Παρά τις ρητορικές εξάρσεις η Τουρκία και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν μπορούν να σταθούν στο πλευρό των Παλαιστίνιων με ένα τρόπο που θα οδηγούσε σε λύση του προβλήματος
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε επίπεδο ρητορικής, διεκδικεί να είναι ο πιο ένθερμος υποστηρικτής των Παλαιστίνιων στον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο. Έχει κατηγορήσει ανοιχτά το Ισραήλ ότι ασκεί τρομοκρατία, έχει επιτεθεί στον Πρόεδρο Μπάιντεν, κατηγορώντας τον ότι έχει τα χέρια του βαμμένα στο αίμα, και έχει μιλήσει με σκληρά λόγια για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
© in.gr
Την ίδια στιγμή, το σύνολο των κομμάτων στην Τουρκία έχει πάρει ανάλογες θέσεις, ενώ τα Τουρκικά μέσα προσφέρουν πλήρη κάλυψη στις εξελίξεις στη Γάζα, παίρνοντας σαφώς θέση αλληλεγγύης υπέρ των Παλαιστίνιων.
Σύμφωνα με αυτή τη ρητορική, η Τουρκία έχει μια καθαρή τοποθέτηση υπέρ της δικαιοσύνης, την ώρα που άλλες συλλογικές εκφράσεις του αραβικού και μουσουλμανικού κόσμου, όπως ο Οργανισμός της Ισλαμικής Διάσκεψης, έχουν αποτύχει.
Εξελίξεις εντυπωσιακές, εάν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για μια χώρα που είχε αναγνωρίσει εξαρχής σχεδόν το κράτος του Ισραήλ και είχε σε αρκετές φάσεις πολύ καλές σχέσεις με το Ισραήλ, με αποκορύφωμα τη δεκαετία του 1990 όταν η κοινή ανησυχία για τη Συρία και τις κινήσεις της είχε φέρει κοντά την Τουρκία και το Ισραήλ (θυμίζουμε ότι τότε η Συρία διευκόλυνε τη δράση του PKK).
Αλλά και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 οι πρώτες κυβερνήσεις του AKP είχαν επίσης επιδιώξει καλές και αναβαθμισμένες σχέσεις με το Ισραήλ. Μόνο μετά την κρίση της Γάζας το 2008-2009 επιδεινώθηκαν σημαντικά οι διμερείς σχέσεις. Όμως, από τις ρητορικές εξάρσεις μέχρι το να παίξει πραγματικά η Τουρκία ένα ρόλο που θα την καθιστούσε το βασικό πολιτικό στήριγμα των Παλαιστίνιων, υπάρχει μια μεγάλη απόσταση.
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΟΥ AKP ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΑΜΑΣ
Στον ελληνικό και διεθνή Τύπο γίνεται συχνή αναφορά στις σχέσεις ανάμεσα στο κυβερνών AKP και τη Χαμάς. Και είναι αλήθεια ότι υπάρχουν ιδεολογικές σχέσεις, κυρίως μέσα από την κοινή αναφορά σε αυτό που συνήθως περιγράφουμε ως το ρεύμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Είναι επίσης αλήθεια ότι Τουρκικές ΜΚΟ, συνδεδεμένες με το AKP, είχαν παίξει ρόλο στις αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα στη δεκαετία του 2000, ενώ είχαν συμμετάσχει και στο στολίσκο αλληλεγγύης που προσπάθησε να σπάσει τον αποκλεισμό της Γάζας το 2010, τότε που η επίθεση Ισραηλινών κομάντο στο πλοίο «Μαβί Μαρμαρά» θα έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο Τούρκων πολιτών και τη ριζική επιδείνωση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων. Είναι τέλος γεγονός, ότι η Τουρκία έχει προσφέρει άσυλο σε στελέχη της Χαμάς και δηλώνει συχνά την αλληλεγγύη της.
Όμως, την ίδια στιγμή, η Τουρκική υποστήριξη δεν μπορεί να στηριχθεί με την οικονομική στήριξη που μπορεί να δίνει το Κατάρ. Ούτε με τον κρίσιμο ρόλο που παίζει η Αίγυπτος, όχι μόνο επειδή ελέγχει τα περάσματα προς τη Γάζα αλλά και επειδή πρόσφατα ανακοίνωσε γενναία οικονομική χρηματοδότηση.
Και βέβαια, στο αμιγώς «επιχειρησιακό» επίπεδο, η Τουρκία δε φαίνεται να έχει ρισκάρει κάποια μεγάλη εμπλοκή. Η Γάζα δεν είναι Λιβύη, όπου υπήρχε ένας εμφύλιος πόλεμος με διάφορες χώρες να παίρνουν ανοιχτά το μέρος της μίας ή της άλλης πλευράς (και όπου η Τουρκία, ας μην το ξεχνάμε, υποστήριζε τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση). Και δεν είναι Συρία, όπου και πριν από τις επί της ουσίας εισβολές της η Τουρκία υποστήριζε πλευρές που εμπλέκονταν στη σύγκρουση. Και βέβαια, η Τουρκία δεν έχει ούτε τις υποδομές ούτε την τεχνογνωσία που έχει π.χ. συσσωρεύσει το Ιράν οικοδομώντας με επιμονή τον «άξονα της αντίστασης» από τη Συρία και το Λίβανο, μέχρι την Υεμένη. Οι συμβολικές δηλώσεις στήριξης της Χαμάς από την τουρκική κυβέρνηση δεν μπορούν να συγκριθούν π.χ. με τη μεταφορά τεχνογνωσίας που φαίνεται ότι έχει καταφέρει να κάνει η ιρανική πλευρά και που μάλλον έπαιξε ρόλο στην τρέχουσα σύγκρουση.
Σε όλα αυτά μετράει και μια άλλη παράμετρος: η κεμαλική παράδοση ήταν η αποφυγή εμπλοκής στα ζητήματα της Μέσης Ανατολής, κάτι που μπορεί να εξηγήσει, μαζί με την ειδική σχέση με τις ΗΠΑ και τη στενή σχέση παλαιότερα με το Ισραήλ.
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟ-ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ
Ας μην ξεχνάμε και μια άλλη παράμετρο. Η Τουρκία δεν είναι μια χώρα του αραβικού κόσμου. Ούτε είχε σχέση με τις μεγάλες διεργασίες που αναπτύχθηκαν εκεί, τα πολιτικά ρεύματα, είτε αυτό αφορά τον Αραβικό Εθνικισμό, είτε τις παραλλαγές του πολιτικού Ισλάμ. Ας μην ξεχνάμε, ότι η γέννηση της αραβικής ταυτότητας προήλθε μέσα από τη ρήξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, από την προσπάθεια της Αιγύπτου να τραβήξει το δικό της δρόμο στο 19ο αιώνα (πριν γίνει τμήμα της Βρετανικής αποικιακής διαχείρισης) μέχρι όλα τα κινήματα που προσπάθησαν να επιταχύνουν την αποδιάρθρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακόμη και το τουρκικό εθνικό κίνημα και η διαμόρφωση της σύγχρονης Τουρκίας, δεν αντιμετωπίστηκε ως στιγμή μιας αντιαποικιακής πάλης, αλλά περισσότερο ως μια ιδιότυπη τομή και συνέχεια μιας πορείας, ενός ούτως ή άλλως ισχυρού τουρκικού έθνους.
Και σίγουρα δε βοηθούν τα πράγματα δηλώσεις όπως αυτές του κυβερνητικού εταίρου του Ερντογάν, του Ντεβλέτ Μπαχτσελί που υποστήριξε ότι αφού η διεθνής κοινότητα, είτε με τη μορφή του ΟΗΕ, είτε με αυτή των Ισλαμικών χωρών δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την προστασία της Ιερουσαλήμ ως ιερής πόλης τριών θρησκειών, θα πρέπει να αναλάβει δράση η Τουρκία που έχει τη γνώση, αφού για 400 χρόνια η Ιερουσαλήμ ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μια δήλωση που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ακούγεται ιδιαιτέρως ελπιδοφόρα στα αυτιά των αραβικών κοινωνιών.
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΔΟΞΙΩΝ ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ
Όλα αυτά μας φέρνουν στα πραγματικά όρια των φιλοδοξιών του Ερντογάν να παίξει ρόλο μεσολαβητή στην περιοχή. Και αυτά αφορούν την απόσταση ανάμεσα στην επιδίωξη του, η Τουρκία να παίξει ένα ρόλο περιφερειακής δύναμης στην περιοχή, που είναι η βασική στρατηγική φιλοδοξία του Ερντογάν, και το τι πραγματικά μπορεί να κάνει μέσα σε μια τόσο κρίσιμη σύγκρουση.
Γιατί η Τουρκία μπορεί να είναι μια μεγάλη χώρα, ως προς τον πληθυσμό αλλά και τις ένοπλες δυνάμεις, να έχει εμπλοκή σε δύο γεωπολιτικές κρίσεις, τη λιβυκή και τη συριακή, να έχει στρατεύματα εμπλεκόμενα σε συγκρούσεις, μπορεί η ρητορική της να προσλαμβάνεται θετικά στον ευρύτερο αραβικό κόσμο, όμως ειδικά για ένα ζήτημα όπως το Παλαιστινιακό αδυνατεί ακόμη να έχει ένα κρίσιμο ειδικό βάρος, που θα της επέτρεπε να μπορεί να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο, ή ρόλο δύναμης που μπορεί να σπρώξει τα πράγματα προς κάποια κατεύθυνση.
Γιατί αυτό θα σήμαινε, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, να μπορούσε να πιέσει ταυτόχρονα και τις δύο πλευρές, έχοντας πεδία κρίσιμα πάνω στα οποία να μπορούσε να ασκήσει πίεση, προσφέροντάς τους ταυτόχρονα εγγυήσεις ότι λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες και τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Και βέβαια, να μπορεί να εγγυηθεί τους οικονομικούς αλλά και επιχειρησιακούς όρους που απαιτούνται για να στηριχθεί τυχόν συμφωνία. Είναι σαφές, ότι αυτή τη στιγμή η Τουρκία κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το κάνει και θα χρειαστεί αρκετό καιρό και εμπλοκή στις υποθέσεις της περιοχής (και παροχή εχεγγύων στις διαφορετικές εμπλεκόμενες πλευρές) για να το κάνει.
Αυτό σημαίνει ότι και με δεδομένη την ταλάντευση των ΗΠΑ και την απροθυμία τους να παρέμβουν αποφασιστικά σε μια κατεύθυνση πίεσης προς το Ισραήλ (παρότι δεν επιθυμούσαν ανάφλεξη του Παλαιστινιακού σε αυτή τη φάση), στη σύγκρουση μπορούν να παίξουν ρόλο είτε δυνάμεις που έχουν διατηρήσει σχέσεις και με τις δύο πλευρές (όπως είναι η Ρωσία και ως ένα βαθμό η Κίνα) είτε τοπικές δυνάμεις, που ιστορικά επίσης έχουν παίξει ρόλο στη διαχείριση πλευρών ή επιπτώσεων αυτής της σύγκρουσης, όπως η Αίγυπτος.