Ο Καναδάς και η Γερμανία λένε, ότι μια νέα συμφωνία υδρογόνου θα ξεκινήσει μια διατλαντική αλυσίδα εφοδιασμού υδρογόνου, με τις πρώτες παραδόσεις να αναμένονται σε μόλις τρία χρόνια.
Ο υπουργός Φυσικών Πόρων, Τζόναθαν Γουίλκινσον, και ο Γερμανός αντικαγκελάριος, Ρόμπερτ Χάμπεκ, υπέγραψαν τη συμφωνία την Τρίτη 23 Αυγούστου στην πόλη-λιμάνι του Στέφενβιλ, NL, όπου παρευρέθηκαν σε εμπορική έκθεση υδρογόνου μαζί με τον πρωθυπουργό Τζάστιν Τρουντό και τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς. Η πεντασέλιδη συμφωνία είναι μια «δήλωση προθέσεων» για τη δημιουργία συμμαχίας υδρογόνου μεταξύ των δύο χωρών.
«Ο κόσμος θα χρειαστεί ενέργεια τις επόμενες δεκαετίες», είπε ο Τρουντό. «Θα χρειαστεί επίσης να βεβαιωθούμε ότι αυτή η ενέργεια είναι πράσινη». Ανέφερε τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα σε έργα πράσινης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένου αυτού που σχεδιάζεται στο Stephenville, ως απόδειξη ότι η συμφωνία μπορεί να επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους της.
Ο Καναδάς είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την αύξηση της παραγωγής υδρογόνου και η Γερμανία θα επικεντρωθεί κυρίως σε ένα ναυτιλιακό διάδρομο για τη μεταφορά του στον Ατλαντικό.
Αν και η Ρωσία δεν κατονομάζεται στη συμφωνία, η συμφωνία αφορά τόσο την ενέργεια όσο και την αποστολή ενός μηνύματος στον Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, ότι η εποχή της χώρας του ως παγκόσμιας ενεργειακής υπερδύναμης κινδυνεύει. Η Γερμανία αναζητά μακροπρόθεσμες ενεργειακές αντικαταστάσεις για ορυκτά καύσιμα, τόσο για να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της για το κλίμα όσο και για να τερματίσει την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία.
Ο Scholz είπε ότι υπάρχουν σχέδια για αύξηση της παραγωγικής ικανότητας, αλλά η πλειονότητα των αναγκών της Γερμανίας σε υδρογόνο θα πρέπει να καλυφθεί από εισαγωγές. Ακόμη και η εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου από χώρες εκτός της Ρωσίας δε θα είναι αρκετή, είπε.
«Μακροπρόθεσμα, το πραγματικό δυναμικό βρίσκεται στο πράσινο υδρογόνο από τις πλούσιες σε ανέμους, αραιοκατοικημένες επαρχίες του Ατλαντικού», είπε ο Scholz. Ο Wilkinson είπε σε συνέντευξή του, την Τρίτη 23 Αυγούστου, ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η συμφωνία συμβαίνει τώρα λόγω του Πούτιν και της εισβολής στην Ουκρανία.
«Πρόκειται να κάνουμε αυτές τις συζητήσεις για το υδρογόνο λόγω της ενεργειακής μετάβασης ούτως ή άλλως, αλλά δε θα τις είχαμε προγραμματίσει τόσο γρήγορα», είπε. «Σχεδόν όλα τα έργα που βλέπουμε στον Ατλαντικό Καναδά έχουν πραγματοποιηθεί στον απόηχο της εισβολής. Αυτό είναι μέρος μιας στρατηγικής για τους Γερμανούς – και τελικά για όλη την Ευρώπη – να λένε, «Δεν πρόκειται να εξαρτηθούμε ξανά από τη Ρωσία».
Και οι δύο κυβερνήσεις είναι ξεκάθαρες, ότι αυτή η συμφωνία δε θα λύσει την άμεση επιθυμία της Γερμανίας να απογαλακτιστεί από τη Ρωσία σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο – μια αναγκαιότητα, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει απειλήσει την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια. Αν και ο Καναδάς, δεν παράγει επί του παρόντος σχεδόν καθόλου υδρογόνο, που να ταιριάζει με τους στόχους της συμφωνίας, και οι δύο χώρες πιστεύουν ότι ένας νέος εμπορικός διάδρομος υδρογόνου μπορεί να λειτουργήσει «πολύ πριν από το 2030» και οι πρώτες παραδόσεις είναι δυνατές το 2025.
Αυτό θα απαιτούσε την υλοποίηση καναδικών έργων για επανεξέταση και έκδοση αδειών, για να κατασκευαστεί και να παραχθεί καύσιμο και να αναπτυχθούν εφικτές επιλογές αποστολής εντός τριών ετών. «Οι (ρυθμιστικές) διαδικασίες πρέπει να γίνουν αυστηρά και σωστά», είπε ο Τρουντό.
Η EverWind Fuels, η εταιρεία με έδρα τη Νέα Σκωτία πίσω από την ανάπτυξη του Stephenville, σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει την αιολική ενέργεια για να δημιουργήσει υδρογόνο και αμμωνία. Αυτή η αμμωνία θα αποσταλεί στη Γερμανία, όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο για να αντικαταστήσει το φυσικό αέριο ή να μετατραπεί ξανά σε υδρογόνο.
Ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος, Trent Vichie, δήλωσε σε συνέντευξή του, ότι η επίδειξη υποστήριξης και από τις δύο κυβερνήσεις είναι κρίσιμη, αλλά προειδοποίησε ότι υπάρχουν διδάγματα που πρέπει να αντληθούν από την αποτυχία ανάπτυξης της ικανότητας παραγωγής και εξαγωγής υγρού φυσικού αερίου. Η διμερής συμφωνία δεν αναφέρει πόση ποσότητα υδρογόνου πιστεύουν ότι θα μπορούσε να αποστείλει συνολικά ο Καναδάς μέχρι το 2025.
Ο Καναδάς σκοπεύει να στηριχθεί σε υπάρχοντα προγράμματα χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένου του Ταμείου Καθαρών Καυσίμων αξίας 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά θα βάλει επιπλέον δολάρια στο τραπέζι όταν ή εάν χρειαστεί, είπε ο Wilkinson.
© The Canadian Press