Η Ελλάδα και η Γαλλία προχωρούν στην, κατά την επίσημη ορολογία, «Εγκαθίδρυση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης στην Άμυνα και Ασφάλεια», κατόπιν μακρών διαπραγματεύσεων για την ιεράρχηση της νομικής ισχύος της (διακρατική συμφωνία, επίσημο ανακοινωθέν ή απλή δήλωση προθέσεων) και για τις πρακτικές πτυχές της ρήτρας αμοιβαίας -στρατιωτικής- συνδρομής.
Γράφει ο Αλέξανδρος Τάρκας*
Αν και η νέα συμφωνία ουσιαστικά βασίζεται στην κοινή διακήρυξη της 6ης Ιουνίου 2008, των τότε προέδρου Ν. Σαρκοζί και πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, η κυβέρνηση χρειάστηκε υπερβολικό χρόνο για να καταλήξει στην αναβάθμισή της. Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης είχε δώσει στον πρόεδρο Ε. Μακρόν διαβεβαιώσεις περί ταχείας υπογραφής, κατά την επίσκεψή του στο Παρίσι στις 29 Ιανουαρίου 2020. Ο κ. Μητσοτάκης φέρεται ότι είχε κάνει λόγο για την ανάγκη επίλυσης απλώς ορισμένων λεπτομερειών που θα απαιτούσαν χρόνο λίγων εβδομάδων.
Οι λίγες εβδομάδες έγιναν πέντε μήνες μέχρι τον Ιούνιο, όταν η προγραμματισμένη υπογραφή της συμφωνίας αναβλήθηκε την τελευταία στιγμή λόγω, κυρίως, γερμανικών πιέσεων, κατά της ταυτόχρονης προμήθειας των γαλλικών φρεγατών Belharra. Από τότε πέρασαν άλλοι τρεις μήνες και υπήρξαν εντάσεις στις επαφές με το Γάλλο πρεσβευτή στην Αθήνα Π. Μεζονάβ.
Ίσως ούτε τώρα να μην επιτυγχανόταν πρόοδος, αν δε μεσολαβούσε η κορύφωση της τουρκικής επιθετικότητας.
Σε αντίθεση πάντως με τη -συνήθη στην Ελλάδα- συνωμοσιολογία, ότι η αναβολή προμήθειας των Belharra ήταν αποτέλεσμα αμερικανικών πιέσεων, το αποδεδειγμένο γεγονός είναι ότι η Γερμανία ήταν εκείνη που κινήθηκε δραστήρια, ήδη από πέρυσι το Σεπτέμβριο.
Μεταξύ άλλων κινήσεων, το Βερολίνο μπλόκαρε, μέσω του Eurogroup, τη χρήση των «επιστροφών» από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων για αμυντικούς – εξοπλιστικούς σκοπούς, προκαλώντας στην Αθήνα και στο Παρίσι μείζον πρόβλημα χρηματοδότησης του συμβολαίου των φρεγατών.
Οι γερμανικές κινήσεις στο Eurogroup αποτελούν πλήγμα στις γενικότερες προσπάθειες εξεύρεσης κεφαλαίων για την ενίσχυση της εθνικής άμυνας σε πολλούς τομείς. Η κυβέρνηση δεν είναι άμοιρη ευθυνών, αφού μπορούσε να ξεπεράσει το σκόπελο του Eurogroup μέσω της ίδρυσης ειδικού αναπτυξιακού ταμείου υποδομών που, στη συνέχεια, θα χρηματοδοτούσε τις αμυντικές ανάγκες από δικούς του πόρους.
Από την πλευρά τους, σαφώς και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι ενθουσιασμένες με την προοπτική μακροπρόθεσμης ανάμειξης της Γαλλίας στους ελληνικούς ναυτικούς εξοπλισμούς. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον δίνει μικρή σημασία σε επιμέρους εξοπλιστικά προγράμματα, καθώς αντιτίθεται κυρίως στη στήριξη του πρωθυπουργού προς τις προτάσεις Μακρόν για τις αμυντικές δομές της Ευρώπης.
Η συγκεκριμένη τοποθέτηση του κ. Μητσοτάκη έγινε το 2018, όταν ήταν ακόμα αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και ανεξάρτητα από τις Belharra ή τα μαχητικά Rafale.
Υπέρ των προτάσεων Μακρόν είχε ταχθεί και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα, στο πλαίσιο του α΄ γύρου Στρατηγικού Διαλόγου Ελλάδας – ΗΠΑ, Αμερικανός αξιωματούχος να διαμηνύσει σε έλληνα υπουργό ότι «αν το εννοείτε, τότε θα κάνουμε άλλη συζήτηση».
Παράλληλα, τις τρέχουσες ώρες έντασης στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο αποκαλύπτονται λάθη και παραλείψεις της κυβέρνησης και ως προς την αμυντική συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Ν. Παναγιωτόπουλος ορθώς κινήθηκαν, από τις πρώτες εβδομάδες της θητείας τους, υπέρ της ταχείας ανανέωσης της Αμοιβαίας Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA). Το λάθος, όμως, ήταν ότι προτίμησαν την υπογραφή μόνον ενός νέου παραρτήματος της παλαιότερης MDCA του 1990, αντί να διαπραγματευθούν μια ευρέως αναθεωρημένη συμφωνία, που θα συνδεόταν με την παραχώρηση αμυντικού υλικού και σαφείς εγγυήσεις για την ασφάλεια της Ελλάδας.
Η κυβέρνηση έκρινε ότι υπήρχε «άνεση χρόνου» για ευρύτερη συμφωνία στο μέλλον, παρά τους οιωνούς των καταιγιστικών εξελίξεων με την Τουρκία.
Το εκπληκτικό είναι ότι δεν υπήρξε αξίωση παροχής μεγάλων ανταλλαγμάτων, ούτε όταν συνεργάτης του Αμερικανού πρεσβευτή Τζ. Πάιατ προέβη σε σχετικές βολιδοσκοπήσεις αυτοβούλως (αφού ήταν λογικό να αναμένονται ελληνικά αιτήματα), κατά τις προκαταρκτικές συζητήσεις για το παράρτημα της MDCA πέρυσι τον Αύγουστο.
Πέραν των ΗΠΑ και της Γαλλίας, ανακύπτουν ερωτήματα για τη στάση και της Γερμανίας στις αμυντικές σχέσεις με την Ελλάδα και την ανάμειξή της στο νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα.
Η Αθήνα προτείνει την καθιέρωση Στρατηγικού Διαλόγου (ανάλογου με τις ΗΠΑ) και διατηρεί φρούδες ελπίδες για επενδύσεις γερμανικών κεφαλαίων στην ελληνική αμυντική βιομηχανία.
Αντίθετα, πιο χρήσιμο θα ήταν η κυβέρνηση να θέσει ζήτημα απαγόρευσης εξαγωγών υλικού από το Βερολίνο στην Άγκυρα, όπως ορίζεται άλλωστε από τη γερμανική νομοθεσία (παραδοσιακή πρακτική και των ΗΠΑ με μη έκδοση αδειών εξαγωγής), αλλά είναι αμφίβολο αν το Μαξίμου θα προβεί σε μια τόσο αποφασιστική διεκδίκηση.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη