Μία εθνικά θανατηφόρα ιδεοληψία
Είναι κοινός τόπος, ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει οξύ δημογραφικό πρόβλημα. Υπό το κράτος της ιδεοληψίας περί πολυπολιτισμικής κοινωνίας, κάποιες ελίτ στην Ελλάδα (και ευρύτερα στην Ευρώπη) θεωρούν ότι το δημογραφικό θα λυθεί με τη μετανάστευση. Κι όταν μιλάνε για μετανάστευση, αναφέρονται σ’ αυτή που συμβαίνει, δηλαδή την παράνομη κι ανεξέλεγκτη μετανάστευση μουσουλμάνων από την Ασία και την Αφρική.
Γράφει ο Σταύρος Λυγερός*
© slpress.gr
Εγκλωβισμένοι στην ιδεοληψία περί πολυπολιτισμικής κοινωνίας, υποβαθμίζοντας ή και ισοπεδώνοντας την έννοια του έθνους, οι ίδιοι αυτοί κύκλοι, που κυριαρχούν στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, δείχνουν να μη διδάσκονται τίποτα από την παταγώδη διάψευση των ομοϊδεατών τους στην Ευρώπη. Μεταπολεμικά, οι Ευρωπαίοι φιλελεύθεροι πίστευαν ακράδαντα, ότι η ένταξη των Ασιατών και Αφρικανών μεταναστών από τις πρώην αποικίες τους στην παραγωγική διαδικασία θα οδηγούσε σύντομα, όχι μόνο στην κοινωνική ενσωμάτωση, αλλά και στην αφομοίωσή τους, με ευεργετικές επιπτώσεις στο δημογραφικό της Γηραιάς Ηπείρου.
Είχαν αλαζονικά υποτιμήσει τη δύναμη της ισλαμικής ταυτότητας, τη δύναμη της πολιτισμικής διαφοράς. Χρειάστηκε να παρέλθουν δεκαετίες και να «σπάσουν τα μούτρα τους», για να αρχίσουν να προσγειώνονται ανωμάλως.
Στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις έχουν παγιωθεί άτυπα γκέτο μουσουλμάνων που, αντί να λύνουν το δημογραφικό, λειτουργούν σαν παράλληλες μικροκοινωνίες, και μάλιστα σε αντίφαση με την ευρύτερη κοινωνία. Η ενσωμάτωση των μουσουλμανικών κοινοτήτων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι από πολύ δύσκολη έως αδύνατη. Δεν είναι τυχαίο ότι, σε πρώην αποικιοκρατικές χώρες, όπως η Βρετανία και η Γαλλία, όπου υπάρχουν μουσουλμανικές κοινότητες τρίτης και τέταρτης γενιάς, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός αναπτύσσεται.
Ενδεικτική της ιδεοληψίας αυτών των κύκλων είναι η δήλωση του τότε προέδρου της Κομισιόν Γιούνκερ όταν η ισλαμική τρομοκρατία είχε πλήξει το Παρίσι και τις Βρυξέλλες. Είχε αναρωτηθεί δημοσίως με εμφανή έκπληξη πώς γίνεται νέοι μουσουλμάνοι που γεννήθηκαν στην Ευρώπη, φοίτησαν σε ευρωπαϊκά σχολεία και συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή να γίνονται τζιχαντιστές. Στη συνέχεια, είχε ομολογήσει ότι καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει να επιδείξει επιτυχίες στον τομέα της ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων, αλλά αντί να βγάλει το σωστό συμπέρασμα, υπεξέφυγε, αποδίδοντας την εν λόγω αποτυχία σ’ όσους αρνούνται να αποδεχθούν και να ενσωματώσουν τους μουσουλμάνους που βρίσκονται πολλά χρόνια στην Ευρώπη!
Η ερμηνεία του είναι δέσμια της «πολιτικής ορθότητας» και ως εκ τούτου απελπιστικά μονομερής. Προφανώς, υπάρχουν ξενοφοβικές και ρατσιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη. Προφανώς, υπάρχουν διακρίσεις. Δεν είναι, όμως, αυτός ο βασικός και πολύ περισσότερο ο αποκλειστικός λόγος της μη ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων. Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις σουνιτών με καλές σπουδές και καριέρες στη Δύση, οι οποίοι για ιδεολογικούς λόγους προσχώρησαν στον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Όπως, επίσης, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις νεαρών μουσουλμάνων που προέρχονται από υποβαθμισμένες συνοικίες και έχουν ποινικό μητρώο, οι οποίοι βρήκαν νόημα ζωής στον ισλαμικό φονταμενταλισμό και στη συνέχεια κάποιοι από αυτούς στρατεύθηκαν στην ισλαμική τρομοκρατία.
ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ
Παρά τα μαθήματα που μας δίνει η πραγματικότητα, οι υποστηρικτές του μοντέλου της πολυπολιτισμικής κοινωνίας – όλοι αυτοί που υποστηρίζουν πως οι μουσουλμάνοι μετανάστες θα λύσουν το δημογραφικό πρόβλημα της Ευρώπης – συνεχίζουν να υποτιμούν την ιδιαιτερότητα και τη δύναμη της ισλαμικής ταυτότητας. Αγνοούν ότι το Ισλάμ δεν είναι απλή θρησκεία. Είναι ταυτοχρόνως και δικαιϊκό σύστημα που καθορίζει τον τρόπο ζωής των πιστών. Δικαιϊκό σύστημα, μάλιστα, ασύμβατο με τις φιλελεύθερες συνταγματικές αρχές, με το νομικό πολιτισμό και με τα ήθη των δυτικών κοινωνιών.
Για τον πιστό μουσουλμάνο που ζει στη Δύση, η ασυμβατότητα αυτή είναι πηγή αντιφάσεων. Ή θα πρέπει να παραβιάζει την πίστη του ή θα πρέπει να παραβιάζει τις νομικές υποχρεώσεις που έχει ως πολίτης. Συνήθως, αυτές τις αποδέχεται μόνο προσχηματικά. Για το φανατικό ισλαμιστή δεν υφίσταται καν αντίφαση. Γι’ αυτόν σημείο αναφοράς είναι το Κοράνι και η Σαρία (ισλαμικός νόμος). Το σύνταγμα και οι νόμοι του δυτικού κράτους στο οποίο ζει είναι απορριπτέοι και περιφρονητέοι. Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι όποιος προσχωρεί στον ισλαμικό φονταμενταλισμό δεν είναι απλός παραβάτης ενός νόμου. Είναι αρνητής συνολικά των δυτικών αξιών, καθώς και των νομικών και ηθικών παραγώγων τους.
Σε ακραίες περιπτώσεις η ένταση της ισλαμικής ταυτότητας προσλαμβάνει διαστάσεις απόρριψης της κοινωνίας, και σε ακόμα πιο ακραίες διαστάσεις ενεργού εχθρότητας. Οι τζιχαντιστές ουσιαστικά θέτουν τον εαυτό τους εκτός της κοινωνίας στην οποία μεγάλωσαν. Για την ακρίβεια, τη θεωρούν θρησκευτικό και πολιτισμικό εχθρό τους. Όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, μπορούν να σκοτώσουν ακόμα και γείτονες και συμμαθητές τους. Γι’ αυτό και, όταν πραγματοποιούν τρομοκρατικές επιθέσεις, εκλαμβάνουν το θρήνο και την αγανάκτηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, σαν επιβεβαίωση της σημασίας που είχε η πράξη τους στο πλαίσιο του «ιερού πολέμου».
Προφανώς, αυτή είναι η στάση μίας ακραίας μειονότητας εντός των μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Ευρώπη. Προφανώς, η μεγάλη πλειονότητα δεν ερωτοτροπεί με την τρομοκρατία. Αγωνίζεται καθημερινά για μία καλύτερη ζωή. Αλλά και στους κόλπους αυτής της φιλειρηνικής πλειονότητας των μουσουλμάνων, είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού η δυσανεξία της ισλαμικής ταυτότητας για το δυτικό τρόπο ζωής. Και είναι ακριβώς αυτή που τους ωθεί σε γκετοποίηση.
Είναι ενδεικτικό ότι οι Έλληνες, Ιταλοί, Ισπανοί, Πορτογάλοι και Γιουγκοσλάβοι, που μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχαν πάει εργάτες στην τότε Δυτική Γερμανία, ενσωματώθηκαν πλήρως. Μόνο οι Τούρκοι παραμένουν ακόμα σήμερα, μετά από 70 και χρόνια, σε ένα είδος γκέτο, παρότι προέρχονταν από μία μουσουλμανική χώρα με κοσμικό καθεστώς. Και σήμερα οι μουσουλμάνοι μετανάστες στην Ευρώπη έχουν την τάση να γκετοποιούνται. Αλλά, και όταν εντάσσονται, συνήθως εντάσσονται επιφανειακά στο δυτικό τρόπο ζωής. Ζητήματα όπως π.χ. η μπούργκα είναι εκδηλώσεις της αντίφασης ανάμεσα στη σκληροπυρηνική ισλαμική ταυτότητα και σε βασικές δυτικές αξίες.
ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η εν λόγω πολιτισμική αντίφαση προκαλεί μία επιφύλαξη των δυτικών κοινωνιών έναντι του Ισλάμ που έχει εγκατασταθεί στο εσωτερικό τους. Η επιφύλαξη, όμως, θα ήταν περιορισμένη και αβαθής, εάν δεν την παρόξυνε η ισλαμική τρομοκρατία και η εντύπωση ότι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός (ακραία εκδοχή του οποίου είναι η ισλαμική τρομοκρατία) είναι ατύπως νομιμοποιημένος εντός των μουσουλμανικών κοινοτήτων.
Το σύγχρονο κύμα ισλαμοφοβίας δεν πηγάζει από θρησκευτική αντιπαλότητα. Στη Δύση η θρησκευτική πίστη και λατρεία είναι ιδιωτική υπόθεση και κατά κανόνα σεβαστή. Πηγάζει από τη συνειδητοποίηση ότι τουλάχιστον η ακραία εκδοχή της ισλαμικής ταυτότητας είναι ασύμβατη με τις δυτικές αξίες και το δυτικό τρόπο ζωής. Αυτός είναι και ο λόγος που το μοντέλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας έχει εισέλθει σε υπαρξιακή κρίση και ως εκ τούτου δε συνιστά λύση για το δημογραφικό.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η καταγγελία της ισλαμοφοβίας δεν αρκεί για να αναχαιτίσει ένα φαινόμενο, το οποίο πηγάζει και τροφοδοτείται από υπαρκτές και φορτισμένες πολιτισμικές αντιφάσεις. Ο φορμαλισμός του «πολιτικά ορθού» δεν κάνει τον κόπο να κατανοήσει αυτές τις αντιφάσεις και τα βαθύτερα ρεύματα που παράγουν. Αρκείται να κουνάει το δάκτυλο και να καταγγέλλει σαν ξενόφοβο και ρατσιστή όποιον διαπιστώνει το πρόβλημα.
Με τον τρόπο αυτό, όμως, όχι μόνο δεν αναχαιτίζεται η ισλαμοφοβία, αλλά παροξύνεται. Η ιστορία είναι γεμάτη από διάφορους τύπους ζηλωτών, οι οποίοι με τη στάση τους έφεραν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Αυτή η παρενέργεια, ωστόσο, είναι ασήμαντη συγκριτικά με την κυρίαρχη ιδεοληψία, ότι η παράνομη και ανεξέλεγκτη μετανάστευση μουσουλμάνων θα λύσει το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας.
*Ο Σταύρος Λυγερός έχει εργασθεί σε εφημερίδες (για 23 χρόνια στην Καθημερινή), ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Σήμερα είναι πολιτικός – διπλωματικός σχολιαστής στον τηλεοπτικό σταθμό OPEN και διευθυντής του ιστότοπου SLpress.gr. Συγγραφέας 16 βιβλίων. Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973.