Δεν ήξερα τι είναι οι «μπαχαλάκηδες». Μια ποικιλία εικόνων από διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, πορείες (άπειρες οι παραλλαγές) μου δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ότι ξέρω – συνταίριαζα τα θραύσματα των εικόνων της μνήμης με τις τηλεοπτικές εικόνες των «Ειδήσεων».
Χρήστος Γιανναράς*
Τις προάλλες τους είδα σχεδόν μέσα στο σπίτι μου: στο πεζοδρόμιο του σπιτιού μου, στο δρόμο μπροστά και πλάι από το σπίτι μου – χώρο τόσο οικείο για μένα όσο και το δωμάτιο όπου εργάζομαι ή αυτό όπου κοιμάμαι. Ήταν σίφουνας, ένα σμάρι σφήκες, η γρηγοράδα τους απίστευτη, μου φάνηκαν εκατοντάδες και ανήλικοι ή σχεδόν. Οπλισμένοι με στειλιάρια, σιδερόβεργες, λοστούς – ολοφάνερο ότι θέλαν να σκοτώσουν τυφλά, χωρίς γιατί. Το απέδειξαν, μόλις μπόρεσαν να γκρεμίσουν από τη μοτοσυκλέτα τον αστυφύλακα.
Έχει τεράστια σημασία για μια κοινωνία (για την επιβίωσή της και για την ευτυχία ή τη δυστυχία της) να μπορεί να ξεχωρίσει την αγανάκτηση από την ψυχασθένεια – την οργανωμένη επιδίωξη να σκοτώσεις, να λυντσάρεις, να μακελέψεις έναν οποιονδήποτε αστυφύλακα, να τον ποδοπατήσεις και να τον λιώσεις σα βρωμερή κατσαρίδα, επειδή ένας άλλος αστυφύλακας παρανόμησε και ατίμασε το κοινωνικό του λειτούργημα. Η δίψα του φόνου, η ηδονή να βασανίζεις, δεν επιδέχονται ούτε ιδεολογικά, ούτε «αγανάκτησης» επιχρίσματα. Τα παιδιά που είδαμε τις προάλλες στη Νέα Σμύρνη, και δίνουν καθημερινές, τακτές παραστάσεις στα Εξάρχεια και στο Πολυτεχνείο, δεν έχουν ιδεολογία, κάποια πίστη ή επιδίωξη ή όραμα – τίποτα. Μόνο μίσος τυφλό για ό,τι προϋποθέτει η συλλογική συνύπαρξη, μαζί και ακόρεστη δίψα για ηδονή καταστροφής, παντοδαπής.
Δηλώνω τίμια στον αναγνώστη, όχι μια γνώμη – ιδέα μου, αλλά το συμπέρασμα της εμπειρίας μου και του όποιου πολιτικού προβληματισμού μου: Ακριβώς οι εμπειρίες μου και η λογική μου δε με βοήθησαν ποτέ να καταλάβω την απέχθεια (συχνά και το μένος) που μεγάλη μερίδα της ελλαδικής κοινωνίας τρέφει, συστηματικά, για όποιον συμπατριώτη μας φοράει τη στολή του αστυνομικού. Αυτή είναι η μεγάλη, θριαμβική νίκη της «Αριστεράς» στην κυρίως μάχη, που διαμορφώνει την ποιότητα ζωής των ανθρώπων σήμερα: τη μάχη των εντυπώσεων.
Έχουν περάσει εβδομήντα δύο χρόνια από τη συντριβή της σοβιετικού τύπου «Αριστεράς» στην Ελλάδα. Όλα πια είναι ξεκάθαρα, τουλάχιστον για όσους αρνούνται τις παρωπίδες: Αν πρυτάνευαν στο τότε «αριστερό» ένοπλο πραξικόπημα κοινωνικά οράματα και στόχοι ποιότητας της ζωής ή αν η Αριστερά στην Ελλάδα λειτούργησε μόνο σαν πρακτόρευση της σοβιετικής φρικωδίας – είναι πια ξεκάθαρο. Μπορεί η εμπορία του «αριστερισμού» να έχει ενδυθεί κοινοβουλευτική λεοντή, με δηλωμένη καταστατική επιδίωξη τη μαρξιστική ουτοπία, μπορεί να προσθέτει συνεχώς μνημεία για τις νίκες της κατά την ένοπλη πολυαίμακτη ανταρσία της. Αλλά ευτυχώς παραμένει ανεξίτηλη και η διαβεβαίωση του Μάρκου Βαφειάδη ότι το 90% του «στρατού», τότε, της «Αριστεράς» ήταν βιαίως στρατολογημένοι!
Το μένος των κάποτε «κομμουνιστών» για τους ένστολους Έλληνες, όσους επιλέγουν βιοπορισμό υπηρετώντας την κοινωνία με ένταξη στις Ένοπλες Δυνάμεις ή στην Αστυνομία, αφορά, το μένος αυτό, την ψυχοπαθολογία, δηλαδή την ιατρική, όχι την πολιτική. Παρά την πολυώδυνη, βασανιστική όλων εμπειρία τόσων διχασμών, οι Έλληνες επιμένουμε στην αρρωστημένη σχιζοείδεια – πάντοτε ένα κοπάδι λύκων απέναντι σε ένα κοπάδι αρνιών. Νέα παιδιά σήμερα, και να πιστεύουν στεγανά, χωρίς ρωγμές επιφύλαξης, ότι «η Αστυνομία έχει γεμίσει χρυσαυγίτες», «δέρνουν μόνο για την απόλαυσή τους», «κολλάνε κρυμμένους αγκυλωτούς σταυρούς στις στολές τους» – και μύρια ανάλογα.
Από την άλλη μεριά, πιστοποιημένα και φωτογραφημένα τα οπλοστάσια των κάθε τόσο «εξεγερμένων» εφήβων (ή περίπου), με τεράστιες, απίστευτες ποσότητες υλικό για «μάχες των πόλεων», υλικό ικανό να αχρηστέψει ισόβια ή να θανατώσει τον αντίπαλο. Για την εκτίμηση τόσο των τυφλά παγιωμένων «βεβαιοτήτων» ή των τεκμαρτών πειστηρίων, ποια εφόδια διαθέτει το κάθε εύφλεκτης φαντασίας παιδί; Ποιο κανάλι (έστω ένα), ποια σύγκλητος (έστω μία) σώζει πειστική, κριτική αμεροληψία, μιλάει τίμια γλώσσα αλήθειας και όχι παραπειστικών εντυπώσεων;
Όσο περνούν τα χρόνια, αν κρίνω σωστά, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να φωτιστούν τα καίρια και ουσιώδη. Η κάθε εξουσία (τα κόμματα) δεν καταλαβαίνει την ανάγκη για επιτελικό σχεδιασμό, η ζωή, ο θάνατος, οι ανάγκες των ανθρώπων, είναι μόνο αφορμές ψηφοθηρίας, ενεργεί η εξουσία μόνο με αντανακλαστικά πυροσβέστη, σπασμωδικά, επιπόλαια. Αν πείτε στην Κυρία Κεραμέως ότι το πρόβλημα με τους «μπαχαλάκηδες», τους «χουλιγκάνους» ή όποια άλλη συνομοταξία τυφλού μίσους για την κοινωνία και τους θεσμούς της, δεν είναι αρμοδιότητα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, αλλά η κυρίως ευθύνη και δικαιοδοσία του υπουργείου Παιδείας, είναι απολύτως σίγουρο ότι δε θα αντιληφθεί τι της λέτε!
Εντόπισε, αναγνώστη, στη σημερινή κυβέρνηση ή στις χθεσινές του ΣΥΡΙΖΑ, πόσα υπουργεία δόθηκαν σε απλούς κομματικούς ευνοημένους, δίχως το παραμικρό εχέγγυο ειδικών γνώσεων και ξεχωριστού ταλέντου. «Γιορτάζουμε» τα διακόσια χρόνια «ανεξαρτησίας», ενώ μας συντρίβει η θλίψη ότι, δύο αιώνες δεν άρκεσαν για να μπορούμε να σχηματίζουμε κυβερνήσεις ανυπότακτες στις παρεμβάσεις ξένων πρεσβειών.
Ίσως η θλίψη μας να είναι καρπός του φιλύποπτου «εθνικού» μας χαρακτήρα. Όμως η πρόκληση παραμένει, δύσπεπτη: Γιατί, κατά κανόνα, τα υπουργεία Εξωτερικών, Παιδείας και Τοπικής Αυτοδιοίκησης τα αναθέτουμε σε πρωτάρηδες ερασιτέχνες;
*Ο Χρήστος Γιανναράς (γεν. Αθήνα, 10 Απριλίου 1935) είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και του Παρισιού (Σορβόννη).