Ρωγμές στο σύστημα εξουσίας
Γράφει ο δημοσιογράφος
ΣΠΥΡΟΣ ΓΚΟΥΤΖΑΝΗΣ
Αφού το προηγούμενο restart του πρωθυπουργού με αφετηρία τη ΔΕΘ απέτυχε, τώρα αναζητά σανίδα σωτηρίας στον ανασχηματισμό αν και δεν προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο.
Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σκέπτεται να αιφνιδιάσει σύντομα, σύμφωνα με άλλες μεταθέτει το ανακάτεμα της τράπουλας σε συνδυασμό με την πολυοπόθητη επανεκκίνηση της κυβέρνησης για τον Ιανουάριο. Στο ίδιο πλαίσιο, λένε οι σχετικές πληροφορίες, θα κάνει και αλλαγές στο επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου, καθώς δεν είναι ικανοποιημένος από το συντονισμό της κυβέρνησης και την καταστολή των βουλευτών που διαφωνούν με πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής.
Στο Μέγαρο Μαξίμου διαβάζουν ως θετικά τα στοιχεία δημοσκοπήσεων (της ΑLCO και της Interview) που δείχνουν ότι έχει σταματήσει η πτώση και τείνει να σταθεροποιηθεί γύρω στο 25%. Βέβαια, οι δύο πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις της προηγούμενης εβδομάδας, της MRB και της Metron Analysis, δείχνουν το ποσοστό της πρόθεσης ψήφου στο 21% – 22% και την τάση υποχώρησης να διατηρείται αν και μειωμένη. Πάντως, όλες οι δημοσκοπήσεις συμφωνούν στα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία, η απογοήτευση από την πορεία της χώρας είναι σε εξαιρετικά υψηλά ποσοστά, όπως και οι αρνητικές γνώμες για μία σειρά επιμέρους θέματα, με πρώτο την ακρίβεια και ακολούθως, την υγεία, την αντιμετώπιση του ενεργειακού και εσχάτως και τα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Όποια ανάγνωση και αν κάνει το Μέγαρο Μαξίμου, το συμπέρασμα είναι ότι η κυβέρνηση είναι σε αποδρομή. Το νέο στοιχείο είναι ότι με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ τείνει να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι διαμορφώνεται ένας νέος πόλος στο πολιτικό σύστημα, που θα καλύψει το κενό που προέκυψε με την πλήρη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με τους συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη, η συνεχής πτώση αποδίδεται στο ότι δεν «επικοινωνούνται με το σωστό τρόπο τα θετικά της κυβερνητικής πολιτικής».
Κάπου εδώ το Μέγαρο Μαξίμου παίζει το τελευταίο του χαρτί και διαρρέει ότι ο πρωθυπουργός εξετάζει τον επόμενο ανασχηματισμό. Δε θα αλλάξει βέβαια τη συνολική εικόνα, ούτε θα βελτιώσει τις απόψεις των πολιτών, θα συγκρατήσει όμως την εσωκομματική κριτική, καθώς μία σειρά βουλευτές που τώρα ετοιμάζουν την επόμενη ερώτησή τους, θα αναστείλουν τις όποιες κινήσεις για λίγο χρόνο. Και θα επανέλθουν δριμύτεροι όταν θα απογοητευτούν.
ΡΗΓΜΑ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ – ΜΜΕ
Εν τω μεταξύ, καταγράφονται κραδασμοί στις σχέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με ισχυρά ΜΜΕ που μέχρι πρότινος απολάμβανε τη στήριξη τους ή έστω την ανοχή. Το πιο χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο άρθρο στο «Βήμα» του Αντώνη Καρακούση, που κάνει λόγο για το «αραχνοειδές δίκτυο προσβολής και κατασυκοφάντησης που απλώνεται πάνω από τη χώρα, το οποίο, έφτασε να αποδίδει τον Κώστα Καραμανλή ως κρεατοφάγο θαμώνα ψησταριών, χωρίς θέσεις και απόψεις, τον Αντώνη Σαμαρά υποτιμητικά ως τουρκοφάγο, επειδή τόλμησε να προειδοποιήσει για τους κινδύνους που απορρέουν από την προπαρασκευαζόμενη ελληνοτουρκική προσέγγιση, τον Αλέξη Τσίπρα ως Ζήκο, επειδή απλά τόλμησε να επανεμφανιστεί στην πολιτική σκηνή, τη χαροκαμένη κυρία Καρυστιανού ως μια δήθεν τεθλιμμένη, πλην χαρούμενη και υποβλέπουσα την πολιτική, γυναίκα κ.ο.κ.». Ο έμπειρος δημοσιογράφος τοποθετεί το κέντρο αυτού του αραχνοειδούς δικτύου στο Μέγαρο Μαξίμου.
Παράλληλα, και η Καθημερινή ασκεί επίσης σκληρή κριτική, σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση δεν έχει αποστολή να «ομφαλοσκοπεί και να αναλώνει ενέργεια σε εσωτερικές έριδες και βεντέτες του προηγούμενου αιώνα. Ούτε να κυνηγάει σκιές υποτιθέμενων εθνικών κινδύνων. Όσοι συναισθάνονται την ευθύνη, οφείλουν να εργαστούν για την εκπλήρωση της εντολής. Αποτυχία της κυβέρνησης, ή πρόκληση αχρείαστης αστάθειας, ισοδυναμεί με αποτυχία της χώρας».
Ανοιχτό όμως είναι το μέτωπο και με την οικογένεια Βαρδινογιάννη, μετά τη -για δεύτερη φορά- φορολόγηση των διυλιστηρίων. Ορισμένοι αποδίδουν στο «αραχνοειδές» δίκτυο τα δημοσιεύματα για την Όλγα Κεφαλογιάννη.
ΑΔΙΕΞΟΔΟ
Συνολικά, η κυβέρνηση ενώ δεν μπορεί να αναχαιτίσει την κοινωνική δυσαρέσκεια, έχει πόλεμο στο εσωτερικό της από τον Αντώνη Σαμαρά και τον Κώστα Καραμανλή, και ρήγμα με ισχυρούς παράγοντες στον επιχειρηματικό και μιντιακό χώρο.
Εκτός από την οικονομία που οι εξελίξεις προμηνύονται αρνητικές, έχει μπροστά της δύο μείζονα πολιτικά ζητήματα. Το ένα είναι ο διάλογος με την Τουρκία, που έχει ευρύτερη εθνική σημασία και το δεύτερο, η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, που θα δοκιμάσει το σύστημα των εσωτερικών σχέσεων εντός της ΝΔ και στα όμορα κόμματα.
Στο μέτωπο με την Τουρκία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήδη καταγγέλλεται για «ενδοτισμό» από το εσωτερικό της και από μέρος της αντιπολίτευσης, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και τα κόμματα στα δεξιά της. Μόνο το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη δείχνει συγκατάβαση στην προσέγγιση, ίσως με την πίεση της Άννας Διαμαντοπούλου και του Παύλου Γερουλάνου.
Οι δύο NAVTEX που εξέδωσε η Τουρκία για το θαλάσσιο χώρο μεταξύ Χίου και Σάμου και μεταξύ Χίου και Λέσβου, δε βοηθούν το κλίμα ενόψει της συνάντησης Γεραπετρίτη – Φιντάν. Πολύ δε περισσότερο, οι ανησυχίες και οι συσχετισμοί στο εσωτερικό μέτωπο δεν ευνοούν το επόμενο βήμα προσέγγισης με την Τουρκία. Εάν η κυβέρνηση επιχειρήσει να κλείσει τις ελληνοτουρκικές διαφορές, σε βάρος των εθνικών συμφερόντων, απλά θα πέσει.
Όσο για το θέμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπος με γενικευμένη αποστασιοποίηση των βουλευτών του, εάν επιμείνει σε πολιτική προσωπικότητα από το νεοφιλελεύθερο, μεταρρυθμιστικό και εκσυγχρονιστικό χώρο.
Φυσικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να ανακρούσει πρύμνα, να σταματήσει την προσέγγιση με την Τουρκία και να προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας πρόσωπο με δεξιό πολιτικό πρόσημο. Θα είναι όμως πλήρης υποχώρηση, από τα όσα έχει κατά καιρούς διακηρύξει. Ίσως του εξασφαλίσει κάποιο χρόνο, αλλά όχι πολύ.