Το μήνυμα πως από μόνο του το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού δεν αρκεί για να αναχαιτιστεί η πανδημία, που έχει καθηλώσει εδώ και ενάμιση χρόνο τον πλανήτη με ανυπολόγιστες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, στέλνει μέσα από αποκλειστική συνέντευξή της στην καθημερινή εφημερίδα της Ελλάδας «δημοκρατία» η διευθύντρια Διαχείρισης Κρίσεων Δημόσιας Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Ντόριτ Νίτσαν.
Συνέντευξη στην Κέλλυ Φαναριώτη
© δημοκρατία [dimokratianews.gr]
Σύμφωνα με την Ισραηλινή επιστήμονα, που έχει υπό την ευθύνη της τις πολιτικές αντιμετώπισης του ιού στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, τα κράτη δεν πρέπει να επενδύουν μονάχα στους εμβολιασμούς, αλλά να δώσουν ιδιαίτερη βαρύτητα και στα φάρμακα, που ιδανικά θα μπορούσαν να χτυπήσουν τον ιό στα αρχικά του στάδια.
«Ποια νόσος στην ιστορία της ανθρωπότητας εξαλείφθηκε μονάχα με τα εμβόλια; Μόνο η ευλογιά, που δε μεταδόθηκε από ζώο σε άνθρωπο, και για το λόγο αυτόν δεν υπήρχαν μεταλλάξεις. Στην περίπτωση του κορωνοϊού βλέπουμε ότι μεταλλάσσεται διαρκώς, κι αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει, αν δεν εμβολιαστούν οι πληθυσμοί στις τρίτες χώρες. Απαιτείται, λοιπόν, ένας συνδυασμός «όπλων», που περιλαμβάνει σαφώς τα εμβόλια, πολύ καλά διαγνωστικά εργαλεία για την έγκαιρη ανίχνευση του ιού, αλλά και φάρμακα» αναφέρει, τονίζοντας πως σήμερα υπάρχουν ενδείξεις και για τη χρησιμότητα των ανοσοσφαιρινών στην αντιμετώπιση του Covid–19, οι οποίες μελετώνται από το κορυφαίο Εθνικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας των ΗΠΑ (CDC) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Όπως εξηγεί η δρ Νίτσαν, η ανοσία της αγέλης είναι σχεδόν αδύνατον να επιτευχθεί, τουλάχιστον άμεσα, διότι υπάρχουν κράτη -ειδικότερα τα φτωχά- όπου το ποσοστό εμβολιασμού αγγίζει μετά βίας το 2%, γεγονός που δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για μεταλλάξεις.
«Σκοπός του ιού είναι να ξεφεύγει από τις “δαγκάνες” των εμβολίων. Το ότι μεταλλάσσεται δε σημαίνει ότι θα γίνεται πιο θανατηφόρος. Ο ιός δε θέλει να αυτοκτονήσει. Αν πεθάνουμε εμείς, θα πεθάνει κι αυτός!» εξηγεί και προσθέτει πως, με αφορμή την τρίτη δόση των εμβολίων, τα αναπτυγμένα κράτη θα πρέπει να επιδείξουν κοινωνική αλληλεγγύη προς τις περισσότερο αδύναμες χώρες, προκειμένου να αυξήσουν και αυτές τα εμβολιαστικά τους επίπεδα.
Όσον αφορά την περίπτωση του Ισραήλ, που δεν είναι μόνο η χώρα καταγωγής της δρος Νίτσαν, αλλά παράλληλα αποτελεί κι ένα από τα κράτη που έχει υπό την εποπτεία της στον τομέα της διαχείρισης κρίσεων, επισημαίνει πως στα σημερινά αποτελέσματα οδήγησε η ταχύτητα με την οποία έγιναν οι εμβολιασμοί, και μάλιστα με ένα μόνο σκεύασμα.
«Το Ισραήλ έδειξε το δρόμο πριν από μερικούς μήνες, αλλά πήρε μεγάλο ρίσκο. Εμβολίασε πρώτα τους ευάλωτους και ηλικιωμένους, και αμέσως μετά όλο τον πληθυσμό, με αποτέλεσμα σήμερα, που έχουν περάσει έξι μήνες από τη δεύτερη δόση της συντριπτικής πλειονότητας των εμβολιασμένων, να βλέπουμε χιλιάδες ημερήσια περιστατικά κορωνοϊού» εξηγεί και προσθέτει: «Η αρχική ευφορία που δημιούργησε το παράδειγμα του Ισραήλ σε όλο τον κόσμο μετατράπηκε τώρα σε ανησυχία για την αύξηση κρουσμάτων. Μην ξεχνάμε, όμως, ότι το εμβόλιο σχεδιάστηκε με βάση τον ιό της Oυχάν, ούτε καν για το στέλεχος Άλφα. Συνεπώς, με το πέρασμα των μηνών βλέπουμε μια φθίνουσα ανοσία των πολιτών της χώρας, με παράλληλη διασπορά και επικράτηση του στελέχους Δέλτα».
Αντιθέτως, στη Δανία, μια χώρα με εξίσου υψηλά ποσοστά εμβολιασμού, που πριν από λίγες ημέρες προχώρησε σε άρση όλων των περιοριστικών μέτρων, ο πληθυσμός εμβολιάστηκε σταδιακά, με διαφορετικά σκευάσματα και σε μακρύτερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι, σύμφωνα με τη γιατρό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ο βασικός λόγος που δεν παρατηρούμε στη Δανία το ίδιο φαινόμενο, όπως στο Ισραήλ.
«Ο χρόνος θα δείξει πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση και εκεί, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η μετακίνηση των πληθυσμών οδηγεί αναπόφευκτα σε διασπορά του ιού. Δεν μπορούν τα κράτη να υψώσουν τείχη, από κάπου θα υπάρχει η διαρροή. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τη Νέα Ζηλανδία, που πήρε μέτρα προκειμένου να επιτύχει μηδενικό αριθμό κρουσμάτων και πρόσφατα, από ένα μόλις άτομο που βρέθηκε θετικό στη μετάλλαξη Δέλτα, έγινε διασπορά σε εκατοντάδες ανθρώπους και οδηγείται σε lockdown! Κανείς, λοιπόν, δεν είναι ασφαλής σε αυτόν τον κόσμο».
Στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης της επιστήμης με την κοινωνία των πολιτών, η δρ Νίτσαν συνομιλεί δύο φορές την εβδομάδα με πολίτες διαφόρων κρατών που εκφράζουν ενδοιασμούς, ανησυχίες και φόβο γύρω από τα σκευάσματα.
«Χρειάζεται εμείς οι επιστήμονες να κοιτάμε στα μάτια αυτούς τους ανθρώπους και να απαντάμε με επιχειρήματα στις ανησυχίες τους, ακούγοντάς τους προσεκτικά. Δεν πρέπει να τους χλευάζουμε ή να τους απαξιώνουμε, αλλά να εξηγούμε με ειλικρίνεια τι γνωρίζουμε γύρω από τα εμβόλια και τι όχι. Θα πρέπει, όμως, να σας πω, ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία δεν παρέχω απλά απαντήσεις, αλλά παράλληλα λαμβάνω χρήσιμες πληροφορίες από τον κόσμο, που με βοηθούν να κατανοήσω τον τρόπο σκέψης τους και να τροποποιήσω την επικοινωνιακή πολιτική, ώστε να μην υπάρχουν “σκοτεινά σημεία”».
Μία από τις πιο συχνές ερωτήσεις που ακούει από πολίτες σε διάφορα κράτη έχει να κάνει με το τι περιέχουν τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού, με μεγάλη μερίδα του κόσμου να ισχυρίζεται πως περιλαμβάνουν μικροτσίπ, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του κορωνοϊού και της ζητούν να τους τον δείξει.
«Αν ο ιός έπληττε περισσότερο τα παιδιά και όχι τους ηλικιωμένους, αν βλέπαμε στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας ανηλίκους να πεθαίνουν, δε θα υπήρχε τόση δυσπιστία όπως τώρα, που η νόσος χτυπά κυρίως ηλικιωμένους» λέει, σε μια προσπάθεια να εξηγήσει πού μπορεί να οφείλεται η καχυποψία μεγάλης μερίδας του κόσμου.
«Επιπλέον, η ταχύτητα με την οποία παρασκευάστηκαν τα εμβόλια ήταν πρωτοφανής. Ξέραμε πως μέχρι πρότινος απαιτείτο πολύς χρόνος για το σχεδιασμό τους και αργότερα για τις δοκιμές, όμως η εξέλιξη της τεχνολογίας των ημερών μας είχε ως αποτέλεσμα την παρασκευή τους σε χρόνο ρεκόρ, κι αυτό με τη σειρά του δημιούργησε αμφιβολίες για την αξιοπιστία τους. Όμως, λόγω της μεγάλης διασποράς του ιού, οι ερευνητές είχαν στη διάθεσή τους μεγάλες ομάδες ατόμων που συμμετείχαν σε μελέτες, κάτι που δε συμβαίνει στις κλινικές μελέτες άλλων εμβολίων. Όσο μεγαλύτερα είναι τα νούμερα των συμμετεχόντων τόσο πιο αξιόπιστο είναι εν τέλει το σκεύασμα».