Την Περασμένη εβδομάδα, και συγκεκριμένα την Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου, σε όλο τον κόσμο εορτάστηκε η μέρα «Της Ελληνικής Γλώσσας». Αμέτρητοι εορτασμοί, κυβερνητικά μηνύματα και διαλέξεις, έγιναν προς τιμήν της.
Ως εκεί καλά. Όμως, δεν μπορούν να αγνοηθούν τα παράδοξα που έχουν δημιουργηθεί γύρω από τη γλώσσα μας κατά καιρούς, με αποτέλεσμα, αντί να γίνεται η διαιώνιση της, να συρρικνώνετε με διάφορους τρόπους.
Θα ήταν παράλειψη μου να μην αναφερθώ στις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις για την απόσπαση Ελλήνων δασκάλων στα διάφορα ελληνικά σχολεία που υπάρχουν ανά το κόσμο. Πολλοί από αυτούς μάλιστα, μετά τη θητεία τους στον απόδημο, κατάφεραν και διένειμαν την ελληνική γλώσσα συνεχίζοντας το λειτουργικό τους έργο. Αναφέρομαι στους αείμνηστους Νίκο Σκλαβενίτη και Βασίλη Ηλιόπουλο. Φυσικά δεν μπορεί να ξεχαστεί ο ζήλος και η αφοσίωση στην Ελληνική γλώσσα και παιδεία εδώ στο Μόντρεαλ, του Παντελή Γκεβελόπουλου. Οι «παλαιοί» γνωρίζουν ότι, μεταξύ άλλων, αποτέλεσε δραστήριος και επιτυχημένος διευθυντής των απογευματινών σχολείων της Ελληνικής Κοινότητας Μείζονος Μόντρεαλ, ο πρώτος -αν δεν απατώμαι- Γενικός Διευθυντής της Ελληνικής Κοινότητας και αργότερα υπεύθυνος της Ελληνικής εκπαίδευσης στα τότε σχολεία ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ και ημερήσιο σχολείο ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ υπό τη διοίκηση της τότε Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητας του Λαβάλ.
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ
Α ΛΑ ΤΟΥΡΚΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
Δε θα αναφερθώ στη μαλλιαρή διάλεκτο που υιοθέτησε η νεολαία της Ελλάδας. Θα αναφερθώ σε πολιτικές που επέτρεψαν την αλλοίωση της γλώσσας ή μάλλον τη συνήθεια ν’ ακούμε πολύ συχνά τη γλώσσα των «γειτόνων».
Όσοι παρακολουθείτε ελληνικά κανάλια θα έχετε διαπιστώσει, ότι χρόνια τώρα έχει εισχωρήσει σχεδόν σε κάθε κανάλι η τουρκική γλώσσα, ο «λεγόμενος» τουρκικός πολιτισμός -που μας έκλεψαν- και η τουρκική σημαία. Είναι απαράδεκτη η τακτική που ακολουθούν, εδώ και χρόνια, κάποιοι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί στην Ελλάδα… Μεταδίδουν πρωί και βράδυ την τουρκική γλώσσα σε ολόκληρη την Ελλάδα για να βγάλουν περισσότερα χρήματα, μια και τους στέλνουν συνεχώς οι Τούρκοι πάμφθηνες τουρκοσειρές. Αντί τουλάχιστον να είναι μεταγλωττισμένες, όπως άλλες σειρές από άλλα κράτη, οι προπαγανδιστικές σειρές -διότι για προπαγάνδα πρόκειται- είναι στα τουρκικά και απλώς έχουν ελληνικούς υπότιτλους.
Αυτό όμως δε θα γινόταν, αν αρμόδια υπηρεσία που επιτηρεί την Τηλεόραση και το ραδιόφωνο, θα απαγόρευε την τουρκική γλώσσα στην τηλεόραση. Αν δεν κάνω λάθος, αυτό είχε συμφωνηθεί να επιτραπεί στα κανάλια, υπό κυβέρνηση Σημίτη.
Όμως, ακόμα και στη μουσική των νεοελληνικών τραγουδιών έχει εισχωρήσει ο αραβικός ρυθμός, ένεκα μάλλον των αναρίθμητων μουσουλμάνων που έχουν κατοικήσει τη χριστιανική Ελλάδα…
Η ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΗ ΜΗ ΓΑΛΟΥΧΗΣΗ
ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ
Για έναν ανεξήγητο λόγο, οι περισσότεροι γονείς αγνοούν την ελληνική τους ιθαγένεια και δεν τη μεταλαμπαδεύσουν στα παιδιά τους, τις νεότερες γενιές. Αυτό δεν είναι καθόλου πρόσφατο.
Τις προάλλες, καθώς μιλούσα μ’ ένα συνομήλικό μου στην Αγγλική μια και δεν έμαθε καλά Ελληνικά -σχεδόν καθόλου- μου είπε τα αίτια της μη γνώσης του της Ελληνικής γλώσσας, που είναι και η αφορμή του σημερινού μου άρθρου. Ήταν το 1968. Ο πατέρας του ήταν στον προσκοπισμό του Αγίου Γεωργίου – ο σχεδόν εκατοντάχρονος Μενέλαος Παυλίδης σίγουρα τον γνώριζε. Η δε μητέρα του ήταν από τις εθελόντριες της Φιλόπτωχου του Αγίου Γεωργίου, καθώς και του Φιλανθρωπικού Οργανισμού κυριών και δεσποινίδων. «Οι γονείς μου ήξεραν πολύ καλά ελληνικά αλλά όταν εγώ και τα αδέλφια μου τους λέγαμε να πάμε τουλάχιστον όπως ορισμένοι φίλοι μας στα απογευματινά σχολεία ή στα σαββατιανά να μάθουμε ελληνικά, η απάντηση τους ήταν: δε χρειάζονται τα Ελληνικά, να μάθετε καλά αγγλικά. Είσαστε στον Καναδά και όχι στην Ελλάδα…».
Στις μέρες μας αυτό το «τροπάριο» ότι δε χρειάζονται τα ελληνικά, έχει όλο και περισσότερους οπαδούς. Ακόμα και στις κοινότητες μας, στους συλλόγους μας και οργανισμούς μας. Η αγγλική γλώσσα έχει σχεδόν καπακώσει την Ελληνική. Ξέρω ότι είναι πολύ πιο εύκολο να συναλλαζόμαστε στην Αγγλική. Το είδαμε μέσα σε συνεδριάσεις κοινοτήτων. Αν συνεχίσουμε όμως θα μοιάσουμε σύντομα -και το έχω γράψει πολλές φορές και θα συνεχίζω να το γράφω- στους αμερικανοέλληνες (δικιά μου λέξη) που λένε: Δε μιλώ Greek αλλά είμαι Ελληνικώς…
Το περίεργο είναι ότι, αν πάρουμε τον αριθμό μαθητών που πήγαιναν στα απογευματινά και σαββατιανά της Ελληνικής κοινότητας και προπαντός το 1970, οι 8.000 μαθητές της Ομοσπονδίας Γονέων και Κηδεμόνων, δεν εξηγείται οι τότε μαθητές που μάθαιναν ελληνικά, να μην προτρέψουν τα δικά τους παιδιά να μάθουν κι αυτά τη γλώσσα των γλωσσών: Τα Ελληνικά.
Σήμερα έπρεπε να είχαμε τουλάχιστον 5.000 με 7.000 παιδιά στα Ελληνικά μας σχολεία. Και Δυστυχώς δεν έχουμε.
Υπενθυμίζω ότι, όταν χάνεται η «γλώσσα» χάνεται και η εθνικότητα.
Αντιθέτως από εμάς, άλλες παροικίες όχι μόνο προτρέπουν αλλά πιέζουν τα παιδιά τους να μάθουν τη γλώσσα, καθώς τα ήθη και έθιμα της πατρίδας τους και να νιώθουν περήφανα γι’ αυτή.
ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ
Επιπλέον, αναρωτιέμαι αν η παροικία μας πραγματικά ενδιαφέρεται για τα κοινά, όπως την κοινότητα μας. Αν υπήρχε ενδιαφέρον, τότε στην τελευταία συνεδρίαση της Ελληνικής Κοινότητας που έγινε στο χολ του Τιμίου Σταυρού στο Λαβάλ, η προσέλευση των ενδιαφερόντων συμπάροικων θα ξεπερνούσε τα σαράντα άτομα. Γιατί τόσα ήταν, μόλις σαράντα! Μηδαμινός αριθμός, σε σχέση με τις εκατοντάδες συμπάροικων που κατοικούν γύρω από τον Τίμιο Σταυρό, γύρω στα πέντε λεπτά με τα πόδια.
Μήπως λοιπόν είναι καιρός να αποδεχτούμε -όχι να αναρωτηθούμε- ότι υπάρχουν δύο ελληνικές παροικίες; Η μία (η θεσμική) που έχει συρρικνωθεί στο πολύ τα 1.000 άτομα και η άλλη, που αν και τα άτομα αυτά έχουν Ελληνικό όνομα, οι αιτίες όπως η μη μάθηση των Ελληνικών και η μη Ελληνική γαλούχηση, τούς «προτρέπει» να απέχουν από τα Παροικιακά. Πάλι καλά που κατακλείουμε τις εκκλησίες κάθε Ανάσταση. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να συνεχίσουμε ως παροικία. Εύχομαι να μη χάσαμε το τρένο ως Ελληνική παροικία…
Τέλος, αναρωτιέμαι αν η τότε ανταγωνιστική σύγκρουση μεταξύ κοινοτήτων Μόντρεαλ και Λαβάλ ήταν περισσότερο αποτελεσματική απ’ ότι όλοι νομίζαμε, από τη σημερινή ενωμένη κοινότητα Μείζονος Μόντρεαλ. Οι φωτογραφίες από τις εκδηλώσεις που διοργάνωναν και οι δύο κοινότητες, το αποδεικνύουν.