Εδώ και ένα χρόνο, 13 Απριλίου 2020, έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Τσουτσάνης, ο άνθρωπος που σαν μαθητής γυμνασίου έσωσε, με κίνδυνο της ζωής του, τα οστά του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, από την εκδικητική μανία του κατοχικού διοικητή της Τρίπολης, του διαβόητου μελανοχίτωνα συνταγματάρχη Φεστούτσι.
«Τη νύχτα της 25ης Μαρτίου του 1942 ακούσαμε δυνατά χτυπήματα στην πόρτα του σπιτιού μας και πεταχτήκαμε από τα κρεβάτια μας. Έξω έπεφτε τρομερή βροχή και αυτό μεγάλωνε την αγωνία μας. Έτρεξα και κοίταξα να δω ποιος είναι. Ήταν ένας υπάλληλος του δημαρχείου, τρομαγμένος και λαχανιασμένος. «Γιώργο, πες στον κύριο δήμαρχο ότι οι Ιταλοί σπάσανε την κρύπτη που φυλάμε τα κόκκαλα του Κολοκοτρώνη και τα σκόρπισαν στις λάσπες», μου είπε με φωνή που έτρεμε.
Το σπίτι του υπαλλήλου ήταν δίπλα στο ηρώο των αγωνιστών του 1821 και είδε με τα μάτια του τη βεβήλωση. Αψήφησε τη νυχτερινή απαγόρευση της κυκλοφορίας με κίνδυνο της ζωής του και έτρεξε να το πει στον πατέρα μου.
Ο 13χρονος Γιώργος ήταν γιος του δημάρχου της Τρίπολης Γιάννη Τσουτσάνη, ο οποίος δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με την ιταλική φρουρά της πόλης. Εκείνη τη μέρα οι Ιταλοί είχαν εξοργιστεί, επειδή ο δήμαρχος τόλμησε να γιορτάσει την επέτειο της 25ης Μαρτίου, παρά την αυστηρή απαγόρευσή τους. Σε αντίποινα, σκόρπισαν τα οστά του Γέρου, που βρίσκονταν στη βάση του ηρώου.
Γνώριζαν την ευαισθησία των Τριπολιτσιωτών με τον Κολοκοτρώνη και ήθελαν να τους πληγώσουν στο πιο ευαίσθητο σημείο. Ο Γιωργάκης δεν περίμενε καν να τελειώσει τη φράση του ο υπάλληλος και έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα του πατέρα του και του λέει: «Μπαμπά, οι Ιταλοί πέταξαν τα οστά του Γέρου και θα τα φάνε τα σκυλιά».
Ο δήμαρχος πετάχτηκε αμέσως όρθιος σαν ελατήριο και έτρεξε να φύγει. «Θάρθω κι εγώ μαζί σου», είπε ο Γιώργος. «Κάτσε, θα κινδυνέψεις», απάντησε ο πατέρας του. Τον παράκουσε, όμως, και έτρεξε από πίσω του. Πήρε κι ένα άδειο τσουβαλάκι από ζάχαρη μαζί του. «Εδώ θα βάλουμε τα κόκκαλα μπαμπά». «Εντάξει. Θα πηγαίνω εγώ μπροστά κι εσύ θα πιάνεσαι από το παλτό μου».
ΜΕ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥΣ
Το σκοτάδι ήταν απόλυτο και δε βλέπανε τη μύτη τους. Έκαναν ένα μεγάλο κύκλο ψηλαφίζοντας σαν τυφλοί τα κτίρια, μέχρι να τρυπώσουν στο πάρκο. Δεν υπήρχαν πεζοδρόμια και δεν ξέρανε πού να πατήσουν. Απέφυγαν να βγουν στο ξέφωτο της πλατείας Άρεως και περπατούσανε ανάμεσα στα πυκνά δέντρα που τους έγδερναν. Μόλις φτάσανε στη μαρμάρινη βρύση απέναντι από το ηρώο, ο δήμαρχος σωριάστηκε σχεδόν κάτω εξαντλημένος και παγωμένος από την άγρια βροχή, που δε σταμάτησε ούτε λεπτό να πέφτει. Ο Γιωργάκης τότε πετάχτηκε με ένα σάλτο απέναντι στο ηρώο και γονάτισε μέσα στις λάσπες ψαχουλεύοντας για κάτι σκληρό. Βρήκε 4-5 κόκκαλα και τα έβαλε στο τσουβαλάκι. «Έλα, έλα γρήγορα, θα μας σκοτώσουν», φώναζε ο δήμαρχος με πνιχτή φωνή από απέναντι. Γύρισαν από τον ίδιο δρόμο και έκρυψαν τα κόκκαλα στο σπίτι τους. Ήταν λασπωμένοι, γδαρμένοι, βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο και «πεθαμένοι» από την κούραση.
Όταν ξημέρωσε και επετράπη πάλι η κυκλοφορία, ο Γιώργος ξαναπήγε μόνος του στο ηρώο και περιμάζεψε άλλα 3-4 κοκαλάκια.
Αγόρασε, επίσης, από ένα κατάστημα μια κλειδαριά και παρήγγειλε δύο καινούργια πορτάκια, όμοια με εκείνα που έσπασαν οι Ιταλοί στο οστεοφυλάκιο.
Μετά από λίγες μέρες, αφού ο δήμαρχος με το γιο του έπλυναν και αρωμάτισαν τα κόκαλα του Γέρου τα μετέφεραν στην κρύπτη τους, την οποία σφράγισαν με τα νέα πορτάκια και την καινούργια κλειδαριά. Στο τέλος, ο Γιώργος έτριψε όλο το μνημείο γύρω γύρω με γυαλόχαρτο και το έκανε να λάμπει.
Την επόμενη μέρα οι Ιταλοί απείλησαν το δήμαρχο ότι θα τον κρεμάσουν στον πλάτανο στην κεντρική πλατεία, αλλά αυτός δεν πτοήθηκε, παρόλο που είχε τέσσερα παιδιά.
Ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής, ονομαζόμενος Φεστούτσι, έτρεφε μίσος για τον πατριώτη δήμαρχο και μια άλλη φορά τον είχε χαστουκίσει δημοσίως έξω από το δημαρχείο. Ο δήμαρχος τότε είχε αντιδράσει, λέγοντάς του: «Φεστούτσι, δεν κρίθηκε ακόμα ο πόλεμος και πρόσεξε καλά γιατί προβλέπω ότι θα έρθει η μέρα που θα ζητήσεις άσυλο στο σπίτι μου».
ΑΝ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ ΘΑ ΜΑΣ ΞΑΝΑΣΩΣΕΙ!!!
Ο Γιώργος Τσουτσάνης εξελίχτηκε σε δεινό έμπορο. Ήταν ανήσυχο πνεύμα και ταξίδεψε στις άκρες της γης όχι μόνο για να παραγγείλει εμπορεύματα, αλλά και για να γνωρίσει τον κόσμο. Στα μακρινά ταξίδια του, συνέλεξε σπάνια αντικείμενα και έργα τέχνης, τα οποία εκθέτει δωρεάν σε δικό του εκθεσιακό χώρο στο Λουτράκι Κορινθίας, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια με την οικογένειά του.
Το περιστατικό με τα οστά του Γέρου έχει καρφωθεί ανεξίτηλα στο μυαλό του και δεν το ξέχασε ποτέ. Μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής αναφερόταν στον Κολοκοτρώνη σε ενεστώτα χρόνο, σα να είναι ζωντανός. «Ο Γέρος δεν πέθανε, αλλά κοιμάται στο ηρώο, αν χρειαστεί θα ξυπνήσει και θα ξαναρματωθεί για να μας ξανασώσει. Εφόσον υπάρχει έστω κι ένα κοκαλάκι του εκεί, δεν πρέπει να ανησυχούμε…».
*Ευχαριστούμε τον Πάπα Νικόλα της Παναγίτσας που μας έστειλε το κείμενο