Ένα χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο Τζο Μπάιντεν δεν έχει μπορέσει ακόμη να δείξει ότι θα τηρήσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις
Παρότι εξελέγη με σαφή πλειοψηφία, σε πείσμα των όσων έλεγε ο Ντόναλντ Τραμπ και παρά την προσπάθεια των Ρεπουμπλικάνων να αμφισβητήσουν, με διάφορους τρόπους, το αποτέλεσμα των εκλογών, και μάλιστα μια πλειοψηφία που αντιπροσώπευε μια δυναμική απαίτηση για αλλαγές, ένα χρόνο μετά, ο Τζο Μπάιντεν δεν είναι σε θέση να παρουσιάσει έναν ιδιαίτερα θετικό απολογισμό.
Παναγιώτης Σωτήρης
© in.gr
Η πανδημία εξακολουθεί να ασκεί μεγάλη πίεση στο σύστημα υγείας και να έχει κόστος σε ζωές, παρά την προσπάθεια του Μπάιντεν να επιταχύνει τη διαδικασία εμβολιασμού. Παρά τα θετικά σημάδια στην οικονομία και την ανάκαμψη, δεν έχει μπορέσει να περάσει από το Κογκρέσο το μεγάλο πακέτο δαπανών και παρεμβάσεων στο οποίο έχει επενδύσει, για να μπορέσει να βελτιώσει κάπως την κοινωνική κατάσταση.
Αντίστοιχα, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα μπορέσει να περάσει και το άλλο σημαντικό του νομοθέτημα που είναι η μεταρρύθμιση της εκλογικής νομοθεσίας, που είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστεί η προσπάθεια των Ρεπουμπλικάνων να περιορίσουν το δικαίωμα ψήφου και ταυτόχρονα να εξασφαλιστεί η διεύρυνση του εκλογικού σώματος, που οι Δημοκρατικοί γνωρίζουν καλά ότι θα τους ευνοήσει.
Ο ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ
ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ ΤΟΥ 2022
Το Νοέμβριο του 2022 στις ΗΠΑ θα έχουν τις λεγόμενες Mid-term Elections, δηλαδή τις εκλογές του συνόλου των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων και του ενός τρίτου της Γερουσίας.
Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν επιδοθεί σε μια πολύ εντατική προεκλογική εκστρατεία, για να μπορέσουν να τροποποιήσουν το σημερινό συσχετισμό, όπου οι Δημοκρατικοί ελέγχουν τα Κογκρέσο, εφόσον έχουν καθαρή πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων και ισοψηφία στα μέλη της Γερουσίας, που σημαίνει ότι στην οριακή περίπτωση θα μετρήσει η ψήφος της Αντιπροέδρου – εξ ου και γιατί ο επικεφαλής της Γερουσίας είναι πλέον Δημοκρατικός, μετά από αρκετά χρόνια κυριαρχίας των Ρεπουμπλικάνων.
Αυτό σημαίνει, ότι σε μια τέτοια προεκλογική χρονιά, οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν κάθε λόγο να οξύνουν την πολεμική και να προσπαθήσουν να δυσκολέψουν με κάθε τρόπο το νομοθετικό έργο της κυβέρνησης, μπλοκάροντας νομοσχέδια στη Γερουσία και αποφεύγοντας να κάνουν συμβιβασμούς, παρά μόνο σε θέματα που μπορούν μετά να παρουσιάσουν στο δικό τους ακροατήριο ως «επιτυχίες».
Εάν οι Ρεπουμπλικάνοι ανακτήσουν την πλειοψηφία της Γερουσίας, τότε οι Δημοκρατικοί χάνουν τον έλεγχο του Κογκρέσου που τώρα έχουν, και αυτό σημαίνει πολύ μικρότερη δυνατότητα να περάσουν νομοθετήματα με τη δική τους σφραγίδα, πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει, ότι οι Δημοκρατικοί θα πάνε στις επόμενες εκλογές με μικρότερο νομοθετικό έργο από αυτό που υποσχέθηκαν το 2020.
Μάλιστα, οι Ρεπουμπλικάνοι προσπαθούν να αλλάξουν και το συσχετισμό στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Σε αυτή την κατεύθυνση έχει ιδιαίτερη σημασία η διαδικασία της ανασχεδίασης των εκλογικών περιφερειών που γίνεται στις Πολιτείες, μια που υπάρχουν τα δεδομένα της απογραφής πληθυσμού και άρα υποχρεωτικά επανεξετάζονται οι περιφέρειες. Όμως, το πώς θα σχεδιαστούν τα όρια κάθε – μονοεδρικής – περιφέρειας, καθορίζει και το αποτέλεσμα. Και σε ορισμένες Πολιτείες, οι Ρεπουμπλικάνοι δείχνουν διατεθειμένοι να περιορίσουν τις έδρες των Δημοκρατικών.
2-Ο Δημοκρατικός γερουσιαστής της Δυτικής Βιρτζίνια Τζο Μάντσιν
Η ΧΑΜΕΝΗ – ΞΑΝΑ – ΜΑΧΗ
ΓΙΑ ΤΟ FILIBUSTER
Παρότι συχνά στις ΗΠΑ, εκφράζεται η άποψη ότι η χώρα αντιπροσωπεύει έναν ιδεότυπο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, κυρίως επειδή υπάρχει όλο το φάσμα των λεγόμενων checks and balances (από τον κάθετο διαχωρισμό εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας μέχρι το ρόλο ασφαλιστικής δικλείδας που έχει το Ανώτατο Δικαστήριο), υπάρχουν και αρκετοί αρχαϊσμοί στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το filibuster. Αυτό αναφέρεται στο δικαίωμα ενός γερουσιαστή να πάρει το λόγο και να μιλήσει για όσο θέλει, χωρίς να μπορεί κανείς να τον διακόψει. Στην πράξη, είναι η δυνατότητα ενός γερουσιαστή να «μπλοκάρει» τη δυνατότητα της Γερουσίας να ψηφίσει (στις ΗΠΑ οι ομοσπονδιακοί νόμοι χρειάζονται και την υπερψήφιση στη Γερουσία).
Για να σπάσει το filibuster χρειάζεται μια ενισχυμένη πλειοψηφία τριών πέμπτων, δηλαδή να ψηφίσουν 60 γερουσιαστές. Σταδιακά με τα χρόνια, αυτή η ενισχυμένη πλειοψηφία αντικαταστάθηκε από την απόλυτη πλειοψηφία (51) για αρκετές αποφάσεις της Γερουσίας, όπως είναι οι διορισμοί υπουργών και Ανώτατων Δικαστών.
Το ενδιαφέρον είναι ότι επειδή και η αλλαγή κανόνων της Γερουσίας κανονικά υπόκειται σε filibuster, που κανονικά σπάει με ακόμη πιο ισχυρή πλειοψηφία (δύο τρίτα), η όποια αλλαγή έχει γίνει έχει αποφασιστεί με τη χρήση ενός ιδιότυπου κανόνα, που στην ιδιόλεκτο της Γερουσίας αποκαλείται η «πυρηνική επιλογή» (κατ’ αναλογία προς τα πυρηνικά όπλα). Σε αυτή την περίπτωση, ο επικεφαλής της πλειοψηφίας εγείρει ένα διαδικαστικό ζήτημα που έρχεται σε αντίθεση με κανόνες, όπως η ενισχυμένη πλειοψηφία. Η απόρριψη του διαδικαστικού αιτήματος μπορεί να αμφισβητηθεί, και ως διαδικαστικό ζήτημα επιλύεται με απλή πλειοψηφία που στην πραγματικότητα ακυρώνει την ενισχυμένη πλειοψηφία για το συγκεκριμένο θέμα. Έτσι άλλαξαν οι κανόνες για τους προεδρικούς διορισμούς και τα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου, στην πρώτη περίπτωση με πρωτοβουλία των Δημοκρατικών και στη δεύτερη με πρωτοβουλία των Ρεπουμπλικάνων.
Τώρα η μάχη δόθηκε ξανά για το ζήτημα του νομοσχεδίου για το δικαίωμα της ψήφου. Το νομοθέτημα αυτό προσπαθούσε να κατοχυρώσει ενιαίους κανόνες για δικαίωμα ψήφου στις εκλογές σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Η αιτία ήταν, ότι οι Ρεπουμπλικάνοι προσπαθούν σε πολιτειακό επίπεδο να ψηφίσουν νόμους που περιορίζουν το δικαίωμα αυτό με διάφορους τρόπους: με το πώς ορίζουν την τεκμηρίωση της ταυτοπροσωπίας, με το να περιορίσουν την πρόσβαση στην επιστολική ψήφο και με το να ενισχύσουν τις περιπτώσεις, όπου κάποιος δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές. Αυτό γίνεται σε συνέχεια της αμφισβήτησης των προεδρικών εκλογών του 2020, όπου οι Ρεπουμπλικάνοι αντιμετώπισαν κυρίως την επέκταση της επιστολικής ψήφου και άλλων αντίστοιχων μέτρων ως «νοθεία» και αλλοίωση του αποτελέσματος.
Οι Δημοκρατικοί επένδυσαν πολύ σε αυτό το νομοθέτημα, όμως χρειάζονταν να πετύχουν πλειοψηφία 60 για να αποφύγουν το filibuster, δηλαδή να εξασφαλίσουν και τη στήριξη δέκα Ρεπουμπλικάνων. Σε αυτό απέτυχαν.
Προσπάθησαν έτσι να αλλάξουν τον κανόνα για το filibuster, δηλαδή να το καταργήσουν ουσιαστικά για τη νομοθεσία, όμως και σε αυτό απέτυχαν, γιατί δύο Δημοκρατικοί γερουσιαστές, που αντιπροσωπεύουν την πιο συντηρητική πτέρυγα, ο Τζο Μάντσιν από τη Δυτική Βιρτζίνια και η Κίρστεν Σίνεμα από την Αριζόνα, αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την αλλαγή των κανόνων (το filibuster κατατάσσεται από πολλούς στα μέτρα που εξασφαλίζουν ευρύτερες συναινέσεις και από άλλους στα μέτρα που υπονομεύουν τη δημοκρατία). Το αποτέλεσμα ήταν μια διπλή ήττα για τους Δημοκρατικούς, πάνω σε ένα θέμα που είχαν κάνει σημαντική πολιτική επένδυση.
Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΑ 2,2 ΤΡΙΣ ΔΟΛΑΡΙΑ
Όλα αυτά έχουν επίπτωση σε ένα κρίσιμο νομοσχέδιο για το μέλλον, που είναι το νομοσχέδιο για την οικονομική και περιβαλλοντική ανασυγκρότηση με τον τίτλο Build Back Better. Αυτό περιλαμβάνει δαπάνες ύψους 2,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και είναι εκτός των άλλων και ένα από τα βασικά οχήματα για την «Πράσινη Μετάβαση» σε επίπεδο ομοσπονδιακής νομοθεσίας και δαπάνης.
Οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν κάνει σαφή την αντίθεσή τους στο νομοσχέδιο ήδη από τη συζήτηση στη Βουλή των αντιπροσώπων και στη Γερουσία το μπλοκ των 50 γερουσιαστών τους ήταν αρραγές.
Και εκεί ήρθε πάλι η τοποθέτηση του Μάντσιν που δήλωσε ότι είναι αντίθετος στο νομοσχέδιο. Η αντίθεση του είχε να κάνει και με το γεγονός ότι εκλέγεται στη Δυτική Βιρτζίνια, μια Πολιτεία που παράγει γαιάνθρακα και ο ίδιος έχει πάρει ενισχύσεις από τη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων.
Τώρα οι Δημοκρατικοί εξετάζουν το ενδεχόμενο να κατεβάσουν μόνο τα μέτρα για το κλίμα (που έχουν απήχηση και στην εκλογική τους βάση και σε όλες τις επιχειρηματικές μερίδες έχουν επενδύσει στην «Πράσινη Ανάπτυξη») και να περάσουν τμηματικά τα υπόλοιπα, όμως και πάλι η αντίθεση των Ρεπουμπλικάνων παραμένει. Άλλωστε, αυτή είναι σήμερα μια βασική διαχωριστική γραμμή στο εσωτερικό της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, με τους Ρεπουμπλικάνους να είναι σε μεγάλο βαθμό το κόμμα που αρνείται ότι είναι τόσο επείγον να ληφθούν μέτρα για την κλιματική αλλαγή.
TO «ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΠΑΙΝΤΕΝ»
Την ίδια ώρα οι Δημοκρατικοί εμφανίζονται απογοητευμένοι από τον Μπάιντεν, ιδίως όσο εντείνεται η προεκλογική εκστρατεία για τις εκλογές του Νοεμβρίου. Ο Πρόεδρος έχει χαμηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, δεν έχει καταφέρει να περάσει τα νομοθετήματα που υποσχέθηκε και τα οποία θα αποτελούσαν τη «σημαία» των Δημοκρατικών υποψηφίων το Νοέμβριο και δε συντονίζεται με το υπόλοιπο κόμμα, ώστε να περνάει ένα κοινό μήνυμα.
Σε όλα αυτά προστίθεται και ένα ακόμη ζήτημα: αυτό των επόμενων Προεδρικών εκλογών. Ο Τζο Μπάιντεν θα είναι 82 ετών το 2024 και 86, εάν εκλεγεί, στο τέλος της δεύτερης θητείας του. Συγκριτικά, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ήταν 78 στο τέλος της θητείας του.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι δε θα πρέπει να βάλει ξανά υποψηφιότητα, ιδίως όσοι έχουν φιλοδοξία να τον διαδεχτούν, καθώς θα είναι μια αδύναμη υποψηφιότητα. Ωστόσο, μέχρι στιγμής ο ίδιος επιμένει ότι εάν είναι καλά στην υγεία του, θα βάλει ξανά υποψηφιότητα, έχοντας πάλι την Κάμαλα Χάρις για συνυποψήφια στη θέση της Αντιπροέδρου. Η Αντιπρόεδρος Χάρις αυτή τη στιγμή προηγείται σε όσες δημοσκοπήσεις εξετάζουν τη δημοφιλία πιθανών Δημοκρατικών υποψηφίων, όμως είναι πολύ νωρίς για να δει κανείς πώς θα εξελιχθεί αυτή η μάχη.
ΜΙΑ ΔΙΧΑΣΜΕΝΗ ΧΩΡΑ ΚΑΙ
ΜΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΕ ΚΡΙΣΗ
Όλα αυτά αναδεικνύουν ένα βαθύτερο πρόβλημα. Η Αμερική παραμένει μια διχασμένη χώρα. Παρότι με τα ευρωπαϊκά δεδομένα οι ιδεολογικές διαφορές των κομμάτων είναι σχετικά μικρές, εντούτοις παραμένουν βαθιές σε κρίσιμα ζητήματα και αντανακλούν μια χώρα που τέμνεται σε διάφορα επίπεδα, είτε σε σχέση με τα έμφυλα ζητήματα, είτε σε σχέση με το ρατσισμό, είτε σε σχέση με την αντίληψη του περιβαλλοντικού κινδύνου, είτε σε σχέση με ερωτήματα όπως τα εμβόλια, είτε σε σχέση με τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν «πολλές Αμερικές» που μπορεί σε μεγάλες μάχες όπως οι προεδρικές εκλογές να πολώνονται γύρω από μια βασική διαχωριστική γραμμή, αλλά αυτό δε μεταφράζεται σε μια ενιαία δυναμική. Επιπλέον, το ίδιο το σύστημα της αμερικανικής δημοκρατίας με τους περίπλοκους κανόνες και τις παραλλαγές ακύρωσης της λαϊκής βούλησης που εγγράφει (συμπεριλαμβανομένων και αρχαϊσμών όπως το σύστημα των εκλεκτόρων), αλλά και τη διαρκή πίεση για «συναινέσεις» σε ένα τοπίο που αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, διαμορφώνοντας μια συνθήκη που διαρκώς μετατοπίζει τη συζήτηση και την όποια «απόφαση» προς τα δεξιά και διευκολύνοντας περισσότερο την ικανότητα των Ρεπουμπλικάνων να ορίζουν την ατζέντα.