Είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει εισέλθει σε μία αργή μεν, αλλά σταθερή πτωτική πορεία, αποτέλεσμα της πολιτικής φθοράς που έχει υποστεί στους 21 μήνες που βρίσκεται στην εξουσία. Εξίσου ορατό δια γυμνού οφθαλμού είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση δεν εισπράττει –τουλάχιστον ακόμα– την κυβερνητική φθορά.
Σταύρος Λυγερός*
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει βρει αντιπολιτευτικό βηματισμό που να τον οδηγεί προοπτικά στην εξουσία. Αυτό με τη σειρά του εξ αντιδιαστολής καθυστερεί και συγκρατεί την πτωτική τάση της ΝΔ. Εξ ου και το μεγάλο «γαλάζιο» προβάδισμα που συνεχίζουν να καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις. Στην Κουμουνδούρου –κι όχι μόνο– έχουν την τάση να αποδίδουν αυτή την εκλογική υστέρησή τους στο συσχετισμό δυνάμεων που υπάρχει στο μιντιακό σύστημα.
Είναι προφανές ότι τα κατεστημένα Μίντια, στη συντριπτική πλειονότητά τους, είναι περισσότερο ή λιγότερο στρατευμένα στο πλευρό της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αντιμετωπίζοντας αντιστοίχως αρνητικά την αξιωματική αντιπολίτευση. Πρόκειται για ένα φαινόμενο χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της μεταπολιτευτικής περιόδου. Όλες τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρχε μία έστω και ετεροβαρής ισορροπία στο επίπεδο των Μίντια.
Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει σήμερα, σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ακόμα γίνει αποδεκτός –τουλάχιστον πλήρως– από τις άρχουσες ελίτ ως ο άλλος πυλώνας του πολιτικού συστήματος. Και τούτο, παρότι όλα δείχνουν ότι οι κεντροαριστεροί εκλογικοί πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στο κόμμα του Τσίπρα, δεν επιστρέφουν, γεγονός που καθιστά αμελητέες τις πιθανότητες το ΚΙΝΑΛ να αναδειχθεί προσεχώς στο ρόλο που είχε το ΠΑΣΟΚ, έστω και συγκριτικά αποδυναμωμένο.
Υπενθυμίζω ότι το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε πολιτικά – εκλογικά, επειδή είναι το πρώτο κόμμα που ταυτίσθηκε με το Μνημόνιο. Συσσωρεύοντας οικονομικά και κοινωνικά ερείπια, οι μνημονιακές πολιτικές προκάλεσαν και μία πρωτοφανή κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η Κεντροαριστερά δεν έπαψε να είναι ο ένας από τους δύο μεγάλους ιδεολογικούς – πολιτικούς χώρους. Το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ, όμως, «κάηκε» ως πολιτικός εκφραστής της. Εξ ου και μεταμορφώθηκε σε ΚΙΝΑΛ.
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ ΚΑΙ ΣΥΡΙΖΑ
Από το 2012, οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι κατά κανόνα κατέφυγαν στον ΣΥΡΙΖΑ ως εκλογικοί πρόσφυγες. Αντιθέτως, τα κεντροαριστερής προέλευσης εύπορα μεσοστρώματα κατά κανόνα υπερέβησαν την παραδοσιακή κομματική τους προτίμηση και στράφηκαν προς τη ΝΔ με πραγματικό –και προσχηματικό– επιχείρημα την αναχαίτιση του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο ΠΑΣΟΚ παρέμειναν δύο κατηγορίες ψηφοφόρων. Πρώτον, οι μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγάλη αδράνεια στην εκλογική συμπεριφορά τους. Δεύτερον, ο κορμός του μεγάλου «πράσινου» κομματικού δικτύου, που συνεχίζει να διατηρεί σημαντικά ερείσματα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στα συνδικάτα και σε άλλους κοινωνικούς θεσμούς. Είναι αυτές οι δύο κατηγορίες που διατηρούν το ΚΙΝΑΛ έστω και στα τωρινά μονοψήφια ποσοστά.
Τα αποτελέσματα των εκλογών του 2012 επισφράγισαν την ανατροπή των ισορροπιών του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Με την αντικατάσταση του παραδοσιακού δικομματισμού από το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ υποβαθμίσθηκε από αυτοδύναμος πόλος σε μικρομεσαίο κόμμα. Τα πληττόμενα από το Μνημόνιο –κεντροαριστερού προσανατολισμού– μικρομεσαία στρώματα στράφηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, με την προσδοκία ότι θα τα προστάτευε από το Μνημόνιο.
Το Σεπτέμβριο του 2015, κατά κανόνα τον ξαναψήφισαν πιστώνοντάς τον ότι προσπάθησε και ελπίζοντας ότι τουλάχιστον θα εφαρμόσει ηπιότερες μνημονιακές πολιτικές. Η ηχηρή διάψευσή τους έχει εν μέρει ρευστοποιήσει την εκλογική σχέση αυτής της κατηγορίας των ψηφοφόρων με τον ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή, όμως, δε βρίσκουν αξιόπιστη εναλλακτική λύση, μία κατηγορία παραμένει εκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ, έστω και σε κατάσταση πολιτικού μετεωρισμού, ενώ μία άλλη κατηγορία τον έχει εγκαταλείψει και εκλογικά, προτιμώντας τον καναπέ από την κάλπη.
ΤΟ ΤΡΙΓΩΝΙΚΟ «ΠΑΡΑΔΟΞΟ»
Έτσι, λοιπόν, έχουμε οδηγηθεί στο εξής πολιτικό «παράδοξο»: η ανικανότητα του ΚΙΝΑΛ να «επαναπατρίσει» παραδοσιακούς κεντροαριστερούς ψηφοφόρους επιτρέπει στον ΣΥΡΙΖΑ να εδραιώνεται ως ο δεύτερος πόλος του πολιτικού συστήματος. Ταυτοχρόνως, η ανικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να αυτοπροβληθεί πολιτικά ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης, επιτρέπει στη ΝΔ να παραμένει εκλογικά ηγεμονική δύναμη. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη πολιτικά αμφισβητείται από σημαντική μερίδα ψηφοφόρων της (για τους χειρισμούς της), αλλά και από μερίδα του κόμματος που τη θεωρεί «περισσότερο Ποτάμι παρά ΝΔ».
Από την περασμένη άνοιξη, όταν η κυβέρνηση είχε πιστωθεί πολιτικά και την απόκρουση της υβριδικής επίθεσης στον Έβρο και την αποτελεσματική διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Με άλλα λόγια, από την αρχή του καλοκαιριού 2020 μέχρι τώρα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει να επιδείξει κάποια σημαντική επιτυχία, αλλά ούτε και αποτελεσματικό χειρισμό. Αυτό ισχύει και για το κυρίαρχο ζήτημα της πανδημίας, αλλά και στα άλλα κρίσιμα θέματα: στα ελληνοτουρκικά και στην οικονομία.
Για τους λόγους που προανέφερα, το κλίμα αυτό προκαλεί μεγαλύτερη πολιτική, παρά εκλογική φθορά στην κυβέρνηση. Η ιστορία δείχνει, όμως, πως είναι ζήτημα χρόνου η πολιτική φθορά να μεταφρασθεί και σε εκλογική. Πολύ περισσότερο στην περίπτωσή μας, που στη γωνία μας περιμένει ένας νέος κύκλος οξύτατης οικονομικής κρίσης, τις ακριβείς διαστάσεις της οποίας είναι δύσκολο να προβλέψουμε από τώρα. Το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι ότι η πανδημία θα μας κληροδοτήσει –μεταξύ των άλλων– και οικονομικά ερείπια.
Πολλά πράγματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει καλύτερα και με μικρότερο κοινωνικό κόστος, αλλά πρέπει να αναγνωρισθεί πως η συγκυρία είναι αντικειμενικά εξαιρετικά δυσχερής. Το γεγονός ότι ο μέσος πολίτης το αντιλαμβάνεται, δε σημαίνει ότι δεν έχει την τάση να τιμωρήσει αυτούς που είναι στο τιμόνι. Πάντα έτσι συμβαίνει και το σήμερα δεν αποτελεί εξαίρεση. Πριν, όμως, φθάσει στην πλήρη αρνητική ψήφο, συγκρίνει την κυβέρνηση με την αξιωματική αντιπολίτευση και είναι προς το παρόν αυτό που περιορίζει τις εκλογικές απώλειες του Μητσοτάκη.
Επειδή, όμως, αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί για πολύ, ο πρωθυπουργός έχει ισχυρό κίνητρο να προκηρύξει εκλογές πριν χάσει το προαναφερθέν πλεονέκτημα που του εξασφαλίζει εκλογικό προβάδισμα. Δεδομένου ότι οι επόμενες εκλογές θα είναι κατά πάσα πιθανότητα διπλές (για να παρακαμφθεί η απλή αναλογική) ο Μητσοτάκης δεν έχει μεγάλα χρονικά περιθώρια. Με την πανδημία να μην τιθασεύεται, το σενάριο εκλογών τον Ιούνιο απομακρύνεται. Όλα δείχνουν για Σεπτέμβριο, λόγω και της ελπίδας ότι ο τουρισμός θα έχει αιμοδοτήσει, έστω και εν μέρει, την καθημαγμένη οικονομία. Εάν χαθεί το φθινόπωρο, μετά ίσως να είναι μάλλον αργά για να διεκδικήσει αυτοδυναμία.
*Ο Σταύρος Λυγερός έχει εργασθεί σε εφημερίδες (για 23 χρόνια στην Καθημερινή), ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Σήμερα είναι πολιτικός-διπλωματικός σχολιαστής στον τηλεοπτικό σταθμό OPEN και διευθυντής του ιστότοπου SLpress.gr. Συγγραφέας 16 βιβλίων. Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973.