Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας οριοθετήσεως της ΑΟΖ μεταξύ της Ελλάδος και την Ιταλίας, την 9η Ιουνίου 2020, στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου που αναπτύχθηκε γύρω από αυτή, ήλθε η «αποκάλυψη» ότι η Ελλάδα έχει αποδεχθεί μειωμένη επήρεια των νήσων στον υπολογισμό των θαλασσίων ζωνών. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα δεν έχει αποδεχθεί τέτοια πρόβλεψη, καθώς έρχεται και σε αντίθεση με την πάγια πολιτική της επί του ζητήματος.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Γκίνης*
Όλα ξεκίνησαν κάποιες ημέρες πριν, όταν αναφέρθηκαν ποσοστά μειωμένης επήρειας, από τα Διαπόντια νησιά (80%) και τις Στροφάδες (32%). Έγινε αναγωγή και προβολή των επιπτώσεων στο χώρο του Αιγαίου και ειδικά στην περιοχή του Καστελόριζου. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, αναπαράγοντας ουσιαστικά στοιχεία της εγχώριας δημόσιας αντιπαράθεσης, δήλωσε ότι η Συμφωνία «αποδεικνύει την εγκυρότητα των επιχειρημάτων της Άγκυρας σχετικά με τις θαλάσσιες συμφωνίες».
Κάνοντας όμως μια βαθύτερη ανάλυση αυτού του φλέγοντος εθνικού ζητήματος, θα επιχειρήσουμε τον εντοπισμό των επισήμων εγγράφων με βάση τα οποία, η Ελλάδα, στην πραγματικότητα, δεν έχει αποδεχθεί ως αρχή τη μειωμένη επήρεια. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει τίποτα πιο αξιόπιστο από την ίδια τη Συμφωνία οριοθετήσεως της ΑΟΖ. Σύμφωνα με αυτή (προοίμιο, άρθρο 1), οι δύο Χώρες αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν και για την ΑΟΖ, τη γραμμή οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας, παραπέμποντας στην αντίστοιχη Συμφωνία της 24 Μαΐου 1977.
Η Συμφωνία του 1977 (Ν.786/78, ΦΕΚ Α΄101/78), προβλέπει στο προοίμιο ότι: «…τα συμβαλλόμενα Μέρη [έχουν] αποφασίσει να χαράξουν την διαχωριστικήν γραμμήν… της υφαλοκρηπίδος… επί τη βάσει της αρχής της μέσης γραμμής …».
Ακολούθως η Συμφωνία του 1977, προσδιορίζει ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ζωνών της υφαλοκρηπίδας θα καθορισθεί με εφαρμογή της «…αρχής της μέσης γραμμής… λαμβανομένων υπόψιν των συμφωνηθεισών αμοιβαίων μικρών διαρρυθμίσεων…» (άρθρο 1).
Άρα, από τις δύο Συμφωνίες, προκύπτει αβίαστα ότι ως αρχή χρησιμοποιήθηκε αυτή της μέσης γραμμής, δηλαδή της πλήρους επήρειας των νήσων, ενώ στη χάραξη ελήφθησαν υπόψη «αμοιβαίες μικρές διαρρυθμίσεις». Δεν υπάρχει ουδεμία αναφορά σε μειωμένη επήρεια νήσων στη χάραξη των θαλασσίων ζωνών, ακόμη δε περισσότερο σε ποσοστά όπως αυτά που αναφέρονται στο δημόσιο διάλογο. Επομένως δεν τίθεται ζήτημα με βάση αυτές τις Συμφωνίες αποδοχής από την Ελλάδα ως αρχής της μειωμένης επήρειας των νήσων.
Επίσης γεννάται το ερώτημα, για κάθε νοήμονα άνθρωπο, γιατί ενώ υπήρχαν από το 1977 αυτές οι υποτιθέμενες «υποχωρήσεις» της Ελλάδος, δεν είχαν μέχρι τώρα αναδειχθεί;
Εμβαθύνοντας στις «αμοιβαίες μικρές διαρρυθμίσεις», βλέπουμε ότι ενώ στα Διαπόντια νησιά και στις Στροφάδες συμφωνήθηκε μικρότερη απόσταση από την ελληνική γραμμή αφετηρίας, σε σχέση με την ιταλική, δηλαδή σε βάρος της Ελλάδος, στην Κεφαλονιά συμφωνήθηκε μεγαλύτερη απόσταση από ελληνικής πλευράς σε σχέση με αυτή της ιταλικής, δηλαδή σε βάρος της Ιταλίας. Το δεύτερο επιμελώς αποκρύπτεται ή ελάχιστα προβάλλεται. Δηλαδή θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι η Κεφαλονιά έχει αυξημένη επήρεια (π.χ. 120% – αυθαίρετο) σε βάρος των ιταλικών ακτών. Επίσης, από το συνολικό υπολογισμό εκάστης υφαλοκρηπίδας φαίνεται ότι υπάρχει ισορροπία, γεγονός το οποίο και αυτό δεν προβάλλεται αναλόγως. Άρα, οι «αμοιβαίες διαρρυθμίσεις» επηρεάζουν αμφότερες τις Χώρες και εξεταζόμενες συνολικά παράγουν ένα ισορροπημένο αποτέλεσμα. Η αποσπασματική και επιλεκτική αναφορά σε συγκεκριμένα σημεία και με συζητήσιμα ποσοστά, είναι σαφώς εσφαλμένη και προφανώς ελεγχόμενη. Οι διαρρυθμίσεις είναι αμοιβαίες και πρέπει να εξετάζονται και να αντιμετωπίζονται σε ένα ενιαίο και συνολικό πλαίσιο.
Κάποιοι θα μπορούσαν να ισχυρισθούν ότι οι «μικρές διαρρυθμίσεις», είναι ένας εύσχημος και συγκεκαλυμμένος τρόπος της «μειωμένης επήρειας». Ευτυχώς για την Ελλάδα τα πράγματα είναι σαφή, καθώς στις διεθνείς συμφωνίες γίνεται ξεκάθαρη αναφορά σε αυτά τα ζητήματα. Θα εξετασθεί για παράδειγμα η Συμφωνία οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας Ιταλίας – Τυνησίας (1971), στην οποία προβλέπεται ότι θα εφαρμοσθεί η αρχή της μέσης γραμμής, με εξαίρεση τις νήσους Λαμπιόνε, Λαμπεντούζα, Λινόζα και Παντελερία (άρθρο 1) και προσδιορίζεται επακριβώς η επήρεια των συγκεκριμένων νήσων, στα 12-13 ναυτικά μίλια (άρθρο 2). Επομένως, η Ιταλία αποδέχθηκε μειωμένη επήρεια για τις συγκεκριμένες νήσους, καταγεγραμμένη σαφώς στη Συμφωνία. Ως εκ τούτου, αν η Ελλάδα και η Ιταλία είχαν αποδεχθεί μειωμένη ή αυξημένη επήρεια νήσων θα έπρεπε αυτές να είχαν καταγράφει στη σχετική Συμφωνία. Συνεπώς, οι Συμφωνίες Ελλάδος – Ιταλίας, οριοθετήσεως τόσο της υφαλοκρηπίδας όσο και της ΑΟΖ, έστω και εμμέσως, δεν υποκρύπτουν αποδοχή μειωμένης επήρειας των νήσων.
Με βάση τα ανωτέρω, η Ελλάδα έχει σαφώς και μόνο αποδεχθεί την αρχή της μέσης γραμμής, δηλαδή της «πλήρους επήρειας» των νήσων, με «μικρές αμοιβαίες διαρρυθμίσεις» οι οποίες στο τέλος παράγουν ένα ισορροπημένο αποτέλεσμα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Όσοι συνεχίζουν άκριτα να χρησιμοποιούν τη μειωμένη επήρεια, δυστυχώς κινούνται σε εθνικά επικίνδυνες ατραπούς και ηθελημένα ή αθέλητα, υπονομεύουν τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδος.
*Στρατηγός ε.α., Επίτιμος Α/ΓΕΣ