Γράφει ο Γιώργος Καρακατσάνης*
© slpress.gr
Η Ελλάδα χάνει ετησίως μια ανυπολόγιστη ενσωματωμένη αξία στα χερσαία φυσικά της οικοσυστήματα, τόσο από τις πυρκαγιές, όσο κι από τη διαχειριστική απόκλιση από τα διεθνή πρωτόκολλα αξιοποίησης εκτάσεων φυσικών οικοσυστημάτων, που περιλαμβάνουν την αναλυτική χαρτογράφηση των λειτουργιών και των υπηρεσιών τους με οικονομική αξία για την κοινωνία, όπως είναι η παραγωγή βιομάζας, το φυτογενετικό υλικό, η αντιπλημμυρική προστασία και η διαμόρφωση του μικρο-κλίμακτος.
Αυτή η απώλεια αξίας εντείνεται από την έλλειψη πρόληψης και καταστολής του φαινομένου της βιοπειρατείας και την ανεξέλεγκτη αγορά γης από ξένα συμφέροντα. Η σύγχρονη διαχείριση γης με όλα τα στοιχεία παραγωγικότητάς της και σε συνδυασμό με τις επιστημονικές μεθόδους αξιοποίησής τους, συνιστά κυριολεκτικά μια αναβίωση του κλασικού «Ζητήματος των Εθνικών Γαιών» με τεχνολογική πλέον χροιά.
Στην πρωταρχική του μορφή, το Ζήτημα των Εθνικών Γαιών αφορούσε στην τεχνικά ορθή και οικονομικά δίκαιη διανομή των γαιών που αποκτήθηκαν κατά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, στους περίπου 500.000 κατοίκους του τότε νεοσύστατου κράτους. Το ζήτημα απασχόλησε εντατικά τον ίδιο τον Ιωάννη Καποδίστρια, που το 1830 σύστησε την πρώτη Δασική Υπηρεσία, σε συνδυασμό με την απόπειρα σύνταξης του πρώτου Εθνικού Κτηματολογίου. Αυτή η φάση του ζητήματος ολοκληρώθηκε με τη διανομή γαιών το 1923 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των προσφύγων.
Σήμερα, οι εφαρμογές της βιο-τεχνολογίας και πληροφορικής ανασυνθέτουν νέα δεδομένα επί της ανθρώπινης γνώσης για την οικονομική αξία της καλλιεργήσιμης γης και των φυσικών οικοσυστημάτων, επιβάλλοντας στην ελληνική πολιτεία να αναπτύξει σχέδια κι εργαλεία αξιοποίησης και διαχείρισης των δασικών εκτάσεων, ως κρίσιμης συνιστώσας των εθνικών γαιών. Πρακτικά, πρόκειται για μια μορφή εθνικού φυσικού κεφαλαίου που συνιστά μέρος της άδηλης -αλλά αποτιμήσιμης- περιουσίας των πολιτών.
Η ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Η Ελλάδα λόγω της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας της διαθέτει εντυπωσιακή βιοποικιλότητα χλωρίδας και πανίδας για τα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα, συγκριτικά με το γεωγραφικό της μέγεθος. Ιστορικά, το ενδιαφέρον για τη βιολογική ποικιλία της ελληνικής φύσης ξεκινά από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του νέου κράτους (3/2/1830), έλκοντας το ενδιαφέρον πολλών ευρωπαίων φυσιοδιφών, μεταξύ αυτών και του Friedrich Ratzel, εμπνευστή των εννοιών του «Ζωτικού Χώρου» και της «Βιογεωγραφίας» που θεμελίωσε το γεωπολιτικό ρεαλισμό και την Πολιτική Οικολογία.
Καθοριστική συνεισφορά ωστόσο είχαν και τα ταξίδια των αγγλοσαξόνων φυσιοδιφών που εξορμούσαν ως ερευνητές σε όλον τον κόσμο για συλλογή βιολογικών δειγμάτων, με το θέμα να ανάγεται σε υψηλή πολιτική για την ανάδειξη της επιστημονικής υπεροχής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, η Θεωρία της Εξέλιξης του Κάρολου Δαρβίνου ξεκίνησε την ίδια δεκαετία (1830) να κερδίζει έδαφος στους επιστημονικούς κύκλους και να καθιερώνεται, ενώ ο πλούτος της ελληνικής φύσης εξυμνήθηκε και μέσω της τέχνης, με πιο χαρακτηριστικό το έργο του Richard Wagner «Kunst und Klima» (1850).
ΠΡΟΣΚΟΠΑ ΕΙΔΗ:
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΕΥΚΟΥ
Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να αντιμετωπιστεί η «δαιμονοποίηση» του πεύκου ως εύφλεκτου δέντρου που πολλαπλασιάζει την πιθανότητα και τις συνέπειες των θερινών πυρκαγιών. Πράγματι, το πεύκο λόγω της σύστασης της βιομάζας του είναι από τα πιο εύφλεκτα είδη, όπου μάλιστα μετά από μια ηλικία ωριμότητας η πιθανότητα φυσικής ανάφλεξης ενός πευκοδάσους αυξάνεται κατακόρυφα, ειδικά όταν συμπέσουν συνθήκες ξηρασίας, δυνατών ανέμων και υψηλών θερμοκρασιών. Ωστόσο, η καταστροφή ενός πευκοδάσους από μια πυρκαγιά φέρει και το σπόρο της αναγέννησης και του πολλαπλασιασμού του, ως μέρος μιας φυσικής εξελικτικής διαδικασίας μετάβασης.
Συγκεκριμένα, το πεύκο ορίζεται ως «πρόσκοπο» είδος, δηλαδή ανθεκτικό σε συνθήκες ιδιαίτερα άνυδρες, ξηρές και άγονες, με εδάφη στα οποία λείπει το βάθος και η υψηλή συγκέντρωση θρεπτικών στοιχείων. Πρόσκοπα είδη όπως το πεύκο, εξελικτικά προετοιμάζουν τις συνθήκες σκίασης και συγκράτησης της υγρασίας, ώστε να επιτευχθεί η αργή και βαθμιαία συσσώρευση θρεπτικών και βάθος εδάφους, που θα ευνοήσουν περαιτέρω την ανάπτυξη και πύκνωση φυτοκοινωνιών πλατύφυλλων δέντρων με υψηλή πυκνότητα αξιοποιήσιμης βιομάζας κι αντίστοιχες απαιτήσεις συντήρησης, όπως η δρυς.
Η δρυς, αν κι ευδοκιμούσε στην Ελλάδα, υποχώρησε λόγω της αλόγιστης υλοτομίας, της υπερβόσκησης, της μετατροπής δασικών εκτάσεων σε καλλιεργήσιμες και των εκτεταμένων πολεμικών καταστροφών. Η παραπάνω διαδικασία ωστόσο απαιτεί δεκαετίες ή και αιώνες, προκειμένου να ολοκληρωθεί με φυσικό τρόπο και με διαγενεακά οφέλη. Έτσι, ξεπερνώντας κατά πολύ τον ορίζοντα των πολιτικών προγραμμάτων αλλά και το ανθρώπινο προσδόκιμο ζωής αρκετών γενεών, δίχως άμεσα οικονομικά οφέλη, τα μέτρα αποκατάστασης αφορούν συχνά σε βιαστικές και ακατάλληλες επιλογές αναδάσωσης.
Η ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ
ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Σύμφωνα με τον ειδικό κλάδο της Οικονομικής των Φυσικών Πόρων με αντικείμενο τις Υπηρεσίες Οικοσυστημάτων (ΥΟ | Ecosystem Services) και της οικονομικής αξίας οικολογικών διεργασιών, τα δασικά οικοσυστήματα της Ελλάδας ενσωματώνουν υψηλή πυκνότητα βιοποικιλότητας ανά μονάδα δασικής χωρικής κάλυψης. Συγκεκριμένα, ενώ τα δάση της Ελλάδας καλύπτουν μόλις το 29,6% της συνολικής επικράτειάς της – τοποθετώντας την στη 19η θέση στην ΕΕ-27 (συγκριτικά με τη Φινλανδία στην 1η θέση με 66,2% δασοκάλυψη) – η Ελλάδα έχει την υψηλότερη χερσαία βιοποικιλότητα στην ΕΕ-27.
Στην Ελλάδα, πραγματοποιούνται από το 2015 αναλυτικές μελέτες για την αξία των δασικών ΥΟ που καταγράφονται να προσφέρουν οικονομικές αξίες. Ενδεικτικά, εκτιμώνται οι αξίες από τις κατηγορίες παραγωγής ξυλείας για υλοτομία, βόσκησης, θήρευσης, αναψυχής, δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα, πλημμυρικής προστασίας και βιοποικιλότητας. Η πλέον πρόσφατη μελέτη του 2023 εκτίμησε μια ετήσια παραγόμενη αξία ύψους 2,83 δισ. ευρώ έναντι 1,92 δισ. ευρώ που είχε εκτιμηθεί μια δεκαετία νωρίτερα, συνιστώντας μια αύξηση περίπου 35%. Ως διαγενεακό έσοδο, κατά το πρότυπο των εθνικών ταμείων από τα έσοδα πετρελαίου της Νορβηγίας και του Κατάρ, η προεξοφλημένη αξία των δασικών οικοσυστημάτων της Ελλάδας θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα της τάξης των περίπου 60 δις ευρώ μέχρι το 2060. Αντίστοιχες συνεπείς επιστημονικά προσεγγίσεις θα μπορούσαν να συστήσουν τη μεθοδολογική βάση αποτίμησης της αξίας των υδατικών οικοσυστημάτων – ποτάμιων, λιμναίων, παράκτιων και θαλάσσιων – που συνδέονται με το Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό (ΘΧΣ) και ζητήματα Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).
ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΑΣΟΦΥΛΑΚΗΣ
ΜΕ ΝΕΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Τα φυσικά οικοσυστήματα αναβαθμίζονται σε στρατηγικό σκέλος του εθνικού φυσικού κεφαλαίου κάθε χώρας. Για την Ελλάδα, η ανασύσταση ενός ελληνικού σώματος Δασοφυλάκων – Φυσιοδιφών (Rangers) με νέα ταυτότητα καθίσταται αναγκαία, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του ποινικού πλαισίου για την προστασία και διαθεσιμότητά του εθνικού φυσικού κεφαλαίου στις τρέχουσες και τις μελλοντικές γενεές.
Το σώμα θα απαρτίζεται από επιστήμονες – φύλακες, χαρτογράφους μονοπατιών και κινδύνων, σχεδιαστές αντιπυρικών ζωνών για την αποτροπή και καταστολή της βιοπειρατείας και γενικώς θησαυροφύλακες του ενσωματωμένου φυτογενετικού πλούτου της Ελλάδας και των δυνητικών χρήσεών της, προς όφελος της χώρας και της ανθρωπότητας (προβάλλοντας έτσι και ήπια εθνική ισχύ). Ο εξοπλισμός τους θα απαρτίζεται από μηχανοκίνητα, μη επανδρωμένα και φορητά μέσα πληροφορίας, με χρηματοδότηση που θα εξασφαλίζεται από ένα εθνικό ταμείο διαχείρισης της αξίας των υπηρεσιών οικοσυστημάτων.
*Ο Γιώργος Καρακατσάνης είναι Οικονομολόγος Φυσικών Πόρων. Έχει μακρά ερευνητική, επιχειρηματική και συμβουλευτική εμπειρία στον οικονομικό σχεδιασμό και στη χρηματοδοτική μηχανική για τη βελτιστοποίηση της χρήσης ορυκτών, γεωργικών και βιολογικών πόρων για επιχειρήσεις και κράτη.