος «συναντήθηκε» το 2019, με το επίπεδο του ορίου φτώχειας, το οποίο για κάθε άτομο ανέρχεται σε 1.015 ευρώ το μήνα. Ειδικότερα για τους συνταξιούχους το 8,3%, δηλαδή 1.400.000 άτομα ζούσαν το 2019 κάτω από το όριο της φτώχειας (999 ευρώ το μήνα).
Στον κοινωνικό – οικονομικό απολογισμό της προεδρικής πενταετίας Μακρόν, δεσπόζει η μείωση των μισθολογικών και κοινωνικών δαπανών, με ανησυχητική συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματος της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού, αύξηση της ευελιξίας και της ανασφάλειας της εργασίας, αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, αύξηση του αριθμού των φτωχών – εργαζομένων, των ανισοτήτων ανδρών – γυναικών, αύξησης της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, κ.λπ.
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΓΑΛΛΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Ουσιαστικά, οι νεοφιλελεύθερες αυτές πολιτικές και οι συνέπειες τους στη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, αποτέλεσαν το κοινωνικο – οικονομικό υπόβαθρο των κινητοποιήσεων των «Κίτρινων Γιλέκων». Οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν, με αφορμή την αύξηση της τιμής της βενζίνης, το 2019, από την «ξεχασμένη» Γαλλία της περιφέρειας και διευρύνθηκαν σταδιακά σε ολόκληρη τη χώρα, με τη συμμετοχή και των συνδικάτων μετά την πρόταση της κυβέρνησης Μακρόν για το συνταξιοδοτικό.
Δεν κατανοήθηκε από την κυβέρνηση, ότι με εκείνες τις κινητοποιήσεις, ο γαλλικός λαός ουσιαστικά αντιστεκόταν στη συμμόρφωση των δημοσιονομικών κανόνων, γερμανικής έμπνευσης και επιμονής, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως αρνήθηκε (2005) την ψήφιση του Ευρωσυντάγματος.
Αντίστοιχα, δεν κατανοήθηκε από την κυβέρνηση Μακρόν, ότι ο γαλλικός λαός με τις συνεχείς κινητοποιήσεις του ουσιαστικά αντιστεκόταν στην ένταξη της χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού συστήματος, στους κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η εφαρμογή των κανόνων με το προτεινόμενο ultra – κεφαλαιοποιητικό συνταξιοδοτικό «σύστημα σημείων» (point system) επέφερε μειώσεις του επιπέδου των συντάξεων κατά 20% – 25%, σε σύγκριση με το σημερινό επίπεδο.
Παράλληλα, πρότεινε (και προτείνει και κατά την προεκλογική περίοδο) τη χορήγηση πλήρους σύνταξης με 43 χρόνια ασφάλισης και όριο ηλικίας τα 65 έτη από 62. Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της συγκεκριμένης πρότασης (η οποία συναντώντας την αντίδραση των μαζικών και διαρκών κινητοποιήσεων του γαλλικού λαού δεν ψηφίσθηκε) ήταν η μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 3,3 ποσοστιαίες μονάδες. Δηλαδή από 13,8% του ΑΕΠ το 2018 σε 10,5% του ΑΕΠ το 2070 και με συνολικό αριθμό συνταξιούχων 24,8 εκατομμύρια άτομα το 2070 από 19,9 εκατομμύρια άτομα το 2019 (έκθεση των επιπτώσεων του συνταξιοδοτικού της γαλλικής κυβέρνησης, 2018).
ΟΙ ΔΥΟ ΓΑΛΛΙΕΣ
Ουσιαστικά, οι Γάλλοι εργαζόμενοι και γενικότερα η μεγάλη πλειοψηφία του γαλλικού λαού, με τις συνεχείς κινητοποιήσεις τους, εξέφραζαν με τον πιο δημοκρατικό τρόπο τη συνολική αμφισβήτηση τους στην εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος στη Γαλλία. Επιπλέον, οι συνέπειες στους εργαζόμενους και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του αστικού και αγροτικού τομέα της γαλλικής οικονομίας, από την παγκοσμιοποίηση του μεγάλου και τη μη παγκοσμιοποίηση του μεσαίου και μικρού γαλλικού κεφαλαίου, προκάλεσαν ανασφάλεια, δυσαρέσκεια, οργή, αγανάκτηση, απογοήτευση, σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού, ανάλογα με τη θέση που είχαν και έχουν στην αγορά εργασίας και στην πρωτογενή και δευτερογενή αναδιανομή του εισοδήματος.
Αυτές οι συνέπειες ενίσχυσαν κατά βάση, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών, την άκρα Δεξιά και τη ριζοσπαστική Αριστερά. Έτσι, σε συνθήκες διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, φτωχοποίησης, μείωσης της αγοραστικής δύναμης, απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, συρρίκνωσης των κοινωνικών δαπανών, του δημόσιου συστήματος υγείας, κ.λπ. προσέρχονται να αναμετρηθούν στο δεύτερο γύρο (24/4/2022) στις γαλλικές εκλογές η Κεντροδεξιά με την Ακροδεξιά, έχοντας μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών την άμεση και σαφή υποστήριξη των συνυποψηφίων τους. Δηλαδή 41% περίπου ο Μακρόν και 32% περίπου η Λεπέν.
Όμως, παρά το γεγονός της αριθμητικής υπεροχής του Μακρόν, μία σειρά από σοβαρούς παράγοντες καθιστούν την εκλογή του δεύτερου γύρου των γαλλικών εκλογών αμφίρροπη. Για παράδειγμα, η έμμεση και όχι η άμεση αναγνώριση των συνεπειών των ασκούμενων πολιτικών της προεδρίας Μακρόν, σε συνδυασμό με τις επιμέρους και περιορισμένες υποσχέσεις (π.χ. κατώτερη σύνταξη 1.100 ευρώ από 900 ευρώ, όριο ηλικίας συνταξιοδότησης 64 ετών αντί της πρότασης του των 65 ετών, πραγματοποίηση δημοψηφισμάτων για κρίσιμα ζητήματα).
Κρίσιμο στοιχείο επίσης, η προβολή από τη Λεπέν των προβλημάτων που δημιούργησε η ασκούμενη πολιτική Μακρόν, με αιχμή τη μείωση της αγοραστικής δύναμης και το συνταξιοδοτικό. Σε συνδυασμό με την απόκρυψη των ρατσιστικών και των ξενοφοβικών της απόψεων, καθώς και των αιχμηρών σημείων αντιευρωπαϊσμού τού προγράμματος της θα παίξουν ρόλο, όπως και η επίδοση των δύο υποψηφίων στην τηλεμαχία που θα έχουν στις 20 Απριλίου και επιπλέον η αβεβαιότητα της επιλογής στο δεύτερο γύρο των ψηφοφόρων του Μελανσόν, η αποχή, το λευκό, το άκυρο, κ.λπ.
*Ο Σάββας Ρομπόλης είναι ομότιμος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου. Γεννήθηκε και ζει στην Καισαριανή. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο αγοριών. Τελείωσε το 7ο Νυχτερινό Γυμνάσιο – Λύκειο Παγκρατίου. Είναι πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (D.E.S.) του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Paris I). Διδάκτορας Οικονομικών Επιστημών (Thèse d’ Etat) του Πανεπιστημίου των Παρισίων (Paris IX). Γνωρίζει Γαλλικά και Αγγλικά. Είναι συγγραφέας βιβλίων, άρθρων και επιστημονικών εργασιών σχετικών με τα ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
*Ο Βασίλης Μπέτσης είναι πτυχιούχος του Τμήματος Στατιστικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στα Χρηματοοικονομικά και Αναλογιστικά Μαθηματικά (M.Sc.) του Οικονομικού Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος διδακτορικού από το Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Εργάζεται ως σύμβουλος αναλογιστής.