Οι καθημερινές προκλήσεις των Τούρκων δείχνουν το μέλλον των διερευνητικών, με άμεσο συμπέρασμα ότι η πρωθυπουργική ρήση
για «ακραίους» αποτελεί «ρητορική έκφραση της στιγμής»
Είναι γνωστή η τοποθέτηση Σαμαρά για τη ματαιότητα των διερευνητικών, που κατά τον πρώην πρωθυπουργό είναι προσχηματικές, με σκοπό να μην υπάρξουν κυρώσεις από την ΕΕ εις βάρος της Τουρκίας για τις αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενες παραβατικές συμπεριφορές της.
Την τοποθέτηση του Αντώνη Σαμαρά, σύμφωνα με σχετικό γκάλοπ, υιοθέτησαν κατά 31,8% ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και 28,6% ψηφοφόροι της ΝΔ.
Η ΝΔ απάντησε με διαρροές του τύπου «είναι δικαίωμα κάθε πρωθυπουργού να εκφράζει τις απόψεις του» και ότι «αυτές είναι οι πάγιες θέσεις του Αντώνη Σαμαρά».
Δυστυχώς ή ευτυχώς –τι από τα δύο ισχύει– την έναρξη των διερευνητικών επαφών ακολούθησε ένα μπαράζ τουρκικών ανακοινώσεων, με σημαντικότερη εκείνη του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος ψάχνοντας να βρει κάποια αφορμή για υπαιτιότητα της ελληνικής πλευράς, ώστε όταν οι διερευνητικές πέσουν στα βράχια –γιατί εκεί οδηγούνται– να κατηγορήσει την ελληνική πλευρά, την οποία απειλεί συνεχώς με δηλώσεις πρωτοκλασάτων αξιωματούχων του.
Δεν αρκείται όμως στα λόγια. Η πρόσφατη Νavtex που εξέδωσε, για την είσοδο του «Τσεσμέ» στα διεθνή ύδατα –δυνητικώς δικά μας– δείχνει ότι επιθυμεί να συνεχίσει την ένταση στην Αιγαίο, ώστε να μπορεί να πιέσει την Ευρώπη αργότερα –όταν θα έχει καταφέρει να κάνει κάποια βήματα στην οικονομία του, και δώσει μια λύση στην πίεση των Αμερικανών για τους S-400– με την απειλή των λαθρομεταναστών μέσω Ελλάδας και τις εξορύξεις σε ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου.
Όλη αυτή την προκλητική συμπεριφορά ο Κυριάκος Μητσοτάκης τη «δικαιολόγησε» διπλωματικά –στη συνέντευξή του στο Νίκο Χατζηνικολάου– λέγοντας ότι οι απειλές του Ερντογάν ήταν «μια ρητορική έκφραση της στιγμής».
Η έκπληξη όμως για τις διερευνητικές ήλθε σε μια αποστροφή της ομιλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων.
Εκεί ο πρωθυπουργός τοποθετήθηκε με μια ακατανόητη ερμηνεία, για όλους όσοι έχουν εκφράσει την αντίρρησή τους και την ανησυχία τους για το αποτέλεσμα των διερευνητικών, χαρακτηρίζοντας όλους συλλήβδην ως «ακραίους»!!!
Επί λέξει, ανέφερε τα εξής: «Ένα μέρος μίας χώρας που έχει αυτοπεποίθηση είναι να μπορεί να μιλάει και να υπερασπίζεται τα δίκαιά της και ενίοτε και στο εσωτερικό της χώρας να αντιπαλεύει φωνές, οι οποίες είναι τόσο ακραίες, που να οδηγούν νομοτελειακά σε καταστάσεις τις οποίες δε θέλουμε ή δε θεωρούμε προς όφελος των εθνικών συμφερόντων… Να μην παθιαζόμαστε από συναισθηματικές αντιδράσεις που, ειδικά, στα θέματα εξωτερικής πολιτικής κατά κανόνα δεν οδηγούν σε καλό. Σίγουρα δε μας οδήγησαν σε καλό τις φορές που επικράτησαν, κάνοντας μία σύντομη ανασκόπηση της ιστορίας μας τα τελευταία 200 χρόνια…».
Δηλαδή, κατά τον πρωθυπουργό, όποιος έχει αντίθετη άποψη από τη δική του, «αντιπαλεύει» μαζί του, επειδή ο ίδιος θεωρεί ότι πρόκειται για «ακραίες» απόψεις, που δεν είναι προς όφελος των εθνικών μας συμφερόντων!!!
Εγωιστική και εν μέρει μειωτική για το σύνολο των ψηφοφόρων που τον επέλεξαν πρωθυπουργό, οι οποίοι κατά τον Κυριάκο οφείλουν(!) να αποδέχονται τις αποφάσεις του σε ένα εξόχως εθνικό θέμα, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν τη δική τους άποψη, αφού αν το πράξουν θα χαρακτηριστούν ως «ακραίοι».
Βεβαίως, δε συμφωνούμε με την πρωθυπουργική φράση περί «ακραίων» και μάλλον το απόσπασμα αυτό της ομιλίας του χρησιμοποιώντας τη δική του ρήση μπορεί να θεωρηθεί ότι «πρόκειται για ρητορική έκφραση της στιγμής».
Σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε να προβληματιστεί ο πρωθυπουργός για την ύπαρξη μεγάλου αριθμού «ακραίων» που τον ψήφισαν, οι οποίοι επικροτούν τις περισσότερες από τις κυβερνητικές ενέργειές του –οικονομικά, Covid-19, πανδημία–, αλλά διατηρούν το δικαίωμα να έχουν γνώμη και να την εκφράζουν, για εκείνους που διατηρούν επιφυλάξεις.
ΚΑΙ ΕΝΑΣ «ΑΚΡΑΙΟΣ» ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΓΕΝΕΥΗΣ: «ΟΙ ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΘΑ ΕΠΙΣΠΕΥΣΟΥΝ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ»
Εκτός από τους εγχώριους προβληματισμένους πολίτες για τις διερευνητικές, υπάρχουν και σημαντικές προσωπικότητες που ζουν στο εξωτερικό και εκφράζουν και αυτοί τις απόψεις τους για τα θέματα αυτά.
Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του Μελέτη Μελετόπουλου, διδάκτορα Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης, που αναρτήθηκε στο in.gr και το οποίο αναδημοσιεύουμε αυτούσιο:
«Ο κ. Τσαβούσογλου σείει το casus belli της τουρκικής εθνοσυνέλευσης ενώ ξεκινούσαν οι διερευνητικές συνομιλίες. Όμως διερευνητικές υπό απειλή πολέμου δε νοούνται. Μόνο η Τσεχοσλοβακία ενέδωσε στις απειλές του Χίτλερ και τον Οκτώβριο του 1938 του παρέδωσε το ανατολικό της τμήμα. Λίγους μήνες αργότερα, το Μάρτιο του 1939, οι Ναζί κατέλαβαν ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία. Η λογική απάντηση κάθε κυβέρνησης που εκπροσωπεί ένα κυρίαρχο κράτος είναι η αναβολή κάθε συζήτησης μέχρι να αποσυρθεί το casus belli. Στοιχειώδες και αυτονόητο.
Εξάλλου, το μόνο αντικείμενο συζήτησης με την τουρκική πλευρά είναι η υφαλοκρηπίδα. Το επαναλαμβάνει η κυβέρνηση και ιδίως ο υπουργός Εξωτερικών σε κάθε ευκαιρία. Αλλά τότε προς τι οι διερευνητικές; Διερευνητικές για την υφαλοκρηπίδα έχουν γίνει και εξακολουθούν να γίνονται επί δεκαετίες, χωρίς αποτέλεσμα.
Οι διερευνητικές για την ελληνική πλευρά δεν έχουν απολύτως κανένα νόημα, εκτός από την επίδειξη «καλής θέλησης» προς τη διεθνή κοινότητα και την αναβολή της αναπόφευκτης ρήξης με την τουρκική πλευρά. Αλλά ούτε αυτά δε θα συμβούν. Διότι, αντιθέτως, οι διερευνητικές εγκυμονούν τον κίνδυνο να επισπεύσουν τη ρήξη, διότι θα καταδείξουν το πλήρες αδιέξοδο και τη νομικά, πολιτικά, εθνικά, τεχνικά αδύνατη συζήτηση, επί θεμάτων που άπτονται της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.
Οι Τούρκοι απεναντίας επιδιώκουν, μέσω των διερευνητικών, να θέσουν επισήμως ζητήματα όπως η Θράκη, η αποστρατιωτικοποίηση νησιών, η κυριαρχία νησιών, η… Κρήτη και άλλα ευτράπελα, για κάθε σοβαρό γνώστη του διεθνούς δικαίου. Αν η Ελλάδα, όπως είναι αυτονόητο, αρνηθεί να συζητήσει παρόμοια ζητήματα, οι Τούρκοι θα παρουσιάσουν την ελληνική πλευρά ως «αδιάλλακτη» και θα επιρρίψουν σε αυτήν το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων. Ταυτόχρονα, θα έχουν επιτύχει να καταστήσουν αντικείμενο έστω και ενός αποτυχημένου διαλόγου, θέματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της σκληρής ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.
Πέραν αυτών, η προσέλευση, υπ’ αυτές τις συνθήκες, της ελληνικής κυβέρνησης σε διερευνητικές, μπορεί να προκαλέσει σοβαρή διχογνωμία εντός του ελληνικού πολιτικού συστήματος και ιδιαίτερα στο εσωτερικό της συμπολίτευσης. Ταυτόχρονα, θα εμφανιστούν τάσεις απονομιμοποίησης της κυβέρνησης στην ευρύτερη κοινή γνώμη, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από ό,τι συνέβη με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, διότι εδώ το διακύβευμα είναι η ίδια η φινλανδοποίηση της χώρας. Και αυτά, τη στιγμή που το εσωτερικό μέτωπο πρέπει να είναι αρραγές.
Διερευνητικές θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με πιθανότητες επιτυχίας, μόνον εάν οι Τούρκοι προσέρχονταν χωρίς απειλή πολέμου, με σεβασμό του διεθνούς δικαίου, με εκ των προτέρων δήλωση σεβασμού της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και επικέντρωση στο μόνο υπαρκτό νομικά ζήτημα, δηλαδή στην υφαλοκρηπίδα. Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση θα μπορούσε να επεκταθεί στη σύναψη εμπορικών συμφώνων και πολιτιστικών ανταλλαγών. Ενδεχομένως και σε μια αμοιβαίως αποδεκτή λύση του Κυπριακού στη λογική της αποκατάστασης μιας ενιαίας και αδιαίρετης Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς τουρκικά στρατεύματα και εποίκους, με ισονομία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Επίσης, θα μπορούσε να εξευρεθεί μια λύση στο ζήτημα των υδρογονανθράκων στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Όλα αυτά όμως ανήκουν μάλλον στη σφαίρα της ουτοπίας, οπότε η κυβέρνηση πρέπει να προετοιμάζεται για την επιστροφή στην ένταση, και μάλιστα πολύ σύντομα. Και αυτή τη φορά, χωρίς τη δυνατότητα επιστροφής σε διαπραγματεύσεις».