Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία καταρρίπτει ακόμα μία φορά το κυβερνητικό αφήγημα για ανάπτυξη και ευημερία στη χώρα ◘ Χαμηλά και η αποταμίευση
Τα κυβερνητικά παραμύθια περί ανάπτυξης και ευημερίας καταρρίπτει ακόμα μία φορά η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), καθώς τα στοιχεία για τους μισθούς στην Ε.Ε. αποκαλύπτουν πως η χώρα μας κατέχει την τρίτη θέση από το… τέλος της λίστας των κρατών-μελών. Με την ακρίβεια να χτυπά «κόκκινο», οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να ζουν με εισοδήματα ισάξια της Βουλγαρίας, επιβεβαιώνοντας εκείνους που τα μνημονιακά χρόνια υποστήριζαν πως η Ελλάδα θα πρέπει να αποκτήσει μισθούς και συντάξεις ίσες με τη γειτονική μας χώρα.
Σύμφωνα με τη Eurostat, μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., το 2023, ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης για τους μισθωτούς στην Ε.Ε. ήταν 37.900 ευρώ. Ωστόσο, στην Ελλάδα μόλις που αγγίζει τα 17.000 ευρώ, με τους μισθούς να είναι κάτω και από το μισό εισόδημα των υπόλοιπων Ευρωπαίων.
Οι μόνες χώρες που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα από την Ελλάδα είναι η Βουλγαρία (13.500 ευρώ) και η Ουγγαρία (16.900 ευρώ).
Στον αντίποδα, ο υψηλότερος μέσος ετήσιος μισθός καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο (81.100 ευρώ), ακολουθούμενος από τη Δανία (67.600 ευρώ) και την Ιρλανδία (58.700 ευρώ). Αυτά τα στοιχεία «γκρεμίζουν» και έναν ακόμα ισχυρισμό της ελληνικής κυβέρνησης για την κριτική που της ασκείται περί υπερ-φορολόγησης. Το οικονομικό επιτελείο επικαλείται συνεχώς το ότι οι φόροι της Ελλάδας κινούνται στο μέσο όρο της Ευρώπης, ωστόσο οι μισθοί είναι πολύ χαμηλότεροι από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Το οικονομικό επιτελείο, για να δικαιολογήσει τα… αδικαιολόγητα, σε ενημερωτικό σημείωμα για τις νέες διατάξεις του φορολογικού νομοσχεδίου που έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, σημειώνει πως οι αυξήσεις μισθών στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία κινούνται πάνω από τον πληθωρισμό. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως η αύξηση των καθαρών αποδοχών από το 2019 για μισθωτό που λαμβάνει τον κατώτατο μισθό (αναλόγως του αριθμού των τέκνων και συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών από 1/1/2025) ανέρχεται σε περίπου 30%, ενώ για μισθωτό που λαμβάνει το μέσο μισθό η αύξηση είναι περίπου 25%.
Αντίστοιχα, το διάστημα από το έτος 2019 έως και το Σεπτέμβριο 2024, η σωρευτική αύξηση του πληθωρισμού είναι 17,5%, δηλαδή, όπως αναφέρει το οικονομικό επιτελείο, οι πραγματικές αποδοχές αυξήθηκαν περισσότερο από τον πληθωρισμό. Ωστόσο, αυτό που ξεχνούν να αναφέρουν οι επιτελείς της κυβέρνησης, είναι πως σημαντικό ρόλο παίζουν το διαθέσιμο εισόδημα και το κόστος ζωής, τα οποία στη χώρα μας βρίσκονται στα… Τάρταρα.
ΑΓΝΩΣΤΗ ΛΕΞΗ
Η… ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΗ
Σε αρνητικό έδαφος κινήθηκε εξάλλου η αποταμίευση και το 2023, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που χτυπούν για άλλη μια φορά «καμπανάκι». Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών που εξυπηρετούν νοικοκυριά διαμορφώθηκε πέρυσι στο -1,9%.
Η εικόνα αν και είναι καλύτερη από το -3,5% που είχε καταγραφεί ένα χρόνο νωρίτερα, επιβεβαιώνει το χρόνιο πρόβλημα της αποταμίευσης στη χώρα. Η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά σε αρνητικό έδαφος από το 2012, με εξαίρεση τη διετία 2020-2021, οπότε λόγω Covid είχε βυθιστεί η κατανάλωση.
Για τη μείωση της αποταμίευσης, σύμφωνα με ειδική μελέτη, δεν ευθύνεται μόνο το περιορισμένο διαθέσιμο εισόδημα, αλλά και δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπως οι γονικές παροχές, που είναι πολύ πιο διαδεδομένες στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες. Μεταξύ άλλων, η μείωση της αποταμίευσης αποδίδεται και στο υψηλό ποσοστό της παραοικονομίας, αλλά και στις υψηλές δαπάνες στέγασης, σύμφωνα με την ίδια μελέτη.
Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ), σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα.
Η μείωση των αποταμιεύσεων δείχνει ότι ξοδεύουμε περισσότερα από το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημά μας, είτε αντλώντας από τις αποταμιεύσεις προηγούμενων ετών, είτε δανειζόμενοι.
Το 2023, το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων αυξήθηκε με ταχύτερο ρυθμό από την τελική καταναλωτική δαπάνη. Σε απόλυτους αριθμούς, ωστόσο, η τελευταία συνεχίζει να ξεπερνά το διαθέσιμο εισόδημα. Προκύπτει ότι πέρυσι, οι Έλληνες είχαν διαθέσιμο εισόδημα 151,7 δισ. ευρώ, αλλά ξόδεψαν 154,6 δισ. ευρώ, δηλαδή ξόδεψαν σχεδόν 3 δισ. ευρώ παραπάνω από το εισόδημά τους.
Συγκεκριμένα, το 2023 το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 8,1% σε σύγκριση με το 2022, από 140,3 δισ. ευρώ σε 151,7 δισ. ευρώ. Η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών που εξυπηρετούν νοικοκυριά, αυξήθηκε κατά 6,5% το 2023 σε σύγκριση με το 2022, από 145,2 δισ. ευρώ σε 154,6 δισ. ευρώ.