Το Κεμπέκ προτείνει νέο σύστημα προτεραιοποίησης ασθενών ◘ Αντιδράσεις για την ισότητα στην πρόσβαση στην υγεία
Μια ριζοσπαστική πρόταση του Υπουργείου Υγείας του Κεμπέκ, απειλεί να ανατρέψει το υπάρχον μοντέλο πρόσβασης στις υπηρεσίες οικογενειακής ιατρικής, ανοίγοντας ένα διάλογο που αγγίζει τα θεμέλια της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας και της διαχείρισης των δημόσιων πόρων στον τομέα της υγείας.
Σύμφωνα με το νέο σχέδιο, οι ασθενείς θα ταξινομούνται σε τέσσερις κατηγορίες με βάση την πολυπλοκότητα και τη σοβαρότητα της υγειονομικής τους κατάστασης. Κάθε κατηγορία θα αντιπροσωπεύεται από ένα χρώμα – πράσινο, κίτρινο, πορτοκαλί και κόκκινο – και οι οικογενειακοί γιατροί θα αμείβονται ετησίως ανάλογα με το επίπεδο της φροντίδας που απαιτείται:
◙ Πράσινοι ασθενείς (καλή γενική υγεία): $12 ετησίως
◙ Κίτρινοι ασθενείς (ήπιες χρόνιες παθήσεις): $74 ετησίως
◙ Πορτοκαλί ασθενείς (μέτριες χρόνιες ή επαναλαμβανόμενες παθήσεις): $124 ετησίως
◙ Κόκκινοι ασθενείς (σοβαρά και σύνθετα προβλήματα υγείας): $223 ετησίως
Το προτεινόμενο μοντέλο έχει ως δηλωμένο στόχο την αύξηση της πρόσβασης σε οικογενειακούς γιατρούς, ειδικά για τα πλέον ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού, και την ορθολογικότερη διαχείριση των υπαρχόντων ιατρικών πόρων. Παράλληλα, φιλοδοξεί να προσφέρει κίνητρα στους γιατρούς, ώστε να αναλαμβάνουν ασθενείς με πιο απαιτητικές υγειονομικές ανάγκες, καλύπτοντας έτσι ένα σημαντικό κενό στην πρωτοβάθμια φροντίδα.
Ωστόσο, η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος φέρνει μαζί της και μια σειρά σοβαρών προβληματισμών και προκλήσεων.
Η κυριότερη ανησυχία είναι ότι με τη ρητή κατηγοριοποίηση των ασθενών, το σύστημα κινδυνεύει να οδηγήσει σε νέα είδη ανισοτήτων. Οι πολίτες με ελαφρύτερα ή λιγότερο άμεσα προβλήματα υγείας – οι πράσινοι και κίτρινοι ασθενείς – ενδέχεται να μείνουν στο περιθώριο, καθώς οι γιατροί, ενθαρρυμένοι από το υψηλότερο οικονομικό κίνητρο, θα προτιμούν να αναλαμβάνουν ασθενείς υψηλότερων κατηγοριών.
Παράλληλα, δημιουργείται και μια νέα, αμφιλεγόμενη δυναμική: η άμεση σύνδεση της υγειονομικής ανάγκης με την οικονομική ανταμοιβή για τους γιατρούς. Ενώ η διαφοροποίηση της αμοιβής μπορεί να θεωρηθεί λογική από την άποψη του φόρτου εργασίας – αφού οι πιο σοβαροί ασθενείς απαιτούν περισσότερες επισκέψεις, παραπομπές, εξετάσεις και διαχείριση χρόνιων θεραπειών – η εισαγωγή μιας τόσο έντονης οικονομικής διάκρισης μπορεί να πλήξει το θεμελιώδη ανθρωπιστικό χαρακτήρα της ιατρικής περίθαλψης.
Αναλυτές του χώρου της υγείας επισημαίνουν ότι το σύστημα αυτό, ενώ φαινομενικά αποσκοπεί στη δικαιότερη διανομή των υπηρεσιών, ενδέχεται να οδηγήσει σε φαινόμενα «υγειονομικής προτεραιοποίησης» όπου η ανάγκη του ασθενούς θα αξιολογείται όχι μόνο με βάση τα ιατρικά κριτήρια αλλά και μέσα από το πρίσμα του οικονομικού συμφέροντος.
Επιπλέον, η πρακτική εφαρμογή ενός τόσο πολύπλοκου συστήματος κατηγοριοποίησης απαιτεί αυξημένη γραφειοκρατική διαχείριση και εγείρει ερωτήματα, σχετικά με το πώς ακριβώς θα γίνεται η αξιολόγηση των ασθενών.
Θα είναι οι γιατροί που θα αποφασίζουν το χρώμα κάθε ασθενούς; Θα εμπλέκονται διοικητικές επιτροπές; Πώς θα αποφεύγονται τα λάθη, οι αδικίες ή ακόμα και οι καταχρήσεις;
Ανησυχίες έχουν εκφραστεί και για τις πιθανές επιπτώσεις στην ψυχολογία των ασθενών. Η ένταξη σε μια κατηγορία «κόκκινου» ή «πορτοκαλί» ασθενούς μπορεί να επιδράσει αρνητικά στη διάθεση και την αυτοεκτίμηση κάποιων ατόμων, ειδικά αν αισθανθούν ότι στιγματίζονται λόγω της υγείας τους.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αναγνωριστεί ότι το σημερινό σύστημα έχει φτάσει στα όρια του. Με περισσότερους από 1 εκατομμύριο κατοίκους του Κεμπέκ να μην έχουν οικογενειακό γιατρό και τη ζήτηση να υπερβαίνει μακράν την προσφορά, η ανάγκη για μια ριζική αναδιοργάνωση είναι αδιαμφισβήτητη. Οι χρόνιες ασθένειες αυξάνονται, ο πληθυσμός γερνά, και τα ήδη υπερφορτωμένα επείγοντα περιστατικά των νοσοκομείων δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη συνεχή και προληπτική φροντίδα που προσφέρει ένας οικογενειακός γιατρός.
Η Ομοσπονδία Γενικών Ιατρών του Κεμπέκ (Fédération des médecins omnipraticiens du Québec) έχει μπει σε εντατικές διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση, με στόχο να εξασφαλίσει ότι το νέο μοντέλο θα εφαρμοστεί με δίκαιο και ισορροπημένο τρόπο, διασφαλίζοντας ότι κανένας πολίτης δε θα αφεθεί χωρίς την αναγκαία φροντίδα, ανεξαρτήτως του «χρώματος» που θα του αποδοθεί.
Σημαντικό είναι να σημειωθεί, ότι η πρόταση του Κεμπέκ δεν είναι μοναδική σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε άλλες δικαιοδοσίες, όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Αυστραλία, έχουν εφαρμοστεί παρόμοια μοντέλα προτεραιοποίησης ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Εκεί έχει φανεί ότι η επιτυχία τέτοιων προγραμμάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ευελιξία τους, την ποιότητα της αρχικής αξιολόγησης, καθώς και από τη συνεχή παρακολούθηση και προσαρμογή τους.
Η κοινωνία του Κεμπέκ καλείται να απαντήσει σε θεμελιώδη ερωτήματα: Πρέπει το κράτος να επενδύει περισσότερους πόρους στους ασθενέστερους; Είναι αποδεκτό να δημιουργούνται διαβαθμίσεις στην πρόσβαση με βάση την ανάγκη; Πώς διατηρείται η ισότητα όταν οι ανάγκες είναι τόσο διαφορετικές;
Εν κατακλείδι, η πρόταση του Υπουργείου Υγείας του Κεμπέκ αποτελεί ένα τολμηρό βήμα προς την κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης ενός συστήματος που δοκιμάζεται. Όμως, η επιτυχία της δε θα κριθεί μόνο από την αποτελεσματικότητα ή την εξοικονόμηση πόρων. Θα κριθεί κυρίως από το κατά πόσον μπορεί να διατηρήσει τον ανθρωπιστικό πυρήνα της ιατρικής φροντίδας – ένα σύστημα όπου κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως κατηγορίας, νιώθει ότι λαμβάνει την προσοχή και το σεβασμό που του αξίζει.
Ο διάλογος μόλις ξεκίνησε. Και η τελική απόφαση θα αποτυπώσει όχι μόνο την πολιτική στρατηγική του Κεμπέκ αλλά και το ποια αξιώματα περί δικαιοσύνης και ανθρωπιάς θέλει να υπηρετεί η κοινωνία του.