Η απόκλιση από τους προϋπολογισμούς και το κακό timing της Αθήνας 2004
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ*
© Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
«Μπορείς να αντέξεις μια μέση αύξηση τουλάχιστον 150% σε σχέση με τη δαπάνη που έχεις αρχικά υπολογίσει και αφορά εξαρχής δισεκατομμύρια ευρώ; Εάν ναι, τότε προχώρα. Εάν όχι, τότε φύγε μακριά». Είναι η συμβουλή που δίνει στους επίδοξους διοργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνων, ο συγγραφέας του βιβλίου «How big things get done», καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πληροφορικής της Κοπεγχάγης, Μπεντ Φλίβμπγιεργκ, ο οποίος έχει μετρήσει όλους τους εκτροχιασμούς των αντίστοιχων προϋπολογισμών από το 1976.
Με 49%, η Ελλάδα κατέχει μόλις τη 16η θέση ανάμεσα στις 19 διοργανώσεις που αντιμετώπισαν υπέρβαση κόστους από τη δεκαετία του ’70. Ωστόσο, της στοίχισε το γεγονός ότι είχε πολύ μικρότερη οικονομία σε σύγκριση με άλλες χώρες, εξ ου και έγινε πιο αισθητός ο αντίκτυπος της επιβάρυνσης. Εξάλλου, οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας το 2004 διοργανώθηκαν μόλις τρία χρόνια πριν από την εκδήλωση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, γεγονός που έφερε την ελληνική οικονομία σε μειονεκτική θέση απέναντι στην επέλαση της ύφεσης.
«Η Ελλάδα δεν ήταν σε χειρότερη θέση από άλλες χώρες. Υπάρχουν κράτη που είχαν μεγαλύτερες υπερβάσεις κόστους. Στην Ελλάδα υπήρξε ένας συνδυασμός παραγόντων που έκανε πιο δύσκολο να συγκρατηθεί το κόστος. Η χώρα σας έχει μια αρκετά μικρή οικονομία σε σύγκριση με άλλες χώρες που φιλοξένησαν τους Αγώνες – όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο έχει πολύ μεγαλύτερη οικονομία και έτσι η υπέρβαση του κόστους τής διοργάνωσης δεν έκανε τόση ζημιά όσο έκανε στην Ελλάδα. Επίσης, η Ελλάδα ήταν άτυχη, διότι όλο αυτό συνέβη μόλις λίγα χρόνια πριν από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, και αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα η Ελλάδα ήταν σε χειρότερη θέση απ’ ό,τι άλλες χώρες, όταν εκδηλώθηκε η χρηματο-οικονομική κρίση. Η Ελλάδα είχε ήδη να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα που ανέκυψαν από τη διοργάνωση. Αλλά πέρα από αυτό, δεν υπάρχει κάτι στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Ελλάδας που να την κάνει χειρότερη ή καλύτερη από άλλες αντίστοιχες διοργανώσεις», τονίζει στην «Κ» ο καθηγητής Φλίβμπγιεργκ, ο οποίος έχει υπολογίσει, ότι οι πέντε τελευταίες διοργανώσεις για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία και αφορούν την περίοδο 2007-2016 είχαν μέσο κόστος 12 δισ. δολ. – χωρίς να συμπεριληφθούν οι περιφερειακές δαπάνες (δρόμοι, αεροδρόμια, σιδηρόδρομοι, ξενοδοχεία και άλλες υποδομές) που είναι ακόμη υψηλότερες.
Ο ίδιος παρατηρεί, ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο χρονικός ορίζοντας του σχεδιασμού – μέχρι σήμερα έχει καταγραφεί να εκτείνεται από 7 έως 11 χρόνια – τόσο πιο έντονη είναι η διακύμανση των τυχαίων μεταβλητών και άρα τόσο περισσότερες ευκαιρίες προκύπτουν για συμβάντα που θα εκπλήξουν δυσάρεστα σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό.
Σε αυτό το πλαίσιο υπογραμμίζει προτάσεις οι οποίες έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, για την αποφυγή υψηλών δαπανών με επιπτώσεις στις εθνικές οικονομίες. Μία από αυτές είναι η μόνιμη φιλοξενία των Αγώνων σε κάποια σταθερή πόλη, όπως η Αθήνα. Μια άλλη ιδέα είναι η φιλοξενία δύο διαδοχικών διοργανώσεων σε κάθε πόλη που αναλαμβάνει τους Αγώνες και άρα επενδύει στις απαιτούμενες υποδομές, ή η διασπορά των αθλητικών διοργανώσεων σε διαφορετικές μόνιμες έδρες – για παράδειγμα, ο στίβος στο Λος Αντζελες, το τένις στο Λονδίνο, η ιππασία στο Χονγκ Κονγκ κ.ο.κ.
Σημειωτέων, οι πιο ακριβοί θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες μέχρι σήμερα έχουν διοργανωθεί στο Λονδίνο το 2012, με κόστος 15 δισ. δολ. Στον αντίποδα, η πιο φθηνή θερινή διοργάνωση καταγράφηκε στο Τόκιο το 1964, με δαπάνη 282 εκατ. δολάρια.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Ελλάδας στις 22 Απριλίου 2023