Οι μεγαλοστομίες της κυβέρνησης για το άνοιγμα του τουρισμού και την επανεκκίνηση της οικονομίας σκοντάφτουν, εκτός από τις δικές της ανεπάρκειες και στις αποφάσεις, που για τα δικά τους συμφέροντα παίρνουν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Γερμανία, μάλιστα, είναι αυτή που για άλλη μια φορά σέρνει το χορό…
Ανδρέας Καψαμπέλης
Στην Αθήνα, μπορεί οι αρμόδιοι υπουργοί να κάνουν σχέδια και να προβαίνουν σε εξαγγελίες για το πώς θα πάρει πάλι μπροστά η τουριστική βιομηχανία -από την οποία εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό (σε ποσοστό 21%) το ΑΕΠ της χώρας μας-, αλλά υπολογίζουν χωρίς τον… ξενοδόχο. Και, εν προκειμένω, το Βερολίνο, όπου η κατάσταση είναι, για διάφορους λόγους, τις τελευταίες ημέρες αρκετά μπερδεμένη.
Η στάση της Γερμανίας δεν επηρεάζει μόνο το στενά τουριστικό πεδίο ή και τα οικονομικά μεγέθη της χώρας μας. Οι παρενέργειες μπορεί να αποδειχθούν και πολιτικές, αφού ήδη αποτελεί κοινό μυστικό ότι στα παρασκήνια οι προοπτικές στο μέτωπο αντιμετώπισης της πανδημίας και επιστροφής στην κανονικότητα, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στο πότε θα στηθούν οι επόμενες κάλπες. Κατά μια ιστορική συγκυρία, μάλιστα, είναι πολύ πιθανό μέσα στους επόμενους μήνες να υπάρξει και ένα θεαματικό γερμανικό πείραμα, για τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν στην Ελλάδα…
Στην παρούσα φάση, η πολιτική ζωή στην ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης έχει γίνει, εξαιτίας και της πανδημίας, κανονικό κουβάρι. Τις προηγούμενες ημέρες, η Άγκελα Μέρκελ έζησε στιγμές έντασης σε μια τηλεδιάσκεψη με τους πρωθυπουργούς των ομόσπονδων κρατιδίων, ενώ στη συνέχεια ανακοίνωσε πιο αυστηρό lockdown εν όψει του Πάσχα των Καθολικών. Μέσα σε λίγες ώρες πήρε πίσω την απόφασή της, εξαιτίας των σφοδρών αντιδράσεων, ζητώντας και προσωπικά συγγνώμη από τους Γερμανούς.
Αυτό το οποίο όμως έχει παραμείνει αδιευκρίνιστο, είναι τι θα γίνει με το θέμα της απαγόρευσης των ταξιδιών για τους Γερμανούς σε όλη τη διάρκεια του 2021, όπως επίσης ανακοίνωσε η Μέρκελ, επικαλούμενη το τρίτο κύμα του κορωνοϊού και ρίχνοντας πραγματική «βόμβα». Αν και αναγνωρίζεται ότι υπάρχουν συνταγματικά ζητήματα σχετικά με την ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών, η γερμανική κυβέρνηση αναζητά «νομικούς τρόπους» που θα τη βοηθήσουν προς την κατεύθυνση αυτή, σε συνδυασμό με την παράλληλη ενίσχυση του εσωτερικού τουρισμού. Και μόνο, πάντως, η οδηγία αυτή για το «κλείσιμο» των τουριστικών συνόρων, αποτελεί βαρύτατο πλήγμα για τη χώρα μας, έστω και αν μέχρι στιγμής υποτιμάται επισήμως από την κυβέρνηση.
Η Γερμανία είναι η πρώτη χώρα σε αφίξεις τουριστών στην Ελλάδα, η οποία προσείλκυσε 3,5 εκατομμύρια ταξιδιώτες το 2019 και ένα εκατομμύριο πέρυσι, που έφεραν 2,5 δισ. και 749.000.000 εισπράξεις, το 2019 και το 2020 αντίστοιχα. Ο κίνδυνος να μηδενιστούν φέτος είναι ορατός, ενώ και η Βρετανία -που αποτελεί τη δεύτερη σημαντικότερη αγορά για τον ελληνικό τουρισμό- επέκτεινε τουλάχιστον έως τον Ιούνιο την απαγόρευση ταξιδιών αναψυχής στο εξωτερικό.
Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο, η μόνη λύση που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση είναι η σύναψη διακρατικών συμφωνιών με χώρες εκτός Ευρώπης, όπως το Ισραήλ, αλλά χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο ότι θα γίνει στο τέλος ικανοποιητικό «ταμείο».
Η υπόθεση του τουρισμού ήταν έως τώρα σανίδα σωτηρίας, προκειμένου να μπορέσει η οικονομία μας να πάρει κάποιες γερές ανάσες και να αποφύγει την πλήρη ασφυξία. Με βάση μάλιστα και την εκτίμηση, ότι η τουριστική κίνηση θα κυμανθεί φέτος γύρω στο 50% του 2019, στο Μέγαρο Μαξίμου είχαν αναπτερωθεί και οι ελπίδες για πολιτική ανάκαμψη της κυβέρνησης ύστερα από τη φθορά εξαιτίας λανθασμένων χειρισμών της τελευταίας περιόδου.
Το ερώτημα που έχει τεθεί τώρα, σύμφωνα με πληροφορίες, είναι κατά πόσον αυτή η νέα δυσμενής προοπτική αφαιρεί από το χάρτη των διαθέσιμων επιλογών για εκλογές το φθινόπωρο και κάνει πιο ασφυκτικά τα χρονοδιαγράμματα -αν ριφθεί ο κύβος για τέτοια απόφαση- μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού.
Η ατυχία για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι, ότι η Μέρκελ κάνει αυτά τα σλάλομ στην αντιμετώπιση της πανδημίας εξαιτίας του μεγάλου άγχους που την έχει καταλάβει, εν όψει των εκλογών στη χώρα της το ερχόμενο φθινόπωρο. Αν και η ζημιά που έχει υποστεί η γερμανική οικονομία λόγω του κορωνοϊού δεν είναι τόσο μεγάλη -και πάντως πολύ πιο διαχειρίσιμη σε σχέση με άλλων χωρών, όπως η δική μας- η κοινή γνώμη έχει αρχίσει να εκδηλώνει έντονη δυσφορία, η οποία καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις.
ΤΟ «ΠΕΙΡΑΜΑ» ΤΗΣ ΜΕΡΚΕΛ
ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΛΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Η Άγκελα Μέρκελ δεν πρόκειται να είναι πάλι υποψήφια καγκελάριος, αλλά ο εφιάλτης που έχει μπροστά της είναι άλλος. Για πρώτη φορά, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, αν και παραμένει πρώτο, βλέπει τα ποσοστά του να υποχωρούν κάτω από το 30%, μολονότι σε γενικές γραμμές δεν υπάρχουν μείζονα προβλήματα που να δικαιολογούν κάτι τέτοιο. Ήδη, σε πρόσφατες τοπικές εκλογές, υπέστη σημαντική ήττα.
Όμως, ακόμη και το γεγονός ότι μερικούς μήνες πριν από τις κάλπες δεν έχει οριστεί ο υποψήφιος καγκελάριος, παίζει σημαντικό ρόλο στην ψυχολογία των Γερμανών ψηφοφόρων. Η δε συνεχιζόμενη δημοσκοπική πτώση έχει προκαλέσει αναταραχή διότι -λόγω του συστήματος της απόλυτης απλής αναλογικής που ισχύει στη Γερμανία- αυτό θέτει πλέον στο τραπέζι και το ενδεχόμενο να προκύψει από τις κάλπες κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά χωρίς το CDU, έστω κι αν είναι πρώτο κόμμα.
Αυτός είναι πλέον και ο στόχος του νυν εταίρου της Μέρκελ, των Σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι, αν και έχουν βουλιάξει στην τρίτη θέση με ποσοστά κάτω του 20%, ελπίζουν ότι η φθορά των Χριστιανοδημοκρατών τελικά θα είναι τέτοια -ύστερα από 16 χρόνια πλήρους κυριαρχίας- που θα επιτρέψει στο κόμμα τους το σχηματισμό κεντροαριστερής κυβέρνησης μαζί με τους (ανερχόμενους) Πράσινους και τους Φιλελευθέρους.
Το πείραμα αυτό, εξ αντανακλάσεως ενδιαφέρει άμεσα και την Ελλάδα, εφόσον – λόγω της απλής αναλογικής που θα εφαρμοστεί –, αν η Ν.Δ. πέσει κάτω από τα επίπεδα του 34%-35% στις επόμενες εκλογές, ακόμη κι αν είναι πρώτο κόμμα με διαφορά, θα είναι υπό προϋποθέσεις εφικτός ο σχηματισμός κυβέρνησης χωρίς αυτήν…