Η ομολογία της λογίστριας της SAAQ στην Επιτροπή Gallant
Κατά τις πρόσφατες ακροάσεις της Επιτροπής Gallant – της διερευνητικής επιτροπής που συστάθηκε για να διερευνήσει τα προβλήματα της ψηφιακής μεταρρύθμισης της Société de l’assurance automobile du Québec (SAAQ) – ήλθε στο προσκήνιο μία από τις πιο αμφιλεγόμενες πτυχές του έργου SAAQclic: οι εξωφρενικές αυξήσεις των ωρομισθίων ορισμένων συμβούλων.
Η λογίστρια Élodie Hudon-Chabot, υπεύθυνη για τον οικονομικό έλεγχο του έργου CASA / SAAQclic, παραδέχτηκε ότι ένιωσε «malaise» όταν είδε το ρυθμό αύξησης – από 82$ σε 350$ ανά ώρα – αλλά ισχυρίστηκε ότι απλώς εκτέλεσε εντολές των ανωτέρων της.
ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ CASA / SAAQCLIC
Το έργο CASA (Carrefour des services d’affaires) της SAAQ αποτελεί ένα πρόγραμμα ψηφιακής μετασχηματισμού, στο οποίο εντάχθηκε και η πλατφόρμα SAAQclic για την εξυπηρέτηση των πολιτών σε διαδικτυακές υπηρεσίες (π.χ. άδειες οδήγησης, πινακίδες κυκλοφορίας). Η Επιτροπή Gallant δημιουργήθηκε μετά από καταγγελίες και τον λεπτομερή έλεγχο της Vérificatrice générale du Québec (VGQ), η οποία έθεσε σοβαρά ερωτήματα για υπερβάσεις κόστους και διοικητικές αστοχίες. Στην αρχική εκτίμησή της το 2017, η SAAQ είχε προβλέψει κόστος περίπου 638 εκατομμυρίων δολαρίων για το έργο. Η VGQ κατέληξε ότι το πραγματικό κόστος θα μπορούσε να ανέλθει τουλάχιστον σε 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια, αν ληφθούν υπόψη νέα συμβόλαια και επεκτάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο υπήρξε μεγάλη πίεση να επιταχυνθούν οι διαδικασίες και να γίνουν παραχωρήσεις στις πρακτικές διαχείρισης, με αποτέλεσμα το σοβαρό κίνδυνο διαφάνειας και κοστολογικών εκτροπών.
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ
Η Élodie Hudon-Chabot προσλήφθηκε στην SAAQ το 2017 και ανέλαβε ως βασική αποστολή τον οικονομικό έλεγχο του προγράμματος CASA, συμπεριλαμβάνοντας τον έλεγχο των τιμολογίων που υπέβαλαν εξωτερικοί σύμβουλοι μέσω της σύμπραξης «Alliance» των εταιρειών LGS και SAP. Κατά τις ακροάσεις, αποκάλυψε ότι ήδη το Μάρτιο του 2018 είχε αντιληφθεί πως ορισμένοι σύμβουλοι που προηγουμένως τιμολογούνταν με 82 $/ώρα πλέον τιμολογούσαν 350 $/ώρα. Η ίδια περιέγραψε ότι αισθάνθηκε «malaise» με αυτόν τον τετραπλασιασμό του ωρομισθίου. Ωστόσο, όταν ρωτήθηκε τι έκανε μετά την ανακάλυψη αυτή, απάντησε ότι απευθύνθηκε στους ανωτέρους της – το διευθυντή του έργου, Sylvain Cloutier, και τον αντιπρόεδρο πληροφορικής της SAAQ, Karl Malenfant. Σύμφωνα με τη δική της μαρτυρία, της είπαν ότι η απόφαση είχε ληφθεί από κορυφαίο επίπεδο, γεγονός που έθετε τέλος σε περαιτέρω συζήτηση. Στην ερώτηση αν αυτή η μετάβαση στα 350 $/ώρα θα έπρεπε να έχει γίνει με επίσημο παράρτημα στο συμβόλαιο, η εισαγγελέας Marie-Claude Sarrazin υπογράμμισε, ότι η αύξηση συνεπάγονταν ένα πρόσθετο κόστος περίπου 14 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως.
Η Hudon-Chabot υπερασπίστηκε τον εαυτό της λέγοντας ότι το ποσό των 350 $/ώρα προέβλεπε το συμβόλαιο ως πιθανή τιμή για «experts de pointe», δηλαδή ειδικούς υψηλού επιπέδου, αλλά έλαβε υπόψη ότι το συμβόλαιο δεν όριζε με σαφήνεια τι καθορίζει κάποιον ως «ειδικό υψηλού επιπέδου». Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε καμία κατεύθυνση ή όρος που να διευκρινίζει ποιος δικαιούται αυτή την τιμολόγηση. Η ίδια επέμεινε ότι «δεν είναι η ίδια υπεύθυνη γι’ αυτή τη διαχειριστική απόφαση» και ότι, κατά τη γνώμη της, δεν πρόκειται για τροποποίηση του συμβολαίου. Αργότερα, μετά από πιέσεις και ελέγχους στο εσωτερικό της SAAQ, οι αυξήσεις αυτές επίσημα επικυρώθηκαν με τροποποίηση των συμβάσεων.
ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
ΤΗΣ VGQ / ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Η Hudon-Chabot αμφισβήτησε επίσης τις εκτιμήσεις της VGQ για το συνολικό κόστος του έργου, υποστηρίζοντας ότι ήταν «υπερεκτιμημένες». Η VGQ είχε υπολογίσει ότι το έργο SAAQclic, σε όλα του τα σκέλη, θα κόστιζε τουλάχιστον 1,1 δισ.$, πολύ πάνω από τον αρχικό προϋπολογισμό. Σύμφωνα με τη Hudon-Chabot, η VGQ στηρίχτηκε σε συμβόλαια που συμφωνήθηκαν το προηγούμενο έτος για υπηρεσίες SAP, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι αυτά δεν είχαν «καταναλωθεί πλήρως». Ειδικότερα:
► Ένα τριετές συμβόλαιο με δικλείδα δύο ετών προέκτασης, με ελάχιστο κόστος 110 εκατομμυρίων, για υπηρεσίες SAP με την εταιρεία LGS
► Ένα δεύτερο συμβόλαιο μέσω διαγωνισμού, για υπηρεσίες SAP, με εκτιμώμενο κόστος 75 εκατομμυρίων, στο οποίο συμμετείχαν οι εταιρίες LGS, CGI και Levio – από αυτά τα συμβόλαια δεν είχαν πλήρως εκτελεστεί και ότι οι προβολές της VGQ βασίστηκαν σε υποθέσεις κατανάλωσης που δεν ισχύουν επί του παρόντος.
ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΑΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
Κατά τη διάρκεια των ακροάσεων, οι εσωτερικοί ελεγκτές της SAAQ ενημέρωσαν ότι η λογιστική και οι έλεγχοι δεν επέτρεψαν να εντοπιστούν επαρκώς οι λόγοι για τους οποίους επιτράπηκε αυτή η τετραπλάσια αύξηση του ωρομισθίου χωρίς σαφή έγκριση ή τεκμηρίωση. Στην ακροαματική διαδικασία, ένας εσωτερικός ελεγκτής περιέγραψε ότι, όταν ανακάλυψε τις αλλαγές τιμών, προσπάθησε να εντοπίσει ποιος τις είχε κάνει. Σε αυτή τη γραμμή, κανείς δε φάνηκε να δίνει πειστικές εξηγήσεις για τα αίτια της αλλαγής, ενώ ο ελεγκτής παραδέχθηκε ότι δεν είχε επαρκή στοιχεία για να δικαιολογήσει αυτές τις αυξήσεις.
Τα κρίσιμα ερωτήματα που παραμένουν είναι:
1] Ποιοι πραγματικά αποφάσισαν την αύξηση των ωρομισθίων από 82$ σε 350$ και με ποια τεκμηρίωση;
2] Πώς δικαιολογήθηκαν οι επιπλέον δαπάνες (περίπου 14 εκατομμυρίων ετησίως) στο δημοσιονομικό σχέδιο του έργου;
3] Ποιο ήταν το πλαίσιο ελέγχου που επέτρεψε αυτές τις αλλαγές χωρίς σαφή όρια ή τροποποιήσεις συμβολαίων;
4] Πόσο ρεαλιστικά είναι τα σενάρια κατανάλωσης που υιοθετήθηκαν από τη VGQ, δεδομένου ότι αρκετά συμβόλαια δεν εκτελέστηκαν πλήρως;
5] Και ευρύτερα: ποιος θα φέρει την ευθύνη – πολιτική, διοικητική ή νομική – γι’ αυτή τη διαχείριση;
Η Επιτροπή Gallant δεν έχει την εξουσία να επιβάλει ποινές, αλλά μπορεί να αποδώσει ευθύνες ηθικές, διοικητικές και να προτείνει νομικές μεταρρυθμίσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η αποκάλυψη των πρακτικών αυτού του επιπέδου αναδεικνύει πόσο κρίσιμη είναι η διαφάνεια, η λογοδοσία και ο έλεγχος σε μεγάλα δημόσια έργα πληροφορικής.