Παρακολουθούσα προχθές (σ.σ.: το άρθρο γράφτηκε στις 9/10) την αειθαλή Μάρω Κοντού να πρωταγωνιστεί στα 88 της σε δημοφιλές τηλεοπτικό σίριαλ και η πρώτη μου σκέψη στη θέα της ήταν η εξής: Τι γενιά είναι, άραγε, αυτή που δεν τα παρατά ποτέ; Ως πότε θα μας βάζει τα γυαλιά;
Μανώλης Κοττάκης
© Newsbreak.gr
Η κυρία Κοντού, την οποία, νεοσσός στο επάγγελμα, γνώρισα το 1995, όταν ο Δημήτρης Αβραμόπουλος την είχε τοποθετήσει πρόεδρο του ραδιοφωνικού σταθμού 9,84 είναι σήμερα αψεγάδιαστη, και μαζί με άλλες προσωπικότητες της γενιάς της, μας δίδει ένα πάρα πολύ ωραίο παράδειγμα – το παράδειγμα του ήθους, του αντιβεντετισμού και της συνέχειας. Προφανώς δεν είναι η μόνη. Είναι, όμως, σημαιοφόρος. Και μαζί της κρατούν και άλλοι τη σημαία και δεν τα παρατούν ποτέ.
-Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Πέτρος Μολυβιάτης, με ρίζες από τη Μικρασία, διανύει σήμερα την ένατη δεκαετία της ζωής του – ο Θεός να τον έχει καλά – πηγαίνει τακτικά στο Ίδρυμα Καραμανλή, συζητά με τον Αχιλλέα Καραμανλή, κατεβαίνει στο κέντρο των Αθηνών για να συναντήσει τους φίλους του στην εβδομαδιαία συνάντηση της Παρασκευής και η ανάλυσή του για τα εθνικά θέματα αλλά και για τα γεωπολιτικά είναι θησαυρός για όλους.
-Ο πρώην πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, Αντώνης Κουνάδης, στην ίδια κατηγορία ανήκει – αεικίνητος και αυτός, να μην τον ματιάσουμε. Διαρκώς ασχολείται με τα εσωτερικά της Ακαδημίας Αθηνών, με την ελληνική γλώσσα και τη διάσωσή της, με τα εθνικά θέματα.
-Ο Βασίλης Θεοχαράκης, ο οποίος την άλλη εβδομάδα εγκαινιάζει στο ομώνυμο ίδρυμα επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας που διευθύνει η γλυκιά σύζυγός του Μαρίνα, στις 19 Οκτωβρίου, τη νέα έκθεση ζωγραφικής του!
-Ο Κώστας Νεστορίδης, ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής – έμβλημα της ΑΕΚ, ο οποίος στα 92 του – το έλεγε η καρδούλα του – έδωσε το «παρών» στα εγκαίνια του νέου γηπέδου. Ήθελε να πατήσει το χορτάρι της Νέας Φιλαδέλφειας.
-Ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο οποίος διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής του, μέσα από περιπέτειες στέκεται όρθιος και μας παραδίδει ακόμη μαθήματα αντίστασης. Η πρόσφατη συναυλία του στο Ηρώδειο μαζί με τους απογόνους τού Νίκου Ξυλούρη γέμισε το ωδείο και προκάλεσε ρίγη συγκίνησης στους συγκεντρωθέντες. Η εμψυχωτική παρουσία του ενέπνευσε νέους μουσικούς στη Σύρο και έγινε viral στο διαδίκτυο.
-Ο Τίτος Αθανασιάδης, ο δάσκαλός μου στη δημοσιογραφία, γράφει διανύοντας κι εκείνος την όγδοη δεκαετία της ζωής του με ενθουσιασμό πρωτάρη. Και μας φωτίζει άγνωστες πτυχές της ελληνικής Ιστορίας.
-Ο Γιώργος Λιάνης, ο οποίος έγραψε προσφάτως τα κείμενα για τα εγκαίνια του γηπέδου της ΑΕΚ, ενώ προηγουμένως ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Τσιτσάνη, ακατάβλητος και αυτός. Δεν καταλαβαίνει από το χρόνο.
-Ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο διαχρονικός παρτενέρ της Μάρως Κοντού, μου έλεγαν ότι προσφάτως, αμέσως ύστερα από παράσταση σε πόλη της Αιτωλοακαρνανίας, βγήκε από τα καμαρίνια και συζητούσε με τον κόσμο, ενώ η νέα σταρ από το σίριαλ «Μέλισσες», που έπαιζε μαζί του, έμεινε κλεισμένη στο καμαρίνι της και γύρισε την πλάτη στον κόσμο.
Όλοι οι παραπάνω έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Ενώ προσφέρουν στον τόπο, δεν είναι κραυγαλέοι. Δεν παράγουν θόρυβο – το θόρυβο που παράγουν οι αγράμματοι τενεκέδες της εποχής μας.
Τα ονόματα που αναφέρω είναι ενδεικτικά. Σίγουρα ξεχνώ αγαπημένους φίλους και φίλες. Ελπίζω να με συγχωρήσουν. Το βέβαιο είναι, όμως, ότι θαυμάζω αυτή τη γενιά που δεν τα παρατά ποτέ. Που δίνει τη μάχη μέχρι τέλους. Που αφήνει το αποτύπωμά της στην πατρίδα μας. Γιατί ο καημός μου αυτός είναι, το αποτύπωμα. Και αυτοί που ζουν και θα τους έχουμε, πρώτα ο Θεός, για αρκετό καιρό μαζί μας από τη γενιά του πολέμου και αυτοί που αποχαιρετήσαμε πρόσφατα, όπως ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο Μίκης Θεοδωράκης, η Ειρήνη Παππά, ο Ζάχος Χατζηφωτίου, ο Αντώνης Λιβάνης, ο Κώστας Καζάκος, ο Σταμάτης Κόκοτας – που το καλοκαίρι τραγουδούσε στη Σχοινούσα –, ο Κώστας Βουτσάς, ο πατριώτης δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, ήταν οι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι μιας γενιάς που είχε και έχει διάρκεια. Που δεν κατεβαίνει από το τρένο.
Μιας γενιάς που αγαπούσε και αγαπά το καθήκον. Μιας γενιάς ευγενούς, του πληθυντικού, της άψογης ελληνικής γλώσσας, των άριστων γαλλικών, του καλαίσθητου ντυσίματος, της αρχοντιάς. Αντιδιαστέλλω αυτή τη γενιά με τα πρότυπα που λανσάρονται σήμερα. Και μελαγχολώ. Λένε πως όποιος αρχίζει και ζει με τις αναμνήσεις δεν καταλαβαίνει ότι στην πραγματικότητα αρχίζει να γερνά. Αυτό ίσως ίσχυε κάποτε. Όχι, όμως, πια. Να θυμάσαι τη φιλοσοφία της γενιάς του πολέμου, που έφτασε την Ελλάδα ως τα σήμερα, και να υιοθετείς τις αρχές της, είναι νεότητα. Διότι πρόκειται για μια γενιά που ξεπήδησε μέσα από τις στάχτες του πολέμου. Μια γενιά που δεν παραβίασε τη φύση και δε βιαζόταν να φτάσει με κάθε μέσο στις κορυφές.
Αντιθέτως, να υιοθετείς τις αρχές και τη φιλοσοφία αυτής της γενιάς, της τρέχουσας, από ένα σημείο και μετά φτάνει να καταντά γήρας. Γιατί στα 30 της τα έχει κάνει όλα, όπως εννοεί το «όλα» αυτή, και νιώθει ήδη γερασμένη. Τι να αντιπαραθέσεις στον αρχοντικό τρόπο με τον οποίο μιλά τα ελληνικά η Μάρω Κοντού; Τα μεικτά αγγλοελληνικά -greeklish- που ακούμε στα γνωστά τηλεπαιχνίδια των τηλεοπτικών σταθμών και αναρωτιόμαστε ποια είναι η επίσημη γλώσσα της χώρας; Τα recouple, τα single και τα applications; Τι να αντιπαραθέσεις στο μεγαλείο και στα νοήματα της μουσικής του Ξαρχάκου; Τα σκουπίδια τον θυμωμένων τράπερ, που κάνουν τα πάντα για να τραβήξουν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας;
Τι να αντιπαραθέσεις στα κείμενα του Τίτου Αθανασιάδη και του Γιώργου Λιάνη; Τα copy paste του διαδικτύου, που δεν έχουν μέσα τους ίχνος ρεπορτάζ; Τι να αντιπαραθέσεις στη σοφία του Πέτρου Μολυβιάτη; Τις ρηχές αναλύσεις νέων συνταξιούχων διπλωματών, που ακόμα και ως συνταξιούχοι δεν έχουν το ανάστημα να αντιτεθούν σε μεγάλες δυνάμεις και να υπηρετήσουν την πατρίδα τους; Τι να αντιπαραθέσεις στα «γεμάτα» τραγούδια από συναισθήματα του Βοσκόπουλου και του Κόκοτα και στη μουσική της αθωότητας και του ρομαντισμού από το σήμερα; Το θυμό, τις χυδαιότητες και τις ύβρεις, που δεν έχουν ίχνος συναισθήματος, παρά μόνο κυνισμό; Τι να αντιπαραθέσεις στον Σμαραγδή, που στα 78 του, ενώ δεν έχει να αποδείξει τίποτα σε κανέναν, τρέχει να κάνει ταινία για τον Ιωάννη Καποδίστρια, όταν στις τηλεοράσεις θριαμβεύουν τα σίριαλ με τα όπλα, τις πόρνες και τους νταβατζήδες;
Δε φοβάμαι λοιπόν καθόλου να μιλήσω για την υπερήφανη αυτή γενιά του Μεσοπολέμου, μη τυχόν χαρακτηριστώ και εγώ… γέρος. Το σύνθημά μας πρέπει να είναι η επιστροφή στα βασικά.
Αν η μία κυρίαρχη σχολή σκέψης στην πατρίδα μας, που διαπερνά πολιτικούς, δημοσιογράφους, καθηγητές πανεπιστημίων, μουσικούς, ηθοποιούς και άλλους, είναι να γίνουμε μια μεγάλη Ανώνυμη Εταιρία Διεφθαρμένων καθένας μας και να τα οικονομάμε, η άλλη σχολή σκέψης είναι αυτή, που ως μόνη σχέση με την «τιμή» έχει την τιμή του έθνους και της πατρίδας. Η οποία μάς υπερβαίνει μέσα στο χρόνο όλους. Γι’ αυτήν θα δώσουμε λογαριασμό στους επόμενους. Ας μελετήσουμε λοιπόν λίγο τους παλιούς και ας πάψουμε να τους σνομπάρουμε. Δε θα χάσουμε. Έχουμε να κερδίσουμε πολλά.