Σε μια εποχή αυξανόμενης γεωπολιτικής αστάθειας και επανεξοπλισμού σε διεθνές επίπεδο, η κυβέρνηση Legault στο Κεμπέκ επιλέγει να στραφεί με στρατηγικό και φιλόδοξο τρόπο προς την αμυντική βιομηχανία.
Η Christine Fréchette, υπουργός Οικονομίας, Καινοτομίας και Ενέργειας του Κεμπέκ, δήλωσε πρόσφατα πως η άμυνα αποτελεί πλέον μία από τις τρεις κορυφαίες προτεραιότητές της. Η δήλωση αυτή, που έγινε κατά τη διάρκεια εκδήλωσης του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Μόντρεαλ, επιβεβαιώνει μία πολιτική στροφή που μπορεί να αλλάξει το βιομηχανικό χάρτη της επαρχίας.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ
ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
Μία από τις πιο ουσιαστικές αλλαγές είναι η τροποποίηση του κανονισμού του Investissement Québec (IQ), του επενδυτικού βραχίονα της επαρχίας, που πλέον επιτρέπεται να χρηματοδοτεί επιχειρήσεις του τομέα της άμυνας – κάτι που στο παρελθόν απαγορευόταν. Η υπουργός Fréchette ξεκαθάρισε, ωστόσο, ότι η στήριξη αυτή αφορά αποκλειστικά μη αμφιλεγόμενα αμυντικά έργα και εξοπλισμούς που απευθύνονται σε συμμάχους του Καναδά. «Δεν τίθεται θέμα χρηματοδότησης της παραγωγής ναρκών κατά προσωπικού», ξεκαθάρισε χαρακτηριστικά.
Η IQ βρίσκεται ήδη στη διαδικασία σύνταξης μιας επίσημης οδηγίας, που θα καθοδηγεί τα επενδυτικά κριτήρια στον τομέα της άμυνας. Η νέα πολιτική αποσκοπεί στο να αξιοποιήσει υπάρχουσες τεχνολογικές και παραγωγικές δυνατότητες του Κεμπέκ, οι οποίες σχετίζονται με κλάδους όπως η αεροναυπηγική, η αεροδιαστημική, η ναυπηγική και η κυβερνοασφάλεια.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΕΜΠΕΚ:
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ
Το Κεμπέκ, ως μια σχετικά μικρή οικονομία που εξαρτάται από τις διεθνείς αγορές, καλείται να διαφοροποιήσει τις δραστηριότητές του για να μειώσει τον κίνδυνο εξάρτησης. Η Fréchette εξήγησε, ότι η οικονομική στρατηγική της επαρχίας στοχεύει όχι στην απομάκρυνση από τις παραδοσιακές αγορές – όπως η αμερικανική – αλλά στην ενίσχυση της παρουσίας του Κεμπέκ σε τομείς υψηλής τεχνολογίας που σχετίζονται με την άμυνα. Ο αμερικανικός αμυντικός τομέας υπολογίζεται στα 9 δισεκατομμύρια δολάρια, μέγεθος που καθιστά αναγκαία τη στοχευμένη διείσδυση, με το Κεμπέκ να διεκδικεί το μερίδιό του.
Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΕΡΙΓΥΡΟΣ
ΚΑΙ Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Η συγκυρία είναι ευνοϊκή. Ο Καναδάς έχει δεσμευτεί να αυξήσει τις στρατιωτικές του δαπάνες ώστε να φθάσουν το 2% του ΑΕΠ έως το 2033 – στόχος του ΝΑΤΟ. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι ο ομοσπονδιακός αμυντικός προϋπολογισμός θα διπλασιαστεί, από 41 δισ. δολάρια το 2024-2025 σε 81,9 δισ. δολάρια το 2032-2033. Ο Mark Carney, υποψήφιος στις ομοσπονδιακές εκλογές, έχει δεσμευτεί ότι θα πετύχει αυτό το στόχο ακόμα νωρίτερα – το 2030.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε μέσω του προγράμματος Re-Arm Europe επένδυση 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση της ασφάλειας της ηπείρου. Σύμφωνα με την Fréchette, σε πρόσφατη συνάντηση με τον Καναδό ύπατο αρμοστή στο Ηνωμένο Βασίλειο, Ralph Goodale, συζητήθηκαν τα περιθώρια συνεργασίας Καναδά-Ε.Ε. στον αμυντικό τομέα. Εκπρόσωποι της ΕΕ τόνισαν ότι η επιτυχία αυτών των επενδύσεων εξαρτάται από τη συνεργασία με εταίρους που διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία – κάτι που το Κεμπέκ διαθέτει.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ
Ο Mehran Ebrahimi, διευθυντής του Observatoire international de l’aéronautique et de l’aviation civile στο UQAM, σημειώνει ότι η επιτυχία αυτής της στρατηγικής εξαρτάται από τη συνεργασία πολλών κλάδων και φορέων. «Η αμυντική στρατηγική δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε απομόνωση» δηλώνει. «Χρειάζεται διακλαδική προσέγγιση και εθνικός συντονισμός».
Ο ίδιος τονίζει ότι το Κεμπέκ έχει ήδη πλεονεκτήματα σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η αεροναυπηγική και η κυβερνοασφάλεια. «Τα drones, για παράδειγμα, απαιτούν συνδυασμό αυτών των τεχνολογιών, και εκεί έχουμε εξαιρετική τεχνογνωσία» επισημαίνει.
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ
Η μεταστροφή αυτή του Κεμπέκ δεν αποτελεί απλώς μια επενδυτική επιλογή. Είναι μια πολιτική κίνηση που θέτει την επαρχία στο χάρτη των στρατηγικών παικτών στο χώρο της άμυνας, με προοπτική να γίνει κέντρο καινοτομίας και παραγωγής στην καρδιά της Βόρειας Αμερικής. Με σχέδιο, συνεργασίες και διαφάνεια, το Κεμπέκ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον οικονομικό ρεαλισμό και τις ηθικές προκλήσεις, που αναπόφευκτα συνοδεύουν το στρατιωτικό τομέα.
Το ερώτημα που απομένει είναι αν αυτή η στρατηγική θα αποδώσει καρπούς σε μια παγκόσμια συγκυρία που αλλάζει ραγδαία και αν το Κεμπέκ θα μπορέσει να εξισορροπήσει την ανάγκη για ανάπτυξη, με την ευθύνη απέναντι στους πολίτες του και τη διεθνή κοινότητα.